Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

Συνέχεια Νο 19

Τασούλα
Το τετράδιο είχε άλλα τέσσερα φύλλα κενά. Πρόσεξα τα χέρια της Τασούλας, έτρεμαν ελαφρά. Κατέβασε τα γυαλιά από τα μάτια της και τα στήριξε πάνω στο κεφάλι της. Έτριψε τα μάτια με τις παλάμες της. «Δεν πρόλαβε να φύγει την άλλη μέρα», είπε, «την έπιασαν φρικτοί πονοκέφαλοι και ανέβασε υψηλό πυρετό. Οι γονείς σου την πήγανε στο Νοσοκομείο του Κιλκίς. Είχε μπει στην τελευταία παράγραφο της ζωής της, αλλά εμείς δεν το υποψιαζόμασταν.»
Η σκέψη ήταν οδυνηρή, σήκωσε το χέρι της μπροστά απ’ το πρόσωπό της σαν να ‘θελε να διώξει ένα ενοχλητικό έντομο. Σηκώθηκε τραβώντας την καρέκλα της προς τα πίσω. « Νομίζω πως μας χρειάζεται ένας ζεστός καφές», προχώρησε προς τον πάγκο της κουζίνας. Τα χέρια της δούλευαν μηχανικά. Γέμισε την κανάτα με νερό και την άδειασε στην μηχανή του καφέ. Άνοιξε ένα βάζο και μέτρησε τρεις κουταλιές καφέ που τις έριξε μέσα στο φίλτρο, που ήταν έτοιμο στην ειδική υποδοχή της καφετιέρας, πάτησε το κουμπί και άναψε το φωτάκι. Είχαμε στυλώσει κι οι δυο, το βλέμμα μας στην τρύπα από όπου θα άρχιζε να χύνεται ο καφές. « Εκείνο το βράδυ που πέθανε η Ελένη, εγώ το είδα στον ύπνο μου», είπε, « ήταν κοντά μεσάνυχτα κι είχε πιάσει να βρέχει όταν ξύπνησα μες τη νύχτα μούσκεμα, με τα μαλλιά μου λουσμένα στον ιδρώτα, κοντανασαίνοντας. «Ήταν όνειρο», σκέφτηκα με ανακούφιση και σε λίγο με ξαναπήρε ο ύπνος. Ξύπνησα από μια τρομερή κραυγή. Ήταν της μάνας σου. Και μετά ακολούθησαν σπαρακτικά ουρλιαχτά. Τρομοκρατήθηκα και μισοσηκώθηκα στο κρεβάτι. Οι κραυγές κι οι λυγμοί ακούγονταν πολύ δυνατά, σαν έξω απ’ την πόρτα μας. Είδα τη μάνα μου να πετιέται απ’ το κρεβάτι- ο μπαμπάς μου ήταν στο βουνό-, έβαλε τη ζακέτα της πάνω απ’ το νυχτικό, «Αση Αναστασίας κες ακούετεν! Ωι! να ιλλί εμέν»,( Απ’ της Αναστασίας ακούγεται; Αλίμονο μου!) και χωρίς να περιμένει απάντηση άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε. Κοίταξα το μικρό ρολόι πάνω στο τραπέζι. Η ώρα ήταν πέντε. Σηκώθηκα γρήγορα, έβαλα κι εγώ τη ζακέτα μου και βγήκα ξυπόλητη στην αυλή, ανατριχιάζοντας με την αίσθηση της παγωμένης και υγρής γης, απ’ το πρωινό πούσι, στα πόδια μου. Οι συγκλονιστικοί, ποντιακοί, αλαλαγμοί ακούγονταν απ’ τον μαζεμένο κόσμο μπροστά στο σπίτι σας. Το τρεμάμενο φως της λάμπας, που ήταν ακουμπισμένη πάνω στο βαρέλι, έξω στην αυλή, φώτιζε τις ανάσες των ανθρώπων σχηματίζοντας γύρω απ’ τα πρόσωπά τους μικρά άσπρα συννεφάκια, που εμφανίζονταν κι εξαφανίζονταν αμέσως. « Η Ελένη,» είπα μέσα μου και ο βραδινός εφιάλτης ξαναζωντάνεψε στο μυαλό μου. Έτρεξα στο σπίτι σας με τη βεβαιότητα πια, πως κάτι μη αναστρέψιμο είχε γίνει. Ήταν Πρωταπριλιά και ήταν σαν ψέμα ».
Η κανάτα είχε γεμίσει. Γέμισε τις δυο κούπες. Τις ακούμπησε στο τραπέζι μπροστά μου και ξανάκατσε. Πήρε στα χέρια της το τετράδιο και το ακούμπησε στο στήθος της. « Το φαντάζεσαι; Ονειρεύτηκα το θάνατό της!». Άφησε το τετράδιο και έπιασε την κούπα με το ζεστό καφέ στη χούφτα της ρουφώντας την πρώτη γουλιά. Ρούφηξα κι εγώ απ’ τον δικό μου. Ο καυτός καφές μας ηρέμησε λίγο. « Πες μου τι θυμάσαι για την Ελένη», την παρακάλεσα. Με κοίταξε. Ανίχνευσα εκείνα τα μάτια. Στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε το χρώμα ενός πόνου που, μάλλον δεν έφυγε. Σηκώθηκε με την κούπα στο χέρι της και τράβηξε την κουρτίνα απ’ το παράθυρο. Κοίταξα κι εγώ έξω παραξενευμένη. Η βροχή όρμισε ξαφνικά, δίχως κεραυνό χωρίς προειδοποίηση. «Κι εκείνη τη μέρα, έτσι ξαφνικά ήρθε η βροχή. Σαν να ήθελε να συμβάλει στο πένθος του χωριού». Γύρισε πάλι κοντά μου και ακούμπησε τον καφέ στο τραπέζι. Με κοίταξε, «γι’ αυτά δεν μίλησα ποτέ σε κανέναν», μου είπε κι έκατσε.
«Στην αρχή, ήταν η ζήλεια που ένιωθα για τους δυο τους, που ήταν αγαπημένοι και τόσο ταιριαστοί. Για την Ελένη και τον Τάσο, λέω. Ήταν κι δυο δυνατοί, τολμηροί-παράτολμοι, πολλές φορές-, ευαίσθητοι με τα ίδια πράγματα και την ίδιες υπερβολικές δόσεις ιδεολογίας, ζωντανοί, απίθανα ενεργητικοί. Μεταφέρανε τα τσουβάλια με το σιτάρι ή το αλεύρι, πάνω στους ώμους τους. Έσκαβαν και φύτευαν τη γη μαζί. Μια τη δική σας γη μια της Λέγκως. Σαν δυο άνδρες, φίλοι. Έτσι έβλεπε την Ελένη ο Τάσος. Ήταν ο καλύτερος του φίλος. Όπως και για εκείνη, ο Τάσος, ήταν η καλύτερη της φίλη. Ακόμα κι οι σιωπές τους, όταν τους κοιτούσα από το παράθυρό μας να κάθονται κάτω απ’ το δέντρο και να χαζεύουν το βάθος του δρόμου δίχως να μιλούν μεταξύ τους, ακόμα κι εκείνες οι σιωπές ήταν ασύλληπτα ενωτικές. Ακολουθούσε ο ένας τον άλλον, όπως ο σκύλος τ’ αφεντικό του. Όσο ήμασταν μικροί, τους παρακολουθούσα από την ανοιχτή πόρτα του αχερώνα σας να παίζουν και να κυνηγιούνται, ρίχνοντας άχυρα ο ένας στον άλλον ή τρώγοντας ξερά φρούτα, που η μάνα σας αποθήκευε για το χειμώνα. Αργότερα, μεγάλοι πια, τους παρακολουθούσα ξαπλωμένους κάτω απ’ τη μεγάλη φτελιά να μιλάνε και να πειράζονται ή καθισμένους πάνω στα άχυρα, στο εσωτερικό του αχερώνα, με τις κίτρινες χρυσαφένιες ακτίνες του ήλιου να μπαίνουν από τα χωρίσματα της λαμαρινένιας σκεπής και να πέφτουν πάνω τους.» Με κοίταξε με πόνο. «Τους ζήλευα αφόρητα, ζήλευα τη σχέση τους. Τότε ήμουν για εκείνους η γειτόνισσα, η συνομήλικη τους, ένα κορίτσι σαν όλα τα κορίτσια του χωριού. Πολύ αργότερα, λίγο πριν μπουν οι Γερμανοί στο χωριό, την περίοδο του Αλβανικού πολέμου, μας ένωσε η αδικία εναντίον της χώρας μας, κυρίως την περίοδο των Γερμανών. Ήταν η περίοδος που είχαμε γίνει μια γροθιά οι τρεις μας. Πολύ αργότερα μπήκε στην παρέα μας κι η Νίκη. Ήταν οι εποχές που ήμασταν σίγουροι πως οι αγώνες μας θα κερδηθούν. Τότε δεν φανταζόμασταν ότι θα γερνούσαμε και δεν θα βλέπαμε, παρά ελάχιστους αγώνες να κερδίζονται. Παρ’ όλα αυτά τις νοσταλγώ τις μέρες εκείνες, νοσταλγώ τις δυνατές συγκινήσεις που μας εμπότισε η είσοδος των Γερμανών στη χώρα μας, τεντώνοντας την ευθικτότερη χορδή μας και νιώθω θλίψη για τη σημερινή ψυχική στείρωση που μας κατέχει. Εκείνο τον καιρό άρχισαν να γεννιούνται μέσα μου συναισθήματα για τον Τάσο». Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο ροζ τετράδιο. «Δεν φανταζόμουν ότι τα ίδια αισθήματα μπορούσαν να διατρέχουν και την ψυχή της Ελένης. Όπως, φαντάζομαι, πως κι εκείνη δεν υποψιάστηκε κάτι για μένα. Δεν ήταν εποχή που διαλαλούσε κανείς τα συναισθήματά του. Την ιστορία της Νίκης με τον Τάσο μου την είπε μέσα στο νοσοκομείο, τις μέρες εκείνες που υποψιάστηκε πως δεν θα μπορούσε να φανεί συνεπής με την υπόσχεσή που είχε δώσει στον Τάσο, σχετικά με τη Νίκη, γιατί οι διαπεραστικοί πονοκέφαλοι που την έπιαναν καθημερινά και συνεχίζονταν χωρίς διάλειμμα για μέρες, δεν την άφηναν περιθώρια για να σκεφτεί τίποτα άλλο.
«Νιώθω, κάποιες φορές, τον θάνατο να καλπάζει πάνω μου», μου είπε ένα βράδυ «τον νιώθω να με σφίγγει το σώμα τόσο που εμποδίζει τον αέρα να μπαίνει μέσα μου και τότε φοβάμαι. Όσο ήμασταν στο βουνό, δεν θυμάμαι ποτέ να τον φοβήθηκα, νομίζω πως δεν τον σκέφτηκα, καν. Ή μήπως εκεί πάνω, τον θεωρούσαμε φυσιολογικό, αποδεχτό, ίσως. Μια φυσική εξέλιξη, που μπορεί να ήταν χωμένη στο βάθος του μυαλού μας και απλώς δεν τη βγάζαμε στο φως». Το κορμί της φλογιζόταν από τον πυρετό, τα μάτια της γυάλιζαν τεράστια από την απορία. Οι λυγμοί της συγκλονιστικοί. Το πρόσωπό της, ταλαιπωρημένο από τον πόνο, αποστεγνωμένο από την αρρώστια, η βραχνή φωνή της σ’ εκείνους τους λυγμούς που έμοιαζαν με κλάμα μικρού παιδιού, η παράκληση στους γιατρούς, « είμαι πολύ νέα για να μ’ αφήσετε να πεθάνω» κι η απορία της, «είναι δυνατόν να πεθάνω στα δεκαεννιά μου χρόνια μέσα σ’ ένα νοσοκομείο;» « Μη λες ανοησίες», της έλεγα. «Μια αρρώστια είναι, θα περάσει, θα το δεις». Το πίστευα στ’ αλήθεια. Ούτε για μια στιγμή, εκείνες τις πρώτες μέρες, δεν πέρασε απ’ το μυαλό μου το ενδεχόμενο του θανάτου της. « Πρέπει να βοηθήσεις τη Νίκη», μου είπε κάποια στιγμή. «Έμεινε μόνη τώρα, φαντάζεσαι πως θα νιώθει;» Έκανε ένα μορφασμό πόνου και έπιασε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια. Ένιωθε ένα σφυρί να χτυπάει το αμόνι του μυαλού της και κάθε λίγο βογκούσε. «Τι έπαθε η Νίκη;» ρώτησα. Τότε μου τα είπε όλα. «Νομίζω πως ετοιμάζει μια λάθος κίνηση, μια επανάσταση εναντίον της μοίρας της», συμπλήρωσε στο τέλος, «θέλει να κρατήσει το παιδί.» Βόγκηξε πάλι. «Πρέπει να τη σταματήσουμε».
Πέρασαν αρκετές μέρες και δεν μπορούσα ούτε να σκεφτώ να πάω την Νίκη, γιατί το μόνο που με απασχολούσε ήταν η Ελένη, που η ματιά της με έδιωχνε, δεν άντεχε να βλέπει τη συμπόνια μου. Είχα συνειδητοποιήσει πια ότι θα τη χάναμε. Το έβλεπα μες τα μάτια της κάθε μέρα. Ο θάνατος έμοιαζε να κυκλοφορεί μέσα σε κείνα τα τεράστια μάτια και να μεταφέρεται σε όλο το κορμί της γρήγορα, όπως μεταφέρεται, μέσα απ’ τον υδραγωγό, το νερό. Το έβλεπα και στα μάτια του πατέρα σου, που καθισμένος στο προσκέφαλο της, όλη τη μέρα κι όλη τη νύχτα, να κοιτάζει το πρόσωπό, τα μαύρα μακριά της μαλλιά χυμένα πάνω στο μαξιλάρι, τα χέρια της με τα μακριά υπέροχα δάχτυλα απλωμένα κατά μήκος του κορμιού της. Πότε- πότε τα έπιανε και τα έτριβε μέσα στις τεράστιες, δουλεμένες παλάμες του. Άλλες φορές έσκυβε και ακουμπούσε πάνω τους τα χείλη του. Άλλες φορές, αδέξια τα χέρια του προσπαθούσαν να ισιώσουν το σεντόνι πάνω στο πονεμένο σώμα της, ισιώνοντας τις ζάρες που σχηματίζονταν πάνω της. Κι ύστερα σηκώνονταν σιγά- σιγά και μάκραινε απ’ το κρεβάτι της με βήμα νεκρό, τα μάτια του τεράστια, θολά από τα δάκρυα, το πρόσωπό του ξέθωρο μέσα στο μισοσκόταδο του δωματίου, ίδιο με το στοκαρισμένο τοίχο του θαλάμου, κρεμούσε τα χέρια του στα πλευρά του, άλλοτε τα τρίβε πάνω στο παντελόνι του, πότε την παλάμη και πότε την ανάστροφη. Τα μάτια της Ελένης τον ακολουθούσαν και δάκρια κυλούσαν απ’ την άκρη του ματιού της και κρύβονταν μέσα στα πυκνά μαλλιά της.
Η μάνα σου ακίνητη στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι της, καταρρακωμένη με τα χέρια παράλυτα, παρακολουθούσε τα μάτια της, δυο φλόγες, πια, που φωτοβολούσαν για λίγα δευτερόλεπτα κι έπειτα έσβηναν σαν να περνούσε ανεμόσυρμα και τα φύσαγε.
Ένα πρωί, σαν αστραπή, η φήμη του βιασμού της Νίκης, μπήκε στα σπίτια μας και μας πάγωσε όλους. Ήταν πρώτη φορά που οι χωριανοί καλούνταν να αντιμετωπίσουν ένα γεγονός βίας, που δεν είχε σχέση με τον πόλεμο, με τα χωράφια, με τα ζώα. Στο χωριό δεν συνέβη ποτέ περιστατικό παρόμοιο που να είχε σχέση με την ηθική. Η οργή θέριεψε μέσα τους και τους έπνιγε. Η μάνα μου χτυπιώταν και μουρμούριζε όλη τη μέρα για, « το ορφανόν που εντόκενα (το χτύπησε) η μοίρα», για «το σσκυλίν που εφέκαμα αδέσποτον ν’ αλωνίζ χωρίς να επορούμε να κρεμάνουμα σην πλατείαν,» (το σκυλί που το αφήνουμε αδέσποτο ν’ αλωνίζει, χωρίς να μπορούμε να το κρεμάσουμε στην πλατεία), για «η σσκύλαν που εγέντσεν αήκον θερίον, κακόχρονον ν’ εσχ»,(τη σκύλα που γέννησε τέτοιο θηρίο, κακόχρονο να ’χει), «σκατά σην ψυν τ’ αποθαμέντσας που εφέκεν δύο οφίδε σο χωρίονε μουν.» (σκατά στην ψυχή της πεθαμένης, που άφησε δυο φίδια στο χωριό μας), εννοώντας τη γριά που τους είχε αφήσει την περιουσία της. Το ίδιο βράδυ πήγα να τη δω. Έβρεχε καταρακτωδώς Ο αέρας που είχε σηκωθεί ξαφνικά, ανακάτευε σύννεφα, στάλες βροχής, ψίθυρους και βογκητά της νύχτας. Απόφυγα τον κεντρικό δρόμο, που μπορούσαν να με δουν και πήρα το μονοπάτι μες τα δέντρα που σχημάτιζαν κινούμενες σκιές και το θρόισμά των φύλλων από τη βροχή, δημιουργούσε θορύβους ύποπτους που με τρόμαζαν. Ήταν όμως εκείνη τη στιγμή, ο πιο ασφαλής δρόμος για μένα και με μια παράκαμψη θα βρισκόμουν στο σπίτι της Νίκης. Τα ρούχα μου είχαν γίνει μούσκεμα. Μέσα στο παχύ σκοτάδι και με τη βροχή να μου μαστιγώνει το πρόσωπο, αντίκρισα σε λίγα λεπτά την πόρτα του κήπου. Μπήκα και ασυναίσθητα έστησα αυτί για ν’ ακούσω το γαύγισμα του Αζόρ. Από νωρίς είχα μάθει από την μάνα μου πως τον είχαν σκοτώσει, αλλά εκείνο το σκυλί ήταν μέρος της ζωής της Νίκης. Τμήμα του κήπου της, κομμάτι του εαυτού της. Πάντα τους έβλεπες μαζί. Πρώτα έσκαγε μύτη ο Αζόρ και από πίσω, πριν καλά- καλά σκεφτούμε, «έρχεται η Νίκη», εμφανιζόταν εκείνη κι εμείς γελούσαμε. Άγγιξα το πόμολο της εξώπορτας κι εκείνη αμέσως υποχώρησε. «Νίκη», φώναξα. Το κίτρινο φως της λάμπας φώτιζε το μαζεμένο κορμί της πάνω στο ντιβάνι. Το κεφάλι της γερμένο στο πλάι έδειχνε σαν να την είχαν απαγχονίσει. Τα τεράστια μάτια της με παρακολουθούσαν χωρίς να δείχνουν αν με είχαν αναγνωρίσει. «Νίκη», ξανάπα και πήγα κοντά της. Τραντάχτηκε το σώμα της, συσπάσθηκε το πρόσωπό της. Ξαφνικά μ’ αναγνώρισε, μου έτεινε τα χέρια της κι εγώ έτρεξα κοντά της. Γαντζώθηκε πάνω μου βγάζοντας απ’ τον στόμα της έναν ήχο πληγωμένου ζώου. Έκατσα δίπλα της αμίλητη, αγκάλιασα το κορμί της που έτρεμε μες τα χέρια μου. Το πρόσωπό της ήταν τόσο εύθραυστο που νόμιζα πως θα έσπαγε αν το ακουμπούσα. Το δέρμα της χλωμό κι η όψη του αρρωστιάρικη. Οι λυγμοί φούσκωναν ασταμάτητα στο λαιμό της. «Γιατί δεν βάζεις το σύρτη από μέσα;» τη ρώτησα. «Τι άλλο μπορεί να με κάνει;» ψιθύρισε. « Ποιος ήταν;» τη ρώτησα μ’ όλο που ήξερα την απάντηση. « Ο Σπυράκος», απάντησε.
Δεν μου μίλησε για εκείνο το βράδυ. Το μόνο που μου είπε ήταν πως έπρεπε να φύγει, «γιατί όταν ένας άνθρωπος σκοτώνει ένα ζώο δεμένο που δεν μπορεί να τον πειράξει, πρόκειται για τέρας και δε θα μ’ αφήσει σε ησυχία. Ξέρει και για το μωρό».
Η Τασούλα ρούφηξε μια γουλιά απ’ τον καφέ της. «Ο Αζόρ την πόνεσε πολύ. Σε δύο μέρες και λίγο πριν πεθάνει η Ελένη, εκείνη το έσκασε απ’ το χωριό».