Σάββατο 31 Μαΐου 2008

Συνέχεια 8ο Η Λέγκω

Από το 1922 ως το 1924 έφτασαν μεμονωμένοι ή σε μικρές ομάδες στην αρχή, με κάρα, ζώα, βάρκες, καΐκια, ακόμα και με τα πόδια αργότερα, σε κακό χάλι, βρώμικοι, ματωμένοι, πεινασμένοι, άθλιοι, χιλιάδες κυνηγημένοι, βιασμένοι, ορφανεμένοι, καταποντισμένοι δίχως περιουσίες, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, αναζητώντας ένα μέρος για να κρύψουν τον θυμό τους, τον πόνο τους, την απελπισία τους. Στην αρχή πέρασαν από στρατόπεδα καραντίνας, κάπου στο Καραμπουρνάκι, όπου τους κράτησαν απομονωμένους για μήνες, μέσα σε άθλιες συνθήκες, με τον φόβο μην μεταδώσουν στους ντόπιους καμιά μεταδοτική, ανατολίτικη ασθένεια κι αφού πέθαναν αρκετοί, εξασθενημένοι από την απίστευτη ταλαιπωρία, συστάθηκε μια υπηρεσία, η οποία προγραμμάτισε και πραγματοποίησε όπως- όπως την μόνιμη προσφυγική εγκατάσταση τους. Άλλους τους κράτησαν στην πόλη, άλλους σε συνοικίες και άλλους τους στείλανε σε χωριά. Ήταν η εποχή που υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάνης, για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μια μικρή ομάδα απ’ αυτούς, όλοι Πόντιοι, εγκαταστάθηκε και ρίζωσε στο μικρό χωριό της Μακεδονίας. Ανάμεσα τους κι οι γονείς της Λέγκως.
Το μικρό χωριό ήταν πνιγμένο στο πράσινο κι είχε άφθονα νερά. Εκεί οι πρόσφυγες βρήκαν πέντε οικογένειες Βλάχων και τριών ντόπιων Το έφορο έδαφος του, έδωσε την δυνατότητα στην οικογένεια της Λέγκως και σ’ όλους τους συγχωριανούς τους να καταφέρουν να επιζήσουν τα πρώτα χρόνια, φτιάχνοντας τις καλύβες τους και παρόλα τα κυνηγητά των λίγων ντόπιων του χωριού και των διπλανών περιοχών που, Τούρκους τους ανέβαζαν, Τουρκόσπορους τους κατέβαζαν, αυτοί κατάφεραν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και επιζήσανε, καταφέρνοντας να αφομοιώσουν στα δικά τους έθιμα τις λίγες οικογένειες του χωριού. Η νοσταλγία της επιστροφής στην πατρίδα άργησε πολύ να βγει από τις ψυχές τους. Ήταν ένας καημός που αργοπόρησαν να του ξεφύγουν.
Οι γονείς της Λέγκως είχαν τρία παιδιά όταν έφυγαν από την πατρίδα. Δύο κορίτσια και ένα γιο, ο οποίος ποδοπατήθηκε και έπεσε στη θάλασσα στο λιμάνι της Σμύρνης, πάνω στην προσπάθεια τους να περάσουν πάνω από ένα μαδέρι που είχαν τοποθετήσει τη μια του άκρη πάνω στο κράσπεδο της αποβάθρας και την άλλη του άκρη πάνω στο καΐκι που θα τους πήγαινε στην πατρίδα, κι ανάμεσα σε δεκάδες τρομαγμένους ανθρώπους, που προσπαθούσαν κι αυτοί να μπουν στο ίδιο καΐκι πάνω από το ίδιο μαδέρι, το αγόρι έχασε το χέρι της μάνας του και η πίεση του κόσμου το έριξε κάτω. Ούρλιαζε η μάνα της Λέγκως, ανίκανη να γυρίσει πίσω, από το σπρώξιμο του κόσμου. Οι σπαρακτικές κραυγές της ενώθηκαν με τα ξεφωνητά , άλλων μανάδων, πατεράδων, αδερφών, που κάποιον δικό τους είχαν χάσει εκείνες τις στιγμές της αλλοφροσύνης. Εκείνο το άθαφτο κορμί του γιου στοίχειωνε τις νύχτες τους. Ποτέ δεν το ξεπέρασαν. Ο Λεωνίδας έμεινε μέχρι που να πεθάνουν ο μεγάλος καημός τους. Η Λέγκω και η αδερφή της η Φανή είχαν δυο χρόνια διαφορά. Η Λέγκω ήταν εντυπωσιακά ψηλή με μακριά χέρια και πόδια, ενώ η αδερφή της λίγους πόντους κοντύτερη. Κι οι δυο είχαν καστανά μακριά μαλλιά που πλαισίωναν τα γλυκά τους πρόσωπα. Αγαπημένες αδερφές, κολλημένες η μια στην άλλη. Μαζί στις δουλειές, μαζί στα χωράφια, μαζί στον καπνό, μαζί στο κέντημα, μαζί στο τραγούδι, μαζί στο διάβασμα. Σχολείο δεν πήγαιναν- πού τέτοια πολυτέλεια. Τα σχολεία της εποχής στα χωριά ανύπαρκτα και η απόκτηση γνώσεων ένα σκοτεινό τούνελ. Ο πατέρας τους, δάσκαλος στην πατρίδα, ήταν από τους ανθρώπους που άφησαν τη ζωή να τους ωριμάσει. Ήταν έκδηλο αυτό στο πρόσωπό του, που ήταν πάνω του απλωμένη μια γλυκιά εγκαρτέρηση και μια απέραντη επιείκεια για τους ανθρώπους γύρω του. Παρόλο που ήταν τότε σαράντα πέντε χρονών, φαινόταν πολύ πιο νέος, όπως συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους που καταφέρνουν να διατηρούν ως τα γεράματά τους τα συναισθήματά τους ζωντανά. Αυτός ήταν ο δάσκαλός τους. Έδινε μεγάλη προσοχή προκειμένου να αποκτήσουν πνευματική καλλιέργεια και αγωγή τα κορίτσια του. Κάθε βράδυ είχαν μάθημα. Όχι πως δεν τους άρεσε,- ο πατέρας ήταν ο αγαπημένος τους από τους δυο γονιούς και το μάθημα είχε πάντα ενδιαφέρον,- όμως ήταν πάντα κουρασμένες από τα καθήκοντα τα πρωινά και πολλές φορές με το ζόρι κρατούσαν τα μάτια τους ανοιχτά μπροστά στο κιτρινωπό φως της λάμπας, που ήταν ακουμπισμένη στο τραπέζι μπροστά τους περιτριγυρισμένη από σμήνος εντόμων γύρω της. Εικόνες σαν εκείνες, που οι δυο τους- εκείνη κι η Φανή, - στο τραπέζι της κουζίνας με τα κεφάλια τους σκυμμένα στα γραπτά, το ένα ν’ αγγίζει το άλλο, το ένα να στηρίζει το άλλο, και τον πατέρα με το βιβλίο κλεισμένο στο χέρι και με το δάχτυλο να σημαδεύει τη σελίδα, να προσπαθεί να εξαφανίσει τα νυσταγμένα ίχνη της κάθε στιγμής δίνοντας έμφαση στα λεγόμενά του, είναι φυλαχτά στην μνήμη της ψυχής της Λέγκως κι όταν τις έχει ανάγκη τις βγάζει κρυφά και τις κοιτάει. Ο πατέρας τους είχε την ικανότητα να επικοινωνεί μαζί τους χωρίς περιττά λόγια. Εισχωρούσε στις νεανικές ψυχές τους και τους έδινε δύναμη και κουράγιο. Τις άκουγε με μεγάλη υπομονή και προσπαθούσε να λύσει όλες τους τις απορίες.« Αφσατς[1] »(΄Αστες), φώναζε η μάνα τους, « μη γομόντς τα κιφαλε τουν αέραν, αύριον α πάνε σα χωράφε[2]»(Μη γεμίζεις τα κεφάλια τους με αέρα, αύριο θα πάνε στα χωράφια). Εκείνος σήκωνε τα μάτια του και την κοιτούσε πάνω από τα γυαλιά του. «Άνθρωπος αμόρφωτος, Αρετή, ξύλο απελέκητο » της έλεγε. Και εκείνη βρίσκοντας ευκαιρία τον κάρφωνε με τα λόγια της. «Είδαμεν και τε σα τα χαΐρε, που όλα ηξέρτσατα[3] »,(Είδαμε και τα δικά σου κατορθώματα, που τα ξέρεις όλα). Σιωπούσε στις επιθέσεις της «γιατί η σιωπή είναι χρυσός,» και πείσμωνε με τη μόρφωση των κοριτσιών. Τις ενθύμιζε πως, «όλα μπορούν να χαθούν στη ζωή, μα όχι η παιδεία μας.» Το δωμάτιο που κοιμόνταν και που το χρησιμοποιούσαν και σαν κουζίνα- σαλόνι, είχε κολλημένο ένα χαρτόνι που έγραφε, «Το πρώτο κεφάλαιο μιας πολιτείας είναι η παιδεία, δεύτερο η παιδεία και τρίτο η παιδεία», και δίπλα του, «Η γνώση είναι η απάντηση στο φόβο». Και βέβαια απαγόρευε στην μάνα να τα αγγίζει.
Η στενή και στοργική συνοχή με το δάσκαλο- πατέρα, δεν είχε τίποτα κοινό με τη σχέση τους με την μάνα. Εκείνη όλη της τη ζωή πάσχιζε να ξεφύγει από την φρίκη της απώλειας του γιου της. Στις κόρες της έδινε την εντύπωση πως φοβόταν την οικειότητα. Σαν να φοβόταν ότι θα το εκμεταλλευτούν, θα προσπαθήσουν να κυριαρχήσουν πάνω της. Ήταν ένα αίνιγμα η μάνα τους, που προσπαθούσανε να το λύσουνε. Ο πατέρας την δικαιολογούσε γιατί «πονάει για το θάνατο του αδερφού σας, το ξεριζωμό απ’ την πατρίδα». Τα δυο κορίτσια ήταν σφηνωμένα ανάμεσα στην προσπάθειά των γονιών τους για ένα καλύτερο μέλλον και την θλίψη τους για τις απώλειες της ζωής τους.
Ήταν δέκα έξη χρόνων η Φανή, η μεγαλύτερη κατά δυο χρόνια αδερφή της Λέγκως, όταν ένας Έλληνας της Αμερικής, τριάντα χρονών τότε, συγγενής ενός συγχωριανού τους, τη ζήτησε από τους γονείς τους να την παντρευτεί και να την πάρει μαζί του. Ο πατέρας αντέδρασε αμέσως αρνητικά. Η μάνα, πιο πρακτική, επιστράτευε όλη την λογική της, αντιλαμβανόμενη πως η μοίρα των κοριτσιών της δεν θα εμφανίσει στο μέλλον ενδείξεις αλλαγής, και δεν ήθελε να αφήσει την ευκαιρία αυτή να πάει χαμένη. Ο γαμπρός ήταν πλούσιος, με καλές συστάσεις και δεν είχε σκοπό να αφήσει κανέναν να χαλάσει αυτό το «τυχερό» για την μεγάλη της. Τα κορίτσια προσπάθησαν να επαναστατήσουν, μα τις έπεισε πως η «τύχη» της μεγάλης μπορεί να γίνει προαύλιο για την μικρή, πως θα μπορούσε να πάρει και την άλλη μαζί της και ν’ ανοίξει και η τύχη της μικρής. «Όλα έχουν μια μπρος και μια πίσω πλευρά» της είπε ο άνδρας της και κείνη τα’ βαλε μαζί του «που πάντα ενούνιζε μόνο τ’ άσκεμα » και « εθάρνεν πως κ΄εθέλνεν- εείνος- να ξεκολλήζνε τα κορίτσα τουν ασά πανταλόνε τ »(Πάντα σκέφτεται τα άσχημα και νόμιζει, πως δεν ήθελε να ξεκολλήσουν τα κορίτσια, απ’ τα παντελόνια του).
. Ο γάμος αποφασίστηκε. Το πρώτο δυνατό σοκ για τη Λέγκω. Η Φανή αμήχανη περιφερόταν ανάμεσα στην στεναχώρια και στην περιέργεια για την άγνωστη χώρα και τον άγνωστο άνδρα που κοντά του θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή της. Ο Στέλιος, έτσι τον λέγανε, τις λίγες φορές που κατάφερε να σηκώσει το κεφάλι της και να τον κοιτάξει στο πρόσωπο, της άρεσε, όπως παραδέχτηκε στην αδερφή της. «Όμως δεν ξέρω αν θ’ αντέξω τον καινούριο κόσμο χωρίς εσάς», είπε στη Λέγκω και έκλαψαν αγκαλιασμένες για πολλή ώρα. Όμως επειδή ήταν μια ευλογοφανής προοπτική που επέτρεπε αισιοδοξία, σύμφωνα με αυτά που τους έλεγε ο «Αμερικάνος», και τη θετική έκφραση γνώμης όλων των χωριανών, ενεργοποιούσαν την φαντασία τους και φτιάχνανε τον δικό τους μύθο, πως θα ‘ταν σύντομα πάλι μαζί σε μιαν άλλη χώρα, πως δεν θα ‘ταν αναγκασμένες να πηγαίνουν στα χωράφια και θα μπορούσαν να πάνε και στο σχολείο.
Έτσι έφυγε η Φανή και έμεινε μόνη η Λέγκω δίπλα σε έναν πατέρα που η θλίψη σφράγιζε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, τις κινήσεις του κορμιού του, και μια μάνα που έτρεχε από το ένα χωράφι στο άλλο, κι από τη μια δουλειά στην άλλη, προσπαθώντας να μην δείξει στους οικείους της την αγωνία της για την τύχη της Φανής. Η αγωνία όμως, τρύπωσε από την καμινάδα του μυαλού τους. Για μήνες δεν παίρνανε μήνυμα από την Φανή. Τα χρόνια δύσκολα και οι αλληλογραφίες σπάνιες. Πέρασαν έξη μήνες από την ώρα που έφυγε η Φανή και ξαφνικά ο συγγενής του Στέλιου τους πήγε ένα γράμμα της. Ήταν καλά. Τα πρώτα γράμματά της επιστράφηκαν με την ένδειξη,«άγνωστος παραλήπτης». Ήταν πολύ ευχαριστημένη από τον Στέλιο και τον βοηθούσε στη δουλειά του στο εστιατόριο. Οι υπόλοιποι που δούλευαν στο μαγαζί του ήταν όλοι Έλληνες. Όλοι τους την αγκάλιασαν και τη δέχτηκαν σαν δικό τους άνθρωπο κι έτσι ένιωθε σαν να ήταν στην πατρίδα.
Η ζωή πήρε τον κανονικό ρυθμό για την οικογένεια της και γι’ αυτήν. Χωράφι, καπνά, δουλειές στο σπίτι και μάθημα το βράδυ. Την μονοτονία την έσπαγαν μόνο τα γράμματα της Φανής, που τα περιμένανε με αγωνία και τα διαβάζανε όλοι μαζί το βράδυ, γύρω από το τραπέζι, κάτω από την γκαζόλαμπα.
Η πρώτη πρόσκληση της Φανής, για να πάρει την Λέγκω κοντά της, ήρθε μετά τρία χρόνια, αλλά την άφησε ασυγκίνητη γιατί κάτι καινούριο την αποσπούσε την προσοχή εκείνη την περίοδο. Ένα καινούριο πρόσωπο, που έκανε την εμφάνιση του στο χωριό και την κρατούσε ξάγρυπνη τις νύχτες, δεν της άφηνε να σκεφτεί την «μεγάλη ευκαιρία», όπως έλεγε η μάνα της.
Στο χωριό τους κάθε καλοκαίρι κατασκήνωναν φαντάροι για δυο μήνες. Ανάμεσα σε αυτούς τους φαντάρους που περιφέρονταν μέσα και έξω από το χωριό, η Λέγκω ξεχώρισε ένα αδύνατο παλικάρι, με μοναδικό έμβλημα γοητείας πάνω του το χαμόγελο του. Αυτό την άφηνε ξάγρυπνη τις νύχτες. Άκουσε να τον φωνάζουν Τάσο κι έτσι έμαθε το όνομά του. Από την πρώτη στιγμή που τον είδε κάτι ένιωσε μέσα της. Ήταν σαν η ζωή να της έδινε ένα σήμα και αυτή ήταν υποχρεωμένη να βρει το κλειδί για την ερμηνεία του. «Αυτός είναι», έδειξε η ανάλυση. Το επόμενο βήμα της ήταν να τον γνωρίσει. Δεν ήταν δύσκολο, γιατί οι φαντάροι έρχονταν κάθε μέρα σε επαφή με τους χωρικούς για να αγοράσουν τα αυγά τους, το γάλα, το ψωμί, τις κότες.
Μια τέτοια μέρα που οι γονείς της λείπανε στα χωράφια, ήρθαν δυο φαντάροι να πάρουν αυγά. Ο ένας εκ των δύο ήταν ο Τάσος. Στάθηκε μπροστά του με αμηχανία, ταραγμένη, ένιωθε ντροπή, ανάμικτη με λίγη γλύκα, αλλά και άβολα για τα ρούχα που φορούσε και για τα στραβοπατημένα παπούτσια της. Εκείνος της χαμογέλασε και όλα τα ξέχασε μονομιάς. Τους κάλεσε μέσα μέχρι να πάει στο κοτέτσι να τα μαζέψει. Εκείνοι προτίμησαν να πάνε μαζί της για να την βοηθήσουν. «Μην στεναχωριέσαι» της είπε ο Τάσος «και εμείς από χωριό είμαστε, ξέρουμε».
Σε τρεις μήνες παντρεύτηκε με εκείνο το παλικάρι, που το χαμόγελό του είχε μπει στην καρδιά της και σε τρία χρόνια με το ίδιο χαμόγελο τον έβαλε στο φέρετρο. Σκοτώθηκε με το κάρο, όταν πηγαίνοντας στο χωράφι αφήνιασε ξαφνικά το άλογο από κάτι που δε διευκρινίστηκε ποτέ, αναποδογύρισε το κάρο και βρέθηκε από κάτω του. Του πλάκωσε την καρδιά. Τον βρήκαν κάποιοι χωριανοί μετά από ώρες. Το χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη του. Εκείνη την μέρα, λίγο πριν φύγει για το χωράφι του είχε πει, η Λέγκω, πως ήταν έγκυος. Έκανε σαν τρελός. Πήρε το πρόσωπο της στις τεράστιες παλάμες του και τη φίλησε στα χείλη. «Επιτέλους θα έρθει ο γιος μας». Της σήκωσε την μπλούζα και φίλησε τρυφερά την κοιλιά της. «Πρόσεξέ τον μέχρι να γυρίσω». Ήταν τα τελευταία του λόγια. Μετά από κάποιες ώρες της τον φέρανε νεκρό.
------------------Συνεχίζεται
[1] Άστες
[2] Μη γεμίζεις το κεφάλι τους με αέρα, αύριο θα πάνε στο χωράφι
[3] Είδαμε και τα δικά σου κατορθώματα, που όλα τα ξέρεις

Δεν υπάρχουν σχόλια: