Σάββατο 23 Αυγούστου 2008

Συνέχεια Νο 13

Ένιωσε δίπλα της την Αναστασία και τη Σπυριδούλα. Τίποτα δεν της είπαν. Την συνόδευσαν απλώς στο σπίτι μαζί με τους υπόλοιπους χωριανούς που την είχαν ακολουθήσει από την αρχή. «Όλοι μαζί την σκοτώσαμε», σκέφτονταν αποφασιστικά, «όλο το χωριό μαζί». Σαν σίφουνας έφτασε το νέο στο χωριό και σε λιγότερο από μισή ώρα το σπίτι της Λέγκως κατακλύσθηκε από ένα ποικιλόμορφο ανθρωπομάνι με σκληρά και αποφασιστικά πρόσωπα. Ο Χρίστος, από τους πρώτους που έφτασε στο σπίτι της, πλησίασε τον γέρο-Στάθη. «Πρέπει να εξαφανίσουμε το πτώμα», του ψιθύρισε. Κούνησε το κεφάλι του. «Άσε να βραδιάσει πρώτα», είπε εκείνος με την ίδια ψιθυριστή φωνή. «Πάω να μιλήσω τη Λέγκω, εσύ συνεννοήσου με τους υπόλοιπους», είπε και μπήκε στο σπίτι.






*****




ΕΛΕΝΗ Α






6/ 10/ 42 «Νιώθω να τρέχω χωρίς να απομακρύνομαι από κάτι το φρικτό που δεν το χωράει ο νους μου, προς κάποια σωτηρία που δεν πιστεύω. Άραγε το πένθος έχει ημερομηνία λήξης; Κάποια στιγμή, θα επανέρθει η ζωή μου , θα ξαναγίνω όπως ήμουν πριν από το θάνατό σου;» Τρέμω στην προοπτική αυτής της μέρας. Δεν θέλω να ξεχάσω.»
10/10/42 «Δεν θέλω να κάνω τίποτα. Μόνο να γράφω και να θυμάμαι. Να γράφω! Δεν ξέρω γιατί δεν το έκανα νωρίτερα. Γιατί δεν το σκέφτηκα. Γιατί δεν ένιωσα ποτέ αυτήν την επιθυμία. Γράφω και νιώθω να περιβάλοµαι από κόσμο που βρίσκεται μαζί µου στο δωμάτιο. Είμαι περικυκλωμένη από τις ψυχές σας, τη δική σου και των φίλων μας, από αόρατους αγγέλους, από όνειρα, ζωντανά και πεθαμένα, απ’ τη μοναξιά, που κάποτε γίνετε αβάσταχτη και άλλοτε καταλυτική.
Προσπαθώ να μείνω μόνη και να γράφω, ουρλιάζοντας απ’ τον πόνο, απ’ την αγωνία για ένα θολό αύριο, από μια αθροιστική υπέρβαση της ίδιας της απελπισίας, ίσως. Όσο ζούσες ένιωθα τον πόνο να λουφάζει μέσα μου, ιδίως τις στιγμές που μου μίλαγες για τη Νίκη. Ήταν απελπισία δεμένη σφιχτά με τη ζήλια, αλλά και μια ενδόμυχη ελπίδα, κρυμμένη καλά πίσω της, πως την επόμενη που θα σε δω μπορεί ν’ αλλάξει κάτι, ή και να μην αλλάξει, φτάνει που η θέα σου θα ομόρφυνε το τοπίο της ψυχής μου. Τώρα δεν υπάρχει η ελπίδα, μόνο η βεβαιότητα εδραιωμένη μέσα μου, ότι χάθηκες για πάντα. Ένας τοίχος κάλυψε τον ορίζοντα της ψυχής μου. Μήπως η ανάγκη του γραψίματος γεννιέται από τη δυστυχία;»
12/10/42. «Λένε πως ότι δεν βλέπουν τα μάτια τα βλέπει η ψυχή! Πως μπόρεσες να μη νιώσεις τόση αγάπη; Οι σκέψεις και τα Γιατί, στρατώνας γεμάτος επίμονα φαντάσματα με μάτια στραμμένα προς τα πίσω».
12/10/42 «(Αργά τη νύχτα, όταν οι σύντροφοι έχουν ήδη κοιμηθεί). « Είναι ωραία η αγωνία μας όταν τη μοιραζόμαστε με τον φίλο μας», έτσι μου είπες τη βραδιά που ήρθες κοντά μου, μια τέτοια νύχτα, που είχαν αποκοιμηθεί όλοι οι σύντροφοί μας. Με βοήθησες να σηκωθώ και πήγαμε παραπέρα. «Είναι ανάγκη να μιλήσουμε,» μου είπες. Το πρόσωπό σου ήταν πιο σκοτεινό απ’ την ίδια εκείνη νύχτα. Πιο πολύ το αισθάνθηκα παρά το είδα. Ένιωθα ένα σπαραγμό, κάτι τρεμόπαιζε μέσα στο στήθος μου, γλυκό και πικρό μαζί. «Τί είναι;» σε ρώτησα. «Η Νίκη είναι έγκυος» κι η γλυκιά αίσθηση το ‘βαλε στα πόδια. «Τι είναι αυτά που λες;» σου είπα κι εσύ μου έπιασες τα χέρια, τα ένωσες μπροστά στο πρόσωπό σου. « Βοήθα μας σε παρακαλώ,» είπες και εγώ ήθελα τόσο πολύ να σε χτυπήσω! Πως τόλμησες; Πήρα μια άγρια εισπνοή με ανοιχτό το στόμα προσπαθώντας να συνέρθω. Δεν είχες το δικαίωμα να μου το πεις.»
22/10/42 «Σήμερα βρέχει και βήχω συνέχεια. Πρέπει να άρπαξα μεγάλο κρύο. Το βράδυ θα κατέβω στο χωριό. Διαταγή των συντρόφων. Φοβούνται το δυνατό μου βήχα. Αν τα καταφέρω θα μείνω λίγες μέρες δίχως να με πάρουν είδηση οι Γερμανοί. Ίσως να έρθω κοντά σου κάποια νύχτα, εκεί, πάνω στο χώμα που σε σκεπάζει, να τα πούμε.»
24/10/42 « Είμαι στο χωριό. Αυτή η καχεκτική, αρρωστιάρικη βροχή, που ρίχνει απ’ το πρωί, μόνο μελαγχολία γεννά. Είμαι αναγκασμένη να είμαι κλεισμένη στο σπίτι μην με πάρει κανένα Γερμανικό μάτι. Ευτυχώς ο Σπυράκος μετά από το θάνατό σου, το έσκασε από το χωριό, γιατί το να σκοτώνεις έναν άνθρωπο που δεν σε έβλαψε ποτέ, δεν χρειάζεται θάρρος, χρειάζεται δειλία κι εκείνος ήταν δειλός, οι δειλοί το σκάνε. Πήγα εχθές το βράδυ στη μάνα σου. Η απώλειά σου χάραξε το πρόσωπό της, το σώμα, τις κινήσεις της, το βάδισμά της. Το ραγισμένο βλέμμα της αιμορραγεί κάτω απ’ τον αβάσταχτο πόνο. Η ανδρογυναίκα Λέγκω σούφρωσε μέσα σ’ ένα μαύρο ύφασμα. Δεν μιλάει πια. Φέρεται σαν να ήταν πάντα μουγκή. Θαρρώ πως δεν θα μιλήσει ποτέ. Το μόνο που είναι ζωντανό πάνω της είναι οι ανοιχτές κυψέλες της μνήμης της μέσα στο αποτσάκισμα των ματιών της. Είναι ένα πλάσμα που ακόμα έχει την ανάγκη του φαγητού αλλά είναι φανερό πως δεν βρίσκει σ’ αυτό καμιά ευχαρίστηση, έχει την ανάγκη του ύπνου μα όχι για τη χαρά της ξεκούρασης ή της αναζωογόνησης, αλλά για να σταματήσει, έστω και για λίγο, το μακρύ ποτάμι της απόγνωσης ».
.
25/10/42 «Αυτά που συμβαίνουν μετά το θάνατό σου, το μυαλό κι οι αισθήσεις δεν τα δέχονται όπως γίνεται κάποιες φορές με το στομάχι μας που δέχεται μεν, αυτά που ο ουρανίσκος δεν αρνήται, μα παραφυλάει ο πεπτικός μηχανισμός, δεν δέχεται να τα επεξεργαστεί και βαραίνουν μέσα σου. Πέρασαν κιόλας σαράντα μέρες από το θάνατό σου. Στο σπίτι σου ετοιμάζουν τα κόλλυβα με την απουσία της μάνας σου. Εκείνη είναι σαν να μην υπάρχει. Η μάνα μου πηγαινοέρχεται και ετοιμάζει τα φαγητά. Δεν μπορώ να βοηθήσω σε τίποτα. Είμαι αναγκασμένη να μένω κλεισμένη στο σπίτι μην με πάρει μάτι κανένας Γερμανός.»
26/10/42 «Σε ξεπροβόδισαν για δεύτερη φορά. Όλο το χωριό ήταν παρόν. Βλέπεις ήσουν ο αγαπημένος τους. Η μάνα σου δεν κουνήθηκε από το σπίτι. Το χωριό μόνο του έκανε το μνημόσυνο. Εγώ σε έκλαψα μόνη, μέσα στον αχερώνα, καθισμένη ανάμεσα στα άχυρα, ανάμεσα στις κρεμασμένες πλεξούδες κρεμμυδιών, σκόρδων, αλλά και στ’ αγαπημένα σου ξερά φρούτα, που τα τσιμπούσαμε ένα-ένα και φώναζε η μάνα μου, όχι γιατί τα τρώγαμε, «για σας τα κάνω μας,» έλεγε-, αλλά γιατί χαλούσαμε τις πλεξούδες κι έπεφταν κάποια φρούτα κάτω. Εκεί μέσα σε έκλαψα νιώθοντας πραγματική ευγνωμοσύνη σε εκείνον τον πυρήνα του νου, που τον ονομάζουμε μνήμη, που σε κρατάει δίπλα μου, πότε με το χέρι απλωμένο να κόβεις σύκο από την πλεξούδα, πότε να ψάχνεις τ’ άχυρα και να βρίσκεις τα κρυμμένα αχλάδια πριν την ωρίμανσή τους, πότε να κουβαλάς τα τσουβάλια το σιτάρι, βοηθώντας τη μάνα μου, πότε να παίζεις με τις ακτίνες του ήλιου που έμπαιναν από τις χαραμάδες της στέγης. Είσαι τόσο κοντά μου και τόσο μακριά μου!»
30/10/42 «Ο βήχας συνεχίζει. Η μάνα μου με βράζει συνέχεια τσάι. Νιώθω μεγάλη κατάπτωση. Η κούραση απ’ το βουνό βγαίνει τώρα. Μου λείπεις αφόρητα. Τελικά πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτό που χάθηκε. Μου λείπει κι η Τασούλα. Άραγε σε ποια βουνά σέρνεται;»
11/11/42 « Μίλησε στην αδερφή σου», μου είπες. « Δουλεύει στο νοσοκομείο, κάπως θα μπορεί να βοηθήσει.» Στο υποσχέθηκα, αλλά ακόμα δεν μπόρεσα να κρατήσω την υπόσχεσή μου γιατί η Νίκη, δεν ήρθε στο σπίτι καθόλου. Κάποια απ’ αυτές τις μέρες θα στείλω την μάνα μου να την ειδοποιήσει να έρθει. Έχω σκοπό να κρατήσω την υπόσχεσή μου. Μείνε ήσυχος. Γιατί κάποιες φορές η έννοια του χρέους να ‘ναι τόσο απίστευτα φρικτή;»
15/10/42 « Ήρθε η Νίκη. Τρόμαξα να τη γνωρίσω. « Πέρνα μέσα» της είπα, «κάνει πολύ κρύο». Πέρασε κι έκλεισα πίσω της την πόρτα. « Δεν ξέρω αν το κρύο είναι τόσο δυνατό, ή είναι κάτι που κατοικεί μέσα μου», είπε. Έμοιαζε με ένα πτώμα που μόλις είχε καταφέρει να επανέρθει στη ζωή. Τα ασπράδια των ματιών της χαράσσονταν από λεπτές, κόκκινες γραμμές, ενώ γύρω-γύρω είχαν μαύρους κύκλους. Τα μάγουλά είχαν βουλιάξει ανάμεσα στην κάτω και την πάνω γνάθο. Οι γραμμές δίπλα στη μύτη της έδειχναν μια κούραση σαραντάχρονης γυναίκας. Την αγκάλιασα. Το κορμί της τρεμούλιασε κάτω απ’ το μπλε παλτό της. « Δεν μπορώ ούτε μαύρα να φορέσω, ούτε στον τάφο του να πάω να κλάψω. Περιμένω να πέσει το σκοτάδι για καλά και σαν το φάντασμα σέρνομαι ανάμεσα στους τάφους, ψάχνοντας μες το σκοτάδι το φρεσκοσκαμμένο χώμα.» Τα δάκρυά της κυλούσαν γοργά στα πλάγια του προσώπου της κι έτρεχαν πάνω στον ώμο μου, και τα δικά μου πάνω στον δικό της. Οι ψυχές μας ενώθηκαν κι άκουγα το ουρλιαχτό τους απ’ τον πόνο του χαμού σου.«Μου είπε πως σου μίλησε», είπε. Κούνησα το κεφάλι μου. « Θα μιλήσω στην Όλγα», της απάντησα. « Όχι», είπε. « Αυτό το παιδί θα το κρατήσω. Αν ζούσε, θα ήταν αλλιώς. Το σκέφτηκα πολύ.» Την κοίταξα. «Είσαι τρελή; Θα σε φάνε!». Μου κράτησε τα χέρια. « Μπορείς να με καταλάβεις; Δεν έχω τίποτα δικό του. Ούτε το δικαίωμα να πω ότι αγαπιόμασταν. Τώρα θα έχω αυτό το παιδί κι εγώ θα ξέρω πως είναι δικό του. Δεν μπορώ να το πετάξω τώρα, είναι σαν να απορρίπτω εκείνον, την αγάπη μας. Καταλαβαίνεις;» Θα φύγει, μου είπε. Σκέφτεται να πάει στην πόλη. Εκεί άγνωστη ανάμεσα σε αγνώστους, «θα επιβιώσω, κι εγώ κι αυτό». Μου έδειξε την κοιλιά της. « Προσπαθώ να την κρύβω για να μην με πάρει κανείς είδηση». Κατάλαβα πως κάτι φοβόταν. Δεν έκανα λάθος. «Ο Σπυράκος», είπε, «δεν ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό στον Τάσο, για να μην γίνει φασαρία. Καιρό τώρα δεν μ’ αφήνει σε ησυχία. Δεν ξέρω γιατί, αλλά, διαισθάνομαι πως ξέρει για μας».Ένα τσίμπημα φόβου χώθηκε μέσα μου. « Τι υποψιάζεσαι;» « Τον αισθάνομαι πίσω μου να έρπει σαν την οχιά. Ακόμη και τώρα, που όλοι λένε πως εξαφανίστηκε. Εγώ πιστεύω πως κάπου εδώ γύρω κρύβεται .Νιώθω ανεπανόρθωτα μόνη και εγκαταλειμμένη. Προχθές το βράδυ, όταν περπατούσα μες το σκοτάδι για να φτάσω στα μνήματα με τεντωμένο τ’ αυτί μου να πιάσει τον οποιοδήποτε ήχο έξω από τον ακανόνιστο ρυθμό των βημάτων μου, αντιλήφθηκα ένα συνεχή θόρυβο πίσω μου, κάτι σαν συμβάδισμα με την περπατησιά τη δική μου. Σταμάτησα απότομα και έστησα αυτί. Ο θόρυβος συνεχίστηκε για δευτερόλεπτα και μετά σταμάτησε απότομα. Προχώρησα ξανά, προσπαθώντας να ηρεμήσω το σφυροκόπημα της καρδιάς μου. Ο βηματισμός συνεχίστηκε. Σταμάτησα απότομα και σε δευτερόλεπτα σταμάτησε το ακροπάτημα πίσω μου. Τότε βεβαιώθηκα, κάποιος με παρακολουθούσε. Επιτάχυνα το βήμα και έκανα έναν μικρό κύκλο για να γυρίσω στο σπίτι μου. Δεν μπορούσα να το διακινδυνέψω να πάω στον Τάσο. Ο Αζόρ εκείνη τη νύχτα δεν έβαλε μέσα γλώσσα. Κάποιος τριγύριζε γύρω απ’ το σπίτι. Ήταν εκείνος, είμαι βέβαιη»
18/10/42 « Έχω μια αίσθηση θυμού και απόγνωσης, που δεν μπορώ να ελέγξω. Τις νύχτες, όταν η σιωπή σφιχταγκαλιάζει το χωριό, σέρνομαι κάτω απ’ τη φτελιά, κάθομαι στη μεριά που πάντα καθόμουν κρατώντας ζεστό δίπλα μου το αποτύπωμα των μηρών σου. Σε μισώ που με άφησες μόνη μου... »
19/10/42 « Προσπαθώ να σκεφτώ, μα νιώθω μέσα στο κεφάλι μου ένα δυνατό πόνο σαν να το έβαλα σε μέγγενη. Τι θα έκανες εσύ;»
25/10/42 « Το κεφάλι μου πονάει ανυπόφερτα. Είναι απόγευμα. Είμαι μόνη, η μάνα μου είναι στο σπίτι σας. Κάνει παρέα στη δική σου. Νιώθω τόσο καταβεβλημένη, που θέλω συνέχεια να κλαίω. Μου λείπεις αφόρητα. Στο ξανάπα; Μου λείπει το γέλιο σου, η αισιοδοξία σου, μου λείπει η εικόνα σου καθισμένος πάνω στη διχάλα της φτελιάς με τις πιτσιλιές του ήλιου άλλοτε ακινητοποιημένες κι άλλοτε να τρεμοπαίζουν πάνω στο πουκάμισό σου, μου λείπει η αγάπη σου, κι ας μην ήταν όπως την ήθελα. Μου λείπει η παρουσία σου. Περίμενε, έρχεται η μάνα μου. Φαίνεται αναστατωμένη…(Λίγο αργότερα) Η μάνα μπήκε κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ακούμπησε την πλάτη πάνω της. Με κοίταξε σαν χαμένη. « Τι έγινε;», ρωτώ. «Η Λέγκω έπνιξε την Πηνελόπη στη κάτω βρύση!». Στην αρχή δεν κατάλαβα. « Τι λες, βρε μάνα, τρελάθηκες;» Όχι, Τάσο, δεν είχα τρελαθεί. Η μάνα σου έπνιξε την Πηνελόπη με το σεγκοντάρισμα του χωριού. Μ’ άφησε εμβρόντητη και ξαναβγήκε. «Όλο το χωριό είναι μαζεμένο στο σπίτι της Λέγκως. Πρέπει να αποφασίσουμε τί πρέπει να κάνουμε», μου είπε. Πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι, πρέπει να πάω κι εγώ.

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2008

Συνέχεια Νο 12

Ούτε για δευτερόλεπτο έμεινε άδειο το σπίτι της Λέγκως. Όλο το χωριό περνούσε καθημερινά από κει, κρατώντας πάντα κάτι για κείνη. Πότε φαγητό, πότε γάλα, πότε καφέ. Οι δυο φίλες της ανάλαβαν την περιποίηση των ανθρώπων που μπαινοβγαίνανε . Οι καφέδες μπόλικοι. Οι δουλειές του σπιτιού άρχιζαν και τέλειωναν απ’ τις γυναίκες. Οι άντρες καθάριζαν το μαντρί και περιποιούνταν τα ζώα. Ανάλαβαν ακόμα και τη σπορά των χωραφιών. Οι γυναίκες μόλις τέλειωναν με τις δουλειές του σπιτιού, έπαιρναν τα εργόχειρά τους και κάθονταν μέσα, κοντά στη Λέγκω να της κάνουν παρέα. Οι άντρες κάθονταν στα χόρτα της αυλής και κάθε τόσο έβγαζαν τις ταμπακέρες τους και έστριβαν τσιγάρο, το έβρεχαν με την γλώσσα τους και το έβαζαν στο στόμα. Σαράντα μέρες κράτησε όλος αυτός ο σαματάς στο σπίτι της Λέγκως. Η ίδια δεν ήταν εκεί, δεν ήταν στο σπίτι όπου το γέμιζαν καθημερινά τόσοι άνθρωποι. Το άδειο της σχήμα ήταν μόνο εκεί. Έτρωγε το φαγητό που της ετοιμάζανε δίχως να νιώθει τη γεύση του, ξάπλωνε στο κρεβάτι να κοιμηθεί χωρίς να αισθάνεται αν το στρώμα του είναι μαλακό ή σκληρό. Η Λέγκω απουσίαζε απ’ το δωμάτιο, απ’ το σπίτι, το γεμάτο ανθρώπους. Ύστερα απ’ το σαραντάμερο άρχισαν να αραιώνουν τις επισκέψεις οι χωριανοί, ώσπου έμειναν μόνο οι δυο φίλες της. Η Αναστασία και η Σπυριδούλα. Φοβόντουσαν να την αφήσουν τελείως μόνη, άνοιγαν διάφορες συζητήσεις με την ελπίδα να την κάνουν να ενδιαφερθεί για κάτι. Άδικος κόπος. Η Λέγκω έμενε αμέτοχη κι αδιάφορη σ’ όλες τις προσπάθειές τους. Λέξη δεν έβγαλε απ’ το στόμα της απ’ την μέρα της κηδείας. Το βλέμμα της έμενε ακίνητο για ώρες κάτω στο πάτωμα κι οι φίλες της έβλεπαν μόνο τη μύτη της να ξεπροβάλει κάτω απ’ το σφιχτοδεμένο μαύρο τσεμπέρι. Τίποτα δεν την άγγιζε. Εκείνο το θεόρατο κορμί της μάζεψε, μίκραινε κι έγινε ένα στοιβαγμένο κρέας σκεπασμένο με μαύρο ρούχο. Τα δυνατά της χέρια ξεχώριζαν μέσα από τα μανίκια της μάλλινης ζακέτας της, αδύνατα και εύθραυστα, να τινάζονται αδύναμα. Ολόκληρο το κορμί της τιναζόταν μπρος πίσω. Μια άβυσσος χρόνου τη χώριζε απ’ το όλο ζωντάνια πλάσμα που ήταν πριν το θάνατο του γιου της. Το μόνο διάλειμμα απ’ την ακινησία του κορμιού της, ήταν το περπάτημα στον κήπο, να ψάχνει χνάρια απ’ τις πατημασιές του Τάσου, που ίσως την προηγουμένη της είχαν ξεφύγει .
Ώσπου μια μέρα μες τα μουρμουρητά των δυο φιλενάδων της που μιλούσαν στην κουζίνα, άκουσε το όνομα της Πηνελόπης. Ασυναίσθητα τέντωσε την προσοχή της. «Πήγαινε στη βρύση σου λέω,»είπε η Αναστασία. «Α! την πρόστυχη, πως δεν ντράπηκε να βγει στον κόσμο;»απάντησε η άλλη. Τότε ήταν που σηκώθηκε απ’ το ντιβάνι και πήγε στην πόρτα της κουζίνας. Οι γυναίκες την κοίταξαν ξαφνιασμένες. «Τι είναι Λέγκω;»μίλησε η μία. «Ποιος πήγε στη βρύση;»ρώτησε και οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. «Αυτή η βρώμα», απάντησε η Αναστασία. «Πότε;» ξαναρώτησε η Λέγκω και η φωνή της ξαφνικά ακούστηκε δυνατή όπως πρώτα. «Πριν από λίγο», είπε η γυναίκα, κι εκείνη είχε βγει κιόλας απ’ την πόρτα. «Λέγκω», φώναξε η Αναστασία από πίσω της, μα αυτή δεν άκουγε τίποτα άλλο απ’ το, «πριν από λίγο». Την έβλεπαν να περπατάει μπροστά τους στητή με αποφασιστικό βήμα και θυμήθηκαν την παλιά Λέγκω με το αλογίσιο περπάτημα. Οι φίλες της φοβισμένες την ακολούθησαν, μα καμιά τους δεν μπορούσε να τη προφτάσει, έτσι, καθώς πηδούσε τα λιθάρια και τα χαντάκια του δρόμου. Όσους συναντούσαν στο δρόμο τις ακολουθούσαν, βέβαιοι πως κάτι κακό θα συνέβαινε στο τέλος αυτού του δρόμου. Από μακριά είδαν την Πηνελόπη να γεμίζει τις στάμνες της. Την είδε πρώτη η Λέγκω. Στάθηκε και την κοίταξε για λίγο, όσο για να πάρει μια ανάσα. Έφτασε κοντά της και κείνη γύρισε τρομαγμένη και την κοίταξε. Τα ρουθούνια της ανοιγόκλεισαν ανεπαίσθητα. Η έκφρασή της, έκφραση κυνηγημένου ζώου που το παγιδεύσανε. Παράτησε τη στάμνα και στάθηκε αντίκρυ της, δαρμένη απ’ τον φόβο που κυρίευσε το ανατριχιασμένο της κορμί. Τα δυο πρόσωπα αντίκρυ το ένα απ’ το άλλο. Το ένα φοβισμένο, πανικόβλητο, το άλλο αλλοιωμένο από ένα μορφασμό μιας άφωνης κραυγής που δεν την ακούς, αλλά την βλέπεις.
Η Λέγκω, αντιλήφθηκε το φόβο μέσα στα μάτια της άλλης, αλλά πίσω από το φόβο πρόσεξε και μια ψυχρή κι σχεδόν απρόσωπη κακία, κάτι σαν παλιά παρουσία μέσα τους και απόρησε πως τόσα χρόνια δεν την είχε παρατηρήσει. Τα μάτια της μίκρυναν, έγιναν μία σχισμή. Απότομα έσκυψε και πήρε μια πέτρα και την εκσφενδόνισε κατευθείαν στο κεφάλι της, έπειτα, και πριν συνέρθει η άλλη έσκυψε και πήρε αυτή φορά και με τα δυο της χέρια ότι πέτρες βρέθηκαν μπροστά της και τις έριξε κι αυτές κατευθείαν στο κεφάλι της. Η Πηνελόπη, στην προσπάθεια να γλιτώσει απ’ την μανία της, γλίστρησε πάνω στα χυμένα νερά, σκόνταψε κι έπεσε το μισό κορμί της στη μαγάρα του στάσιμου από χρόνια νερού, μέσα στην τεράστια γούρνα που είχε κάτω η βρύση. Τίποτα όμως δεν σταματούσε τη Λέγκω. Οι πέτρες έπεφταν βροχή πάνω στο κεφάλι της Πηνελόπης, χωρίς να της δώσει την ευκαιρία να τραβηχτεί απ’ την γούρνα. Το νερό κοκκίνισε απ’ το αίμα μα αυτό δεν σταμάτησε την οργή της Λέγκως. Το κεφάλι της Πηνελόπης άνοιξε και τα αίματα γέμιζαν τα μάτια της στην προσπάθειά της να το κρατήσει πάνω απ’ το νερό. Προσπαθούσε να πιαστεί από κάπου για να ισορροπήσει το κορμί της που γλιστρούσε στα γλοιώδη τοιχώματα της γούρνας. «Φόνισσα, σταμάτα» φώναζε πανικόβλητη, πιασμένη στα δίκτυα της αγωνίας, καταπίνοντας νερό και αίμα μαζί. «Δεν το κάναμε εμείς. Δεν φταίμε εμείς, οι Γερμανοί….» Η φωνή της πνίγηκε, πανικοβλήθηκε για τα καλά. Η φριχτή υποψία πως εκείνα τα λόγια θα ήταν τα τελευταία της, πέρασε από το μυαλό της σαν αστραπή. Ξαφνικά, με την άκρη του ματιού της, είδε τους συγχωριανούς τους, που έστεκαν παραπέρα και τις παρακολουθούσαν κι ένιωσε την ελπίδα να φουντώνει μέσα της. «Βοήθεια!» φώναξε, μα ούτε εκείνη, τη μοναδική στιγμή τρόμου της, οι άνθρωποι που βρίσκονταν στην ακτίνα της φωνής της, λες και είχαν πεθάνει, δεν την άκουγαν. Η ελπίδα πήδησε από μέσα της τρομαγμένη. «Είμαι χαμένη,» σκέφτηκε και ένιωσε τα χέρια της Λέγκως να της πιέζουν το κεφάλι. Το τεράστιο πόδι της δρασκέλισε το κορμί της, που τώρα το έσφιγγε ανάμεσα στα σκέλια της. Η Λέγκω έβλεπε το νευρώδη σώμα της να χτυπιέται ανάμεσα στα πόδια της, το πρόσωπό της να μορφάζει αγριεμένο, πανικόβλητο, η φωνή της ένα διαπεραστικό κρώξιμο και το αίμα να τρέχει ανεμπόδιστο όπου το άλικο σχημάτιζε σχέδια σαν τις νευρώσεις του μαρμάρου πάνω στο καφετί, θολό νερό της γούρνας. Χτυπιόταν πάνω στα γλινερά τοιχώματα της γούρνας, μα τα χέρια της Λέγκως πατούσαν το κεφάλι της, κρατώντας το κάτω απ’ το νερό και χαλάρωσαν μόνο όταν το κορμί ημέρεψε και σταμάτησε να χτυπιέται ανάμεσα στα πόδια της. Ξεκόλλησε από πάνω της όταν η τελευταία φυσαλίδα από την αναπνοή της ανέβηκε στην βρωμερή επιφάνεια. Κοίταξε για μια στιγμή το αίμα που έτρεχε απ’ το χτυπημένο κεφάλι της Πηνελόπης και διαλύονταν στο νερό και γίνονταν ροζ. Ύστερα έλυσε την μαντίλα της που είχε πέσει στο λαιμό της, την ξανάδεσε στο κεφάλι της, αφήνοντας τη μικρή σχισμή κοντά στη μύτη και ξεκίνησε για το σπίτι. Το κορμί της θαρρείς και ξαναπήρε την παλιά του μορφή, έγινε τεράστιο.