Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

Συνέχεια

Το αποχωρητήριο ήταν έξω στο πίσω μέρος της αυλής κολλημένο στο σπίτι. Για να πάμε εκεί, έπρεπε να κάνουμε το γύρο του σπιτιού. Όταν υπήρχε φως μέρας, δεν ήταν πρόβλημα, όταν όμως νύχτωνε, φοβόμασταν στο σκοτάδι. Για πόρτα είχε μια κουρτίνα από παλιό τσουβάλι, με μερικές τρύπες μικρές και μεγάλες, όπως όλα τα αποχωρητήρια τότε στο χωριό. Μέσα ένας βαθύς λάκκος σκαμμένος στη γη, με δυο σανίδες για να πατάμε. Τούρκικος της εποχής. Στον τοίχο ήταν καρφωμένο ένα μεγάλο καρφί και καρφιτσωμένα πάνω του ότι χαρτιά από εφημερίδες ή περιοδικά χιλιοδιαβασμένα περίσσευαν, κομμένα σε τετράγωνα ή μακρόστενα κομμάτια. Το χαρτί υγείας, όπως αργότερα το είπανε.
Υπήρχαν κι άλλα δυο δωμάτια, χτισμένα αργότερα, που ήταν κολλημένα πάνω στο παλιό το σπίτι αλλά δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους παρά μόνο από την αυλή. Η σόμπα ήταν μία κι αυτή στο μικρό σπίτι, οπότε το άλλο σπίτι δεν το χρησιμοποιούσαν. Θυμάμαι κάποιες μέρες του χειμώνα, που για κάποιο λόγο δεν χωρούσα στο μικρό δωμάτιο για να κοιμηθώ, με στέλνανε στο διπλανό, που το κρύο θέριζε και τρύπωνα ανάμεσα στο πάπλωμα και στην κουβέρτα, που χειμώνα καλοκαίρι ήταν στρωμένα πάνω σε εκείνο το κρεβάτι, γιατί έλειπαν οι ντουλάπες ή άλλοι αποθηκευτικοί χώροι για να αποθηκευτούν. Όλο το καινούριο σπίτι είχε μέσα δύο σιδερένια κρεβάτια με στρώματα παλιά και άβολα και μια ξύλινη ντουλάπα επίσης παλιά, δεν ξέρω ποιος τους την είχε δώσει, που όταν την άνοιγα οι πόρτες της έτριζαν ανατριχιαστικά, ιδίως τις εφιαλτικές νύχτες του χειμώνα. Κάποιες φορές έπαιρνα μαζί μου και κανένα από τα κορίτσια της Στέλλας, κυρίως την Κούλα, που ήταν πιο κοντά στην ηλικία μου. Μέχρι τα μεσάνυχτα μιλούσαμε κάνοντας μεγάλο σαματά, για να μη διεισδύσει το σκοτάδι μέσα στο δωμάτιο. Τραγουδούσαμε, κουτσομπολεύαμε, λέγαμε αστεία και όλα αυτά για να απωθήσουμε το σκοτάδι και να διώξουμε το φόβο από τις ψυχές μας από τα ουρλιαχτά των τσακαλιών. Μας έπαιρνε ο ύπνος μόνο όταν σταματούσε ο απόηχος απ’ τα ουρλιαχτά και τα σκοτάδια ξανάβρισκαν την ακινησία τους.
Κοίταξα προς το σπίτι της Βαρβάρας. Ψυχή δεν φαινόταν. Έφτασα στο αμάξι και είδα πως δεν είχα κλείσει την πόρτα βγαίνοντας. Ένιωσα τη σιγή στο δρόμο πνιγηρή και τρομαχτική. Ούτε ένα κελάηδημα δεν ακουγόταν. Κάθισα στο τιμόνι και κοίταξα από τον καθρέφτη πίσω μου. Στο κάτω μέρος της αλάνας φαινόταν ένα σπίτι μόνο του και ανοιχτό από διπλανά σπίτια. Μόνο ένα σπίτι το ακουμπούσε από την πίσω πλευρά «Το σπίτι του Σπυράκου». Φαινόταν εγκαταλελειμμένο. «Τί να έγινε αυτό το καθίκι», αναρωτήθηκα και γύρισα το κλειδί στη μηχανή. Κοίταξα την ώρα. Είχα αργήσει. Η αγοράστρια με περίμενε στο πατρικό. Θα προτιμούσα να συναντηθούμε κατευθείαν στο γραφείο της συμβολαιογράφου, όταν θα υπογράφαμε το συμβόλαιο. Έτσι θα γινόταν, αν δεν δεχόμουν ένα τηλεφώνημά της, πως θα έπρεπε να συναντηθούν γιατί είχε να μου παραδώσει κάτι που ίσως είχε σημασία για μένα. Το είχε βρει μέσα στο σπίτι όταν πήγε για δεύτερη φορά να το δει. Δεν πήγαινε το μυαλό μου τι θα μπορούσε να είναι. Όταν φύγαμε για πάντα από το χωριό πήραμε μόνο τα ρούχα μας, κάποια κουζινικά και δυο σιδερένια κρεβάτια. Τα υπόλοιπα δεν μπορούσαμε να τα πάρουμε, γιατί το κάρο με το οποίο κατεβήκαμε στην Θεσσαλονίκη δεν χωρούσε τα υπόλοιπα, και βέβαια το δωμάτιο το οποίο νοικιάσαμε στην πόλη θα το μοιραζόμασταν με τρία ξαδέρφια μου, (έτσι μας έβγαινε πιο φτηνό το νοίκι), οπότε περιττά πράγματα δεν χωρούσαν. Θυμάμαι τη μαμά μου κατά καιρούς να αναφέρεται σε αυτά και να λέει πως όταν θα πιάσουμε μόνοι μας κανένα σπίτι θα πάει να τα φέρει. Αλλάξαμε σπίτια πολλές φορές, αλλά τα πράγματά μας ή ξεχάστηκαν ή έχασαν την αίγλη τους, γιατί εντωμεταξύ σιγά- σιγά πλουτίζαμε με καινούρια πράγματα,- που μας χαρίζανε,- τα νοικιασμένα υπόγεια.
---------------------------------------Συνεχίζεται22

Δεν υπάρχουν σχόλια: