Σάββατο 31 Μαΐου 2008

Συνέχεια 8ο Η Λέγκω

Από το 1922 ως το 1924 έφτασαν μεμονωμένοι ή σε μικρές ομάδες στην αρχή, με κάρα, ζώα, βάρκες, καΐκια, ακόμα και με τα πόδια αργότερα, σε κακό χάλι, βρώμικοι, ματωμένοι, πεινασμένοι, άθλιοι, χιλιάδες κυνηγημένοι, βιασμένοι, ορφανεμένοι, καταποντισμένοι δίχως περιουσίες, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, αναζητώντας ένα μέρος για να κρύψουν τον θυμό τους, τον πόνο τους, την απελπισία τους. Στην αρχή πέρασαν από στρατόπεδα καραντίνας, κάπου στο Καραμπουρνάκι, όπου τους κράτησαν απομονωμένους για μήνες, μέσα σε άθλιες συνθήκες, με τον φόβο μην μεταδώσουν στους ντόπιους καμιά μεταδοτική, ανατολίτικη ασθένεια κι αφού πέθαναν αρκετοί, εξασθενημένοι από την απίστευτη ταλαιπωρία, συστάθηκε μια υπηρεσία, η οποία προγραμμάτισε και πραγματοποίησε όπως- όπως την μόνιμη προσφυγική εγκατάσταση τους. Άλλους τους κράτησαν στην πόλη, άλλους σε συνοικίες και άλλους τους στείλανε σε χωριά. Ήταν η εποχή που υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάνης, για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μια μικρή ομάδα απ’ αυτούς, όλοι Πόντιοι, εγκαταστάθηκε και ρίζωσε στο μικρό χωριό της Μακεδονίας. Ανάμεσα τους κι οι γονείς της Λέγκως.
Το μικρό χωριό ήταν πνιγμένο στο πράσινο κι είχε άφθονα νερά. Εκεί οι πρόσφυγες βρήκαν πέντε οικογένειες Βλάχων και τριών ντόπιων Το έφορο έδαφος του, έδωσε την δυνατότητα στην οικογένεια της Λέγκως και σ’ όλους τους συγχωριανούς τους να καταφέρουν να επιζήσουν τα πρώτα χρόνια, φτιάχνοντας τις καλύβες τους και παρόλα τα κυνηγητά των λίγων ντόπιων του χωριού και των διπλανών περιοχών που, Τούρκους τους ανέβαζαν, Τουρκόσπορους τους κατέβαζαν, αυτοί κατάφεραν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και επιζήσανε, καταφέρνοντας να αφομοιώσουν στα δικά τους έθιμα τις λίγες οικογένειες του χωριού. Η νοσταλγία της επιστροφής στην πατρίδα άργησε πολύ να βγει από τις ψυχές τους. Ήταν ένας καημός που αργοπόρησαν να του ξεφύγουν.
Οι γονείς της Λέγκως είχαν τρία παιδιά όταν έφυγαν από την πατρίδα. Δύο κορίτσια και ένα γιο, ο οποίος ποδοπατήθηκε και έπεσε στη θάλασσα στο λιμάνι της Σμύρνης, πάνω στην προσπάθεια τους να περάσουν πάνω από ένα μαδέρι που είχαν τοποθετήσει τη μια του άκρη πάνω στο κράσπεδο της αποβάθρας και την άλλη του άκρη πάνω στο καΐκι που θα τους πήγαινε στην πατρίδα, κι ανάμεσα σε δεκάδες τρομαγμένους ανθρώπους, που προσπαθούσαν κι αυτοί να μπουν στο ίδιο καΐκι πάνω από το ίδιο μαδέρι, το αγόρι έχασε το χέρι της μάνας του και η πίεση του κόσμου το έριξε κάτω. Ούρλιαζε η μάνα της Λέγκως, ανίκανη να γυρίσει πίσω, από το σπρώξιμο του κόσμου. Οι σπαρακτικές κραυγές της ενώθηκαν με τα ξεφωνητά , άλλων μανάδων, πατεράδων, αδερφών, που κάποιον δικό τους είχαν χάσει εκείνες τις στιγμές της αλλοφροσύνης. Εκείνο το άθαφτο κορμί του γιου στοίχειωνε τις νύχτες τους. Ποτέ δεν το ξεπέρασαν. Ο Λεωνίδας έμεινε μέχρι που να πεθάνουν ο μεγάλος καημός τους. Η Λέγκω και η αδερφή της η Φανή είχαν δυο χρόνια διαφορά. Η Λέγκω ήταν εντυπωσιακά ψηλή με μακριά χέρια και πόδια, ενώ η αδερφή της λίγους πόντους κοντύτερη. Κι οι δυο είχαν καστανά μακριά μαλλιά που πλαισίωναν τα γλυκά τους πρόσωπα. Αγαπημένες αδερφές, κολλημένες η μια στην άλλη. Μαζί στις δουλειές, μαζί στα χωράφια, μαζί στον καπνό, μαζί στο κέντημα, μαζί στο τραγούδι, μαζί στο διάβασμα. Σχολείο δεν πήγαιναν- πού τέτοια πολυτέλεια. Τα σχολεία της εποχής στα χωριά ανύπαρκτα και η απόκτηση γνώσεων ένα σκοτεινό τούνελ. Ο πατέρας τους, δάσκαλος στην πατρίδα, ήταν από τους ανθρώπους που άφησαν τη ζωή να τους ωριμάσει. Ήταν έκδηλο αυτό στο πρόσωπό του, που ήταν πάνω του απλωμένη μια γλυκιά εγκαρτέρηση και μια απέραντη επιείκεια για τους ανθρώπους γύρω του. Παρόλο που ήταν τότε σαράντα πέντε χρονών, φαινόταν πολύ πιο νέος, όπως συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους που καταφέρνουν να διατηρούν ως τα γεράματά τους τα συναισθήματά τους ζωντανά. Αυτός ήταν ο δάσκαλός τους. Έδινε μεγάλη προσοχή προκειμένου να αποκτήσουν πνευματική καλλιέργεια και αγωγή τα κορίτσια του. Κάθε βράδυ είχαν μάθημα. Όχι πως δεν τους άρεσε,- ο πατέρας ήταν ο αγαπημένος τους από τους δυο γονιούς και το μάθημα είχε πάντα ενδιαφέρον,- όμως ήταν πάντα κουρασμένες από τα καθήκοντα τα πρωινά και πολλές φορές με το ζόρι κρατούσαν τα μάτια τους ανοιχτά μπροστά στο κιτρινωπό φως της λάμπας, που ήταν ακουμπισμένη στο τραπέζι μπροστά τους περιτριγυρισμένη από σμήνος εντόμων γύρω της. Εικόνες σαν εκείνες, που οι δυο τους- εκείνη κι η Φανή, - στο τραπέζι της κουζίνας με τα κεφάλια τους σκυμμένα στα γραπτά, το ένα ν’ αγγίζει το άλλο, το ένα να στηρίζει το άλλο, και τον πατέρα με το βιβλίο κλεισμένο στο χέρι και με το δάχτυλο να σημαδεύει τη σελίδα, να προσπαθεί να εξαφανίσει τα νυσταγμένα ίχνη της κάθε στιγμής δίνοντας έμφαση στα λεγόμενά του, είναι φυλαχτά στην μνήμη της ψυχής της Λέγκως κι όταν τις έχει ανάγκη τις βγάζει κρυφά και τις κοιτάει. Ο πατέρας τους είχε την ικανότητα να επικοινωνεί μαζί τους χωρίς περιττά λόγια. Εισχωρούσε στις νεανικές ψυχές τους και τους έδινε δύναμη και κουράγιο. Τις άκουγε με μεγάλη υπομονή και προσπαθούσε να λύσει όλες τους τις απορίες.« Αφσατς[1] »(΄Αστες), φώναζε η μάνα τους, « μη γομόντς τα κιφαλε τουν αέραν, αύριον α πάνε σα χωράφε[2]»(Μη γεμίζεις τα κεφάλια τους με αέρα, αύριο θα πάνε στα χωράφια). Εκείνος σήκωνε τα μάτια του και την κοιτούσε πάνω από τα γυαλιά του. «Άνθρωπος αμόρφωτος, Αρετή, ξύλο απελέκητο » της έλεγε. Και εκείνη βρίσκοντας ευκαιρία τον κάρφωνε με τα λόγια της. «Είδαμεν και τε σα τα χαΐρε, που όλα ηξέρτσατα[3] »,(Είδαμε και τα δικά σου κατορθώματα, που τα ξέρεις όλα). Σιωπούσε στις επιθέσεις της «γιατί η σιωπή είναι χρυσός,» και πείσμωνε με τη μόρφωση των κοριτσιών. Τις ενθύμιζε πως, «όλα μπορούν να χαθούν στη ζωή, μα όχι η παιδεία μας.» Το δωμάτιο που κοιμόνταν και που το χρησιμοποιούσαν και σαν κουζίνα- σαλόνι, είχε κολλημένο ένα χαρτόνι που έγραφε, «Το πρώτο κεφάλαιο μιας πολιτείας είναι η παιδεία, δεύτερο η παιδεία και τρίτο η παιδεία», και δίπλα του, «Η γνώση είναι η απάντηση στο φόβο». Και βέβαια απαγόρευε στην μάνα να τα αγγίζει.
Η στενή και στοργική συνοχή με το δάσκαλο- πατέρα, δεν είχε τίποτα κοινό με τη σχέση τους με την μάνα. Εκείνη όλη της τη ζωή πάσχιζε να ξεφύγει από την φρίκη της απώλειας του γιου της. Στις κόρες της έδινε την εντύπωση πως φοβόταν την οικειότητα. Σαν να φοβόταν ότι θα το εκμεταλλευτούν, θα προσπαθήσουν να κυριαρχήσουν πάνω της. Ήταν ένα αίνιγμα η μάνα τους, που προσπαθούσανε να το λύσουνε. Ο πατέρας την δικαιολογούσε γιατί «πονάει για το θάνατο του αδερφού σας, το ξεριζωμό απ’ την πατρίδα». Τα δυο κορίτσια ήταν σφηνωμένα ανάμεσα στην προσπάθειά των γονιών τους για ένα καλύτερο μέλλον και την θλίψη τους για τις απώλειες της ζωής τους.
Ήταν δέκα έξη χρόνων η Φανή, η μεγαλύτερη κατά δυο χρόνια αδερφή της Λέγκως, όταν ένας Έλληνας της Αμερικής, τριάντα χρονών τότε, συγγενής ενός συγχωριανού τους, τη ζήτησε από τους γονείς τους να την παντρευτεί και να την πάρει μαζί του. Ο πατέρας αντέδρασε αμέσως αρνητικά. Η μάνα, πιο πρακτική, επιστράτευε όλη την λογική της, αντιλαμβανόμενη πως η μοίρα των κοριτσιών της δεν θα εμφανίσει στο μέλλον ενδείξεις αλλαγής, και δεν ήθελε να αφήσει την ευκαιρία αυτή να πάει χαμένη. Ο γαμπρός ήταν πλούσιος, με καλές συστάσεις και δεν είχε σκοπό να αφήσει κανέναν να χαλάσει αυτό το «τυχερό» για την μεγάλη της. Τα κορίτσια προσπάθησαν να επαναστατήσουν, μα τις έπεισε πως η «τύχη» της μεγάλης μπορεί να γίνει προαύλιο για την μικρή, πως θα μπορούσε να πάρει και την άλλη μαζί της και ν’ ανοίξει και η τύχη της μικρής. «Όλα έχουν μια μπρος και μια πίσω πλευρά» της είπε ο άνδρας της και κείνη τα’ βαλε μαζί του «που πάντα ενούνιζε μόνο τ’ άσκεμα » και « εθάρνεν πως κ΄εθέλνεν- εείνος- να ξεκολλήζνε τα κορίτσα τουν ασά πανταλόνε τ »(Πάντα σκέφτεται τα άσχημα και νόμιζει, πως δεν ήθελε να ξεκολλήσουν τα κορίτσια, απ’ τα παντελόνια του).
. Ο γάμος αποφασίστηκε. Το πρώτο δυνατό σοκ για τη Λέγκω. Η Φανή αμήχανη περιφερόταν ανάμεσα στην στεναχώρια και στην περιέργεια για την άγνωστη χώρα και τον άγνωστο άνδρα που κοντά του θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή της. Ο Στέλιος, έτσι τον λέγανε, τις λίγες φορές που κατάφερε να σηκώσει το κεφάλι της και να τον κοιτάξει στο πρόσωπο, της άρεσε, όπως παραδέχτηκε στην αδερφή της. «Όμως δεν ξέρω αν θ’ αντέξω τον καινούριο κόσμο χωρίς εσάς», είπε στη Λέγκω και έκλαψαν αγκαλιασμένες για πολλή ώρα. Όμως επειδή ήταν μια ευλογοφανής προοπτική που επέτρεπε αισιοδοξία, σύμφωνα με αυτά που τους έλεγε ο «Αμερικάνος», και τη θετική έκφραση γνώμης όλων των χωριανών, ενεργοποιούσαν την φαντασία τους και φτιάχνανε τον δικό τους μύθο, πως θα ‘ταν σύντομα πάλι μαζί σε μιαν άλλη χώρα, πως δεν θα ‘ταν αναγκασμένες να πηγαίνουν στα χωράφια και θα μπορούσαν να πάνε και στο σχολείο.
Έτσι έφυγε η Φανή και έμεινε μόνη η Λέγκω δίπλα σε έναν πατέρα που η θλίψη σφράγιζε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, τις κινήσεις του κορμιού του, και μια μάνα που έτρεχε από το ένα χωράφι στο άλλο, κι από τη μια δουλειά στην άλλη, προσπαθώντας να μην δείξει στους οικείους της την αγωνία της για την τύχη της Φανής. Η αγωνία όμως, τρύπωσε από την καμινάδα του μυαλού τους. Για μήνες δεν παίρνανε μήνυμα από την Φανή. Τα χρόνια δύσκολα και οι αλληλογραφίες σπάνιες. Πέρασαν έξη μήνες από την ώρα που έφυγε η Φανή και ξαφνικά ο συγγενής του Στέλιου τους πήγε ένα γράμμα της. Ήταν καλά. Τα πρώτα γράμματά της επιστράφηκαν με την ένδειξη,«άγνωστος παραλήπτης». Ήταν πολύ ευχαριστημένη από τον Στέλιο και τον βοηθούσε στη δουλειά του στο εστιατόριο. Οι υπόλοιποι που δούλευαν στο μαγαζί του ήταν όλοι Έλληνες. Όλοι τους την αγκάλιασαν και τη δέχτηκαν σαν δικό τους άνθρωπο κι έτσι ένιωθε σαν να ήταν στην πατρίδα.
Η ζωή πήρε τον κανονικό ρυθμό για την οικογένεια της και γι’ αυτήν. Χωράφι, καπνά, δουλειές στο σπίτι και μάθημα το βράδυ. Την μονοτονία την έσπαγαν μόνο τα γράμματα της Φανής, που τα περιμένανε με αγωνία και τα διαβάζανε όλοι μαζί το βράδυ, γύρω από το τραπέζι, κάτω από την γκαζόλαμπα.
Η πρώτη πρόσκληση της Φανής, για να πάρει την Λέγκω κοντά της, ήρθε μετά τρία χρόνια, αλλά την άφησε ασυγκίνητη γιατί κάτι καινούριο την αποσπούσε την προσοχή εκείνη την περίοδο. Ένα καινούριο πρόσωπο, που έκανε την εμφάνιση του στο χωριό και την κρατούσε ξάγρυπνη τις νύχτες, δεν της άφηνε να σκεφτεί την «μεγάλη ευκαιρία», όπως έλεγε η μάνα της.
Στο χωριό τους κάθε καλοκαίρι κατασκήνωναν φαντάροι για δυο μήνες. Ανάμεσα σε αυτούς τους φαντάρους που περιφέρονταν μέσα και έξω από το χωριό, η Λέγκω ξεχώρισε ένα αδύνατο παλικάρι, με μοναδικό έμβλημα γοητείας πάνω του το χαμόγελο του. Αυτό την άφηνε ξάγρυπνη τις νύχτες. Άκουσε να τον φωνάζουν Τάσο κι έτσι έμαθε το όνομά του. Από την πρώτη στιγμή που τον είδε κάτι ένιωσε μέσα της. Ήταν σαν η ζωή να της έδινε ένα σήμα και αυτή ήταν υποχρεωμένη να βρει το κλειδί για την ερμηνεία του. «Αυτός είναι», έδειξε η ανάλυση. Το επόμενο βήμα της ήταν να τον γνωρίσει. Δεν ήταν δύσκολο, γιατί οι φαντάροι έρχονταν κάθε μέρα σε επαφή με τους χωρικούς για να αγοράσουν τα αυγά τους, το γάλα, το ψωμί, τις κότες.
Μια τέτοια μέρα που οι γονείς της λείπανε στα χωράφια, ήρθαν δυο φαντάροι να πάρουν αυγά. Ο ένας εκ των δύο ήταν ο Τάσος. Στάθηκε μπροστά του με αμηχανία, ταραγμένη, ένιωθε ντροπή, ανάμικτη με λίγη γλύκα, αλλά και άβολα για τα ρούχα που φορούσε και για τα στραβοπατημένα παπούτσια της. Εκείνος της χαμογέλασε και όλα τα ξέχασε μονομιάς. Τους κάλεσε μέσα μέχρι να πάει στο κοτέτσι να τα μαζέψει. Εκείνοι προτίμησαν να πάνε μαζί της για να την βοηθήσουν. «Μην στεναχωριέσαι» της είπε ο Τάσος «και εμείς από χωριό είμαστε, ξέρουμε».
Σε τρεις μήνες παντρεύτηκε με εκείνο το παλικάρι, που το χαμόγελό του είχε μπει στην καρδιά της και σε τρία χρόνια με το ίδιο χαμόγελο τον έβαλε στο φέρετρο. Σκοτώθηκε με το κάρο, όταν πηγαίνοντας στο χωράφι αφήνιασε ξαφνικά το άλογο από κάτι που δε διευκρινίστηκε ποτέ, αναποδογύρισε το κάρο και βρέθηκε από κάτω του. Του πλάκωσε την καρδιά. Τον βρήκαν κάποιοι χωριανοί μετά από ώρες. Το χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη του. Εκείνη την μέρα, λίγο πριν φύγει για το χωράφι του είχε πει, η Λέγκω, πως ήταν έγκυος. Έκανε σαν τρελός. Πήρε το πρόσωπο της στις τεράστιες παλάμες του και τη φίλησε στα χείλη. «Επιτέλους θα έρθει ο γιος μας». Της σήκωσε την μπλούζα και φίλησε τρυφερά την κοιλιά της. «Πρόσεξέ τον μέχρι να γυρίσω». Ήταν τα τελευταία του λόγια. Μετά από κάποιες ώρες της τον φέρανε νεκρό.
------------------Συνεχίζεται
[1] Άστες
[2] Μη γεμίζεις το κεφάλι τους με αέρα, αύριο θα πάνε στο χωράφι
[3] Είδαμε και τα δικά σου κατορθώματα, που όλα τα ξέρεις

Σάββατο 24 Μαΐου 2008

Συνέχεια Νο 7

Άνοιξε την πόρτα και μου έκανε χώρο να περάσω πρώτη. Κοίταξα γύρω μου. Τίποτα δεν μου θύμισε το σπίτι που μπαινόβγαινα καθημερινά πριν κάποια χρόνια. Φαινόταν ότι δέχτηκε ολοκληρωτικές αλλαγές. Ένα μεγάλος χώρος, που, μάλλον, έπαιζε το ρόλο της σαλοτραπεζαρίας, της κουζίνας και του καθιστικού. Ένα μεγάλο παράθυρο έβλεπε στην αυλή κι έφερνε το πράσινο των δέντρων και τα χρώματα των μπλε και άσπρων κρίνων μέσα στο σπίτι. Ένας λαδί καναπές με πορτοκαλιά και πράσινα μονόχρωμα μαξιλάρια ακουμπούσε στο δεξί τοίχο, κάτω απ’ το παράθυρο, μπροστά του είχε ένα μεγάλο τετράγωνο τραπέζι από μαόνι με ένα τασάκι γυάλινο ακουμπισμένο πάνω του, δεξιά και αριστερά του τραπεζιού δυο πολυθρόνες δίχως μπράτσα με τα ίδια χρώματα του καναπέ. Από κάτω ένα καφέ τετράγωνο χαλάκι. Από την άλλη πλευρά ήταν ο πάγκος της κουζίνας και σε συνέχεια του πάγκου μια ηλεκτρική κουζίνα με κατεβασμένο το καπάκι της, και ριγμένο πάνω του ένα κεντημένο σεμέν. Πάνω απ’ τον πάγκο υπήρχε μια λευκή καφετιέρα, ένα ξύλο κοπής και ένας δίσκος με τέσσερεις κούπες του καφέ. Στη μέση του χώρου και προς τη μεριά της κουζίνας υπήρχαν τέσσερες καρέκλες ντυμένες με μια απόχρωση του πράσινου, γύρω από ένα ρουστίκ τραπέζι, σε σχήμα ροτόντας. Πάνω στο τραπέζι ένα βάζο με κρινάκια από τον κήπο, μια μεγάλη μασίνα στα αριστερά του δωματίου για τις μέρες του χειμώνα και για τη μαγειρική της, σκέφτηκα, βλέποντας τη στολισμένη ηλεκτρική κουζίνα. Στο βάθος δυο πόρτες, η μια ανοιχτή κι άλλη κλειστή. Έριξα το βλέμμα μου στο ανοιχτό δωμάτιο. Ήταν κρεβατοκάμαρα. Πάνω σ’ ένα διπλό κρεβάτι σκορπισμένα πολλά ασπρόρουχα, που φαίνεται να τα είχε μαζέψει απ’ το σχοινί λίγο πριν. Στο δεξί τοίχο κρεμασμένες πολλές φωτογραφίες μέσα σε απλές, λεπτές κορνίζες. Πλησίασα να τις δω. Όλες οικογενειακές. Τα δυο παιδιά της σε πολλές φάσεις της ζωής τους, εκείνη σε φωτογραφία του γάμου της με τον Σωτήρη, τον άνδρα της, να στέκεται δίπλα της σοβαρός κι αγέλαστος και μια φωτογραφία που απεικόνιζε την ίδια με την Ελένη, τον Τάσο και δίπλα τους μια εκπληκτικά όμορφη κοπέλα που μου ήταν άγνωστη. Σε πρώτο πλάνο βλέπεις και τους τέσσερεις σε ίδιο βηματισμό με το δεξί πόδι προτεταμένο να έχει σχηματίσει το βήμα και το αριστερό διπλωμένο στον αέρα, έτοιμο κι εκείνο να ολοκληρώσει την κίνησή του .Τα κορίτσια γελάνε περπατώντας δίπλα- δίπλα, η Ελένη κρατώντας ένα κλαδάκι στο χέρι της, ίσως από αμηχανία, δίπλα της η άγνωστη φίλη τους κι η Τασούλα που κρατάει με τα δυο της χέρια τον Τάσο από το μπράτσο. «Την έχω κι εγώ αυτή τη φωτογραφία,» λέω,«αλλά δεν ξέρω ποια είναι αυτή;» «Είσαι η δεύτερη που ρωτάς, σήμερα. Είναι η Νίκη». Την κοίταξα παραξενευμένη. «Ποιος άλλος σε ρώτησε;» «Η Ράντου» Την κοίταξα παραξενεμένη. «Γιατί ειδικά γι’ αυτήν;» ρώτησα. «Την εντυπωσίασε η ομορφιά της». Την κοίταξα. «Ήταν πολύ όμορφη. Πολύ περισσότερο απ’ ότι φαίνεται. Είχε κατάμαυρα μακριά μαλλιά, που γυάλιζαν σαν να τα είχε αλείψει λάδι, τεράστια, μαύρα μάτια που ήταν τόσο υγρά, που σου έδινε πάντα την εντύπωση πως ήταν έτοιμη να κλάψει. « Σαν της Ράντου!», είπα και σκέφτηκα αμέσως τα μάτια της κοπέλας που λίγο πριν είχε αποχωρήσει. Η Τασούλα με κοίταξε παραξενευμένη. « Έχεις δίκιο. Όση ώρα ήταν εδώ, είχα την αίσθηση πως κάπου την είχα ξανασυναντήσει. Φαίνεται μου θύμισε την Νίκη». Κοίταξε πάλι τη φωτογραφία. Κάτι πολύ αστείο θα πρέπει να τους έλεγε ο φωτογράφος, γιατί το γέλιο που είναι αποτυπωμένο στις ακίνητες μορφές τους, είναι αυθόρμητο και τόσο γνήσιο, που κοιτώντας τους σου μεταδίδουν την ευθυμία. Η Ελένη, ψηλότερη απ’ όλη την παρέα, φοράει ένα αμάνικο φουστάνι με μικρά λουλουδάκια και με τετράγωνο άνοιγμα στο λαιμό. Το χρώμα του δεν μπορώ να το προσδιορίσω, γιατί η φωτογραφία είναι ασπρόμαυρη. Τα μαλλιά της καστανά, ελαφρά σπαστά, φτάνουν μέχρι τους ώμους της. Το γέλιο της αποκαλύπτει δυο σειρές τέλειας οδοντοστοιχίας. Το κάτω μέρος του φουστανιού της έχει μεγάλες πιέτες και στη μέση φοράει μια ελαστική, μαύρη, φαρδιά ζώνη, που τονίζει την λεπτή της μέση. Στα πόδια της φοράει μαύρα πέδιλα τελείως ίσια. Δίπλα της η Νίκη γέρνει προς το μέρος της και την κρατάει αγκαζέ. Μέτρια στο ανάστημα, με μαλλιά κατάμαυρα, κοντύτερα από της Ελένης, που φουντώνουν γύρω απ’ το λαιμό της. Μια μικρή αφέλεια πέφτει πάνω στο μέτωπο. Τα δέρμα της είναι λευκό και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της καλογραμμένα με δυο τεράστια, γελαστά μάτια. Φοράει ένα πουκάμισο με κοντά μανίκια και δυο μικρές τσέπες πάνω στο στήθος. Η φούστα της μακριά μέχρι τους αστραγάλους, με λίγη σούρα στη μέση. Στα πόδια της κι αυτή φοράει μαύρα πέδιλα. Δίπλα της ο Τάσος, λίγο ψηλότερος από την Νίκη, κοντύτερος από την Ελένη, έχει κοντά μαλλιά τραβηγμένα προς τα πίσω, φοράει άσπρο πουκάμισο φαρδύ με κοντά μανίκια, που οι άκρες του μπαίνουν μέσα σ’ ένα φαρδύ παντελόνι με ψηλή μέση και λεπτή ζώνη. Το ένα χέρι του το έχει στη μέση και στο άλλο είναι κρεμασμένη η Τασούλα, η οποία έχει τα μαλλιά της πιασμένα σε ουρά και φοράει μια μπλούζα κάτασπρη με τεράστιο γιακά που σκεπάζει τους ώμους της. Η μπλούζα μπροστά κουμπώνει με πολλά μικρά, ντυμένα με ύφασμα, κουμπάκια. Η άσπρη φούστα της είναι κλος, άσπρα και τα πέδιλά της. Το δεξί χέρι της που φαίνεται σε κίνηση, ο φακός το θάμπωσε και φαίνεται παραμορφωμένο. Το προσωπάκι της χλομό και αδύνατο, με χαρακτηριστικά ακανόνιστα, με μια σουβλερή μυτούλα όπως και το σαγόνι της. Τα μάτια της καθαρά που δίνουν μια αγαθή και αγνή έκφραση στο πρόσωπό της. Και οι τέσσερεις δείχνουν ευτυχισμένοι. Τα ακίνητα μάτια τους αποπνέουν μια αισιοδοξία. Στο βάθος της φωτογραφίας, πίσω από την παρέα, μικρές ομάδες παιδιών παίζουν ή παρακολουθούν τον φωτογράφο που τραβάει τη φωτογραφία. Πίσω από κείνα φαίνεται η παλιά βρύση του Ξινού νερού φρεσκοασβεστωμένη. Και στο βάθος φαίνονται τα μεγάλα δέντρα της περιοχής. Εκεί που μαζεύονταν σχολεία απ’ όλη την Ελλάδα για τις εκδρομές τους.
«Ήμαστε στο Ξινό» άκουσα τη φωνή της Τασούλας δίπλα μου.« Ήταν δυο μήνες πριν φύγουμε στο βουνό». Πήγε προς την πόρτα και την κλείδωσε. « Δεν θέλω κανείς να μας ενοχλήσει,» είπε. Άφησε το τετράδιο στο τραπέζι, που ως εκείνη τη στιγμή το κρατούσε στο χέρι της. Ασυναίσθητα σκέφτηκα πως η δική της αγωνία για το περιεχόμενο του τετραδίου ήταν μεγαλύτερη από τη δική μου περιέργεια. Καθίσαμε δίπλα- δίπλα στο τραπέζι για να μπορούμε να βλέπουμε κι οι δυο τα γράμματα, που ήταν γραμμένα με μολύβι. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν στρωμένος χωρίς να ξεφεύγουν οι γραμμές του.
------------------------------Συνεχίζεται

Παρασκευή 16 Μαΐου 2008

Συνέχεια Νο 6

Ήρθε κοντά μου. «Φοβάσαι;» γέλασε. «Λίγο!». Χώθηκε μαζί μου μέσα. «Γιατί κάνανε τις πόρτες τόσο κοντές και μικρές;» τη ρώτησα. «Ίσως για τα κρύα» είπε σοβαρά. Είχα δίκιο που φοβόμουν. Το σπίτι είναι βυθισμένο στη σιωπή και στη σκόνη, γεμάτο ψιθύρους που μόνο εγώ καταλάβαινα. Οι εικόνες όρμισαν στο άνοιγμα του μυαλού μου σωστή χιονοστιβάδα. Στο τοίχο υπήρχαν τρία παράθυρα που έβλεπαν τα δύο στον κήπο και το ένα στο δρόμο. Δεν υπήρχε ούτε ένα έπιπλο σ’ αυτό το μεγάλο δωμάτιο. Στην απέναντι μεριά στον δεξιό τοίχο μια πόρτα έμενε ερμητικά κλειστή. Την πλησίασα και έπιασα το πόμολο. Άνοιξε κάτω από την πίεση του χεριού μου κι οι εικόνες εναλλάσσονταν μπροστά στα μάτια της μνήμης μου. Στο δεξί τοίχο ένα κρεβάτι- απ’ αυτά που δεν χώρεσαν στο κάρο- δίχως το στρώμα του , μόνο με μια κουρελού που κάλυπτε τις σούστες του. Ένα κρεβάτι διπλό, από εκείνα τα σιδερένια, που στηρίζονταν πάνω σε τέσσερα πόδια από σωλήνες κούφιους και από πάνω για να σκεπάσουν την τρύπα του σωλήνα υπήρχαν κάποια καπάκια από αλουμίνιο βαμμένα σε χρυσό χρώμα με εντυπωσιακά σχήματα. Θυμάμαι πως εκείνα τα καπάκια ήταν για μένα κάτι σαν παιχνίδι. Τα έβγαζα και τα ξανά έβαζα, ακούγοντας τον χαρακτηριστικό, υπόκωφο ήχο που κάνει ο σωλήνας, έτσι όπως κάνανε οι άνδρες με τα παλιά τσακμάκια τους που τα άναβαν και τα έσβηναν για να χαίρονται τον ήχο που έβγαζαν όταν έκλεινε το καπάκι. Δίπλα του μια καρέκλα με ψάθα. Κολλημένο στον τοίχο ήταν ένα μικρό ορθογώνιο τραπέζι σκεπασμένο με ένα πλαστικό, παλιό τραπεζομάντιλο και δυο ίδιες καρέκλες περασμένες κάτω από τα ψηλά πόδια του τραπεζιού. Οι τοίχοι μαύροι από την καπνιά της σόμπας, που έλειπε από τη θέση της. Εκείνην τη χώρεσε στο κάρο η μάνα μου, γιατί ήταν χρειαζούμενη εκεί που θα πηγαίναμε.
Έκλεισα τα μάτια μου κι ανάσανα εκείνο το σκοτεινό οικείο αέρα. Τις μυρωδιές της παιδικής μου ηλικίας. Ένιωσα δίπλα μου την Τασούλα. Ήθελα να δώσω λίγο χρόνο στον εαυτό μου να πάρει βαθιές ανάσες για να χαλαρώσει τους μυς της πλάτης μου που με έσφιγγαν σαν μέγγενη. Η Τασούλα κάθισε στην καρέκλα που ήταν δίπλα στο κρεβάτι. «Σαν νάταν τότε, δεν άλλαξε τίποτα εδώ μέσα.» Είπε κι εγώ συμφώνησα γιατί πράγματι αυτά τα δυο δωμάτια σαν να είχαν χτιστεί με πιο καλά υλικά. Ήταν όρθια. Όλα ανέπαφα απ’ τον χρόνο. Μόνο σκόνη στα δυο τρία έπιπλα. Τι σκόνη δηλαδή, Σαν κάποιος να τα πασπάλισε με χώμα. Στο δωμάτιο αυτό κοιμόμουν μαζί με τη μαμά, στο ίδιο κρεβάτι. Κάποιες εικόνες που μου έρχονται στο μυαλό να κοιμάμαι μόνη μου, δεν θυμάμαι σε ποιες περιπτώσεις συνέβαινε αυτό και κάτω από ποιες συνθήκες. Κάθισα στην άκρη του.
«Τι ωραίο αυτό το έπιπλο!», η Τασούλα δίπλα μου θαύμαζε τη σιφονιέρα. Το τρίτο και τελευταίο έπιπλο του δωματίου. Το κοίταξα και αναρωτήθηκα πώς αυτό το υπέροχο κομμάτι το αφήσαμε εδώ, μέσα σ’ αυτό το ερείπιο με την ανοιχτή πόρτα και κυρίως πώς ποτέ δεν ενδιαφερθήκαμε να το μεταφέρουμε κάποια στιγμή. «Έτσι που φύγατε κυνηγημένοι και φοβισμένοι, απασχολημένη η μάνα σου με το έργο της επιβίωσής σας, το τελευταίο πράγμα που θα σκεφτόταν ήταν να κουβαλήσει έπιπλα, μόνο για την ομορφιά τους. Πήρε ότι νόμιζε πως χρειαζόσασταν.» Η απάντησή της Τασούλας, στην απορία μου. « Η κυρία θέλει πολύ να το αγοράσει» είπα. «Ποια, καλέ; Η Ράντου;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Αυτή θέλει το σπίτι, από ότι μου είπε». Στεκόμασταν κι οι δυο μπροστά στη σιφονιέρα. Την κοίταξα στα μάτια. «Μάλλον, κατάλαβε πως θα δυσκολευτεί να με πείσει να το πουλήσω,» είπα και στ’ αλήθεια δεν περίμενα την αντίδρασή της. Με άρπαξε στην αγκαλιά της και με έκανε γύρους. Μετά απότομα σταμάτησε και με κοίταξε. Τα μάτια της είχαν θολώσει από συγκρατημένα δάκρια. Καλή μου Τασούλα! «Ήμουν σίγουρη πως δεν μπορούσες να το δώσεις, έτσι αβασάνιστα. Αν εσύ δεν έζησες πολλά χρόνια στο χωριό, το σπίτι είναι γεμάτο από ιστορίες που θα τις συναντήσεις κάποια στιγμή, τυπωμένες στην ιστορία αυτού του τόπου. Μπορεί να μην αναφέρονται στο χωριό μας ακριβώς, αλλά οι ιστορίες που θα διαβάζουμε θα είναι σαν αυτές που έζησε το χωριό, που έζησε όλη η Ελλάδα» Τα χέρια της με έσφιγγαν πάνω της. Ήταν φανερό πως ήταν πολύ συγκινημένη. Ξέφυγα μαλακά από τον κλοιό των χεριών της. Της έδειξα το τετράδιο, που μέχρι τότε μου έκαιγε το χέρι. «Τι είναι αυτό;» κοίταζε το απλωμένο χέρι μου. Πήρε το τετράδιο στα δικά της. «Φωνή από τον τάφο», είπα. Το άνοιξε και είδα το πρόσωπό της να χλομιάζει. Τα μάτια της είχαν ανοίξει για να χωρέσουν τις εικόνες που καταιγιστικά δίνανε, φαίνεται, το παρόν μέσα της. « Τα γράμματα της Ελένης», είπε κι ένιωσα να ανατριχιάζω. Με κοίταξε. «Που το βρήκες;» «Η Ράντου» της είπα και της τα διηγήθηκα όλα δείχνοντας τη στοίβα τα βιβλία που είχε πάνω στη σιφονιέρα. Οι φωνές μας έγιναν εδώ κι ώρα ψιθυριστές. Το αδύνατο, τρεμάμενο φως που διείσδυε από το μικρό, βρώμικο παράθυρο, πρόσδιδε στην ατμόσφαιρα του δωματίου κάτι τρομακτικό. «Είσαι βέβαιη;» Η ερώτηση, που ειπώθηκε ψιθυριστά, θαρρείς δυνάμωσε την πυκνότητα της σιωπής. Ολόκληρη η ύπαρξή μου συρρικνώθηκε στ’ αυτιά μου για ν’ ακούσω την απάντησή της. « Όπως με βλέπεις και σε βλέπω.» Τα χέρια της είχαν μια νευρικότητα και ένα ελαφρύ τρέμουλο. « Θα με αφήσεις να το διαβάσω;» Η φωνή της ακούστηκε δισταχτική.
Η Τασούλα ήταν η φίλη της Ελένης. Μαζί μεγάλωσαν, μαζί πήγανε στο σχολείο, μαζί αργότερα χανόντουσαν για μέρες στα βουνά της Μακεδονίας, για το φόβο των Γερμανών. Αυτές είχαν ξεσηκώσει και τον γιο της Λέγκως, από δίπλα, να ανέβει στο βουνό. Ήταν κι αυτός σύντροφος των παιδικών παιχνιδιών τους. Οι τρεις τους ήταν πολύ αγαπημένοι.
« Θα το διαβάσουμε μαζί» της είπα κι εκείνη μη μπορώντας να συγκρατηθεί έκλαψε σαν μικρό παιδί. Σοκαρίστηκα στην εικόνα της κλαμένης Τασούλας. Την αγκάλιασα νιώθοντας τη ζεστασιά της, τα χρώματα αγάπης που εξέπεμπε «Καλύτερα να πάμε στο σπίτι σου» είπα και σκούπισα με την άκρη της παλάμης μου τα δάκρια. Με ακολούθησε και βγήκαμε από το σπίτι τραβώντας την πόρτα κι ακούγοντας πάλι τον απαίσιο ήχο της.
-----------Συνεχίζεται

Κυριακή 11 Μαΐου 2008

Συνέχεια Νο 5

Δίπλα από το δικό μας οικόπεδο φαινόταν το σπίτι της Λέγκως Τα παρακάδια στο σπίτι της Λέγκως είχαν κάτι διαφορετικό από των άλλων σπιτιών. Αναμνήσεις σκόρπιες, σαν φωτογραφίες από παλιό οικογενειακό άλμπουμ, πλημμύρισαν το μυαλό μου.
Οργανώνονταν, δίχως τη δική της συμμετοχή. Η μάνα μου κι η Σπυριδούλα, τα είχαν καθιερώσει κι εκείνες τα ετοίμαζαν καθημερινά. Η Λέγκω ήταν σαν μουσαφίρισσα, που δεν έλειπε ποτέ. Λίγες στιγμές περνούν απ’ την οθόνη της μνήμης μου για εκείνα τα βράδια. Την αμίλητη Λέγκω,( δεν ξαναμίλησε, έλεγε η μαμά μου, μετά το θάνατο του γιου της), με την θλίψη μόνιμη κάτοικο των ματιών της και την, επίσης, καθημερινή παρουσία του κυρ- Χρήστου, θυμάμαι, φίλος του πατέρα μου και γενικά της οικογένειας μου και πολύ φίλος, λέγανε, με τον άνδρα της Λέγκως που είχε σκοτωθεί σε κάποιο ατύχημα. Οι μνήμες μέσα μου για τα πιο νοσταλγικά τραγούδια, τραγούδια καημού που σπαράζανε την καρδιά βγαίνουν από εκείνο το σπίτι. Σκηνές αλλόκοτες, για τα παιδικά μου μάτια, είναι καταγραμμένες στο βιβλίο της μνήμης μου. Η μάνα μου κάθε πρωί έπινε καφέ μόνη με τη Λέγκω, κι εγώ έπαιζα στα πόδια τους. Η μάνα μου μιλούσε για τα καθημερινά γεγονότα δίχως τη συμμετοχή της Λέγκως. Δεν κουνούσε ούτε το κεφάλι της, ένδειξη ότι άκουγε, αλλά η μαμά μου εξακολουθούσε να μιλάει, όπως θα μιλούσε αν είχε απέναντί της μια φυσιολογική συνομιλήτρια. Όταν κάποια από τα πρωινά ήταν μαζί τους και η Σπυριδούλα, τότε οι κουβέντες είχαν αντίλογο. Με τα χρόνια, η Λέγκω, άρχισε να συμμετέχει στις κουβέντες με ένα κούνημα του κεφαλιού. Ναι, όχι. Τίποτα άλλο. Κοίταξα το σπίτι, φαινόταν περιποιημένο.
Μπήκα στο αμάξι και απογείωσα τις ρόδες πάνω στο κράσπεδο που ήταν μπροστά στην πόρτα. Αυτομάτως, η Τασούλα πετάχτηκε από την πόρτα της, σαν να με περίμενε πίσω απ’ αυτήν. Από πίσω της βγήκε μια γυναίκα, γύρω στα τριάντα την έκανα. Ψηλή χωρίς στήθος με τραβηγμένα τα υπέροχα μαύρα μαλλιά της πίσω χαμηλά στο κεφάλι της σε ένα μικρό κότσο και να αναδεικνύουν τον μακρύ λαιμό της και τα λεπτά αυτιά της με τους μικρούς λοβούς, που στην άκρη τους κρέμονταν δυο μικρά σκουλαρίκια. Φορούσε ένα ταγιέρ σε μαύρο χρώμα δίχως γιακά. Κάτω απ’ το σακάκι διέκρινα ένα μαύρο μπλουζάκι ανοιχτό στο μέρος του λαιμού. Στο χέρι της κρατούσε μια, τεράστια τσάντα φουσκωμένη, σαν να κουβαλούσε μέσα όλα της τα υπάρχοντα. Στεκόταν πίσω ακριβώς από την Τασούλα, που ερχόταν κατά πάνω μου με ανοιχτά τα χέρια και με εκείνο το μόνιμο χαμόγελο, που το κουβαλούσε μαζί της σαν μέρος της προσωπικότητας της, από τότε που την ξέρω. Χώθηκα ανάμεσα στα χέρια της και τότε κατάλαβα πόσο πολύ μου έλειψαν τούτες οι εκδηλώσεις αγάπης, οι εικόνες που ελευθερώθηκαν μέσα μου, οι ήχοι, οι ίσκιοι που χόρευαν γύρω μου. Το φιλί της ηχηρό, πληθωρικό το ένιωσα ως τα μύχια της ψυχής μου και η ζεστασιά του χύθηκε μέσα μου σαν βάλσαμο. Νομίζω πως εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως δεν ήθελα να πουλήσω το πατρικό. Το « τι έγινες εσύ;» της Τασούλας βγήκε από τα χείλη της φορτωμένο από συγκίνηση και μια έρπουσα κρυφή στοργή. Η γυναίκα στεκόταν λίγα βήματα από μας και πρόσεξα πως μας παρακολουθούσε με αμηχανία τρίβοντας με το δεξί της χέρι το λοβό του αυτιού της. Κοιτάζοντας την πάνω απ’ τον ώμο της Τασούλας πρόσεξα τα εντυπωσιακά, μεγάλα, υγρά μάτια της. Πρόσεξε το βλέμμα μου. Η αμηχανία της φαινόταν στο πρόσωπό της. Ξέφυγα από την αγκαλιά της Τασούλας και πήγα προς το μέρος της με απλωμένο το χέρι. «Γεια σας», είπα κοιτάζοντας το ήρεμο πρόσωπό της, που αμυδρά κάτι μου θύμισε. Είπα το όνομά μου και τα μάτια μου κόλλησαν στα δικά της, που από κοντά ήταν εντυπωσιακότερα. « Αλίκη Ράντου». Είπε. Δεν μου έλεγε τίποτα τ’ όνομα. «Θα σας περιμένω να πιούμε καφέ μόλις τελειώσετε», είπε η Τασούλα και διακριτικά μας άφησε μόνες, πηγαίνοντας προς το σπίτι της. Την κοίταζα που έφευγε ενώ οι εικόνες περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια μου. Μουρμούρισα μια συγνώμη για την καθυστέρηση απ’ τη γυναίκα δίπλα μου κι εκείνη ζήτησε να κάτσουμε κάπου για να τα πούμε. Κοίταξα γύρω μου παραξενευμένη για το μυστήριο που διέκρινα στη φωνή της. Κάτω από την αχλαδιά μας, μπροστά στο σπίτι, εντόπισα τον τούβλινο πάγκο όπου η μαμά μου ακουμπούσε τη σκάφη όταν έπλενε. Η μνήμη, φαίνεται, διατηρεί τα πράγματα σε ακινησία. Η εικόνα της μάνας σκυμμένη από πάνω μου κρατώντας σταθερά το κεφάλι μου μπροστά σε μία τσίγκινη λεκάνη να πλένει τα μακριά μαλλιά μου, χρησιμοποιώντας το νερό του βαρελιού που ήταν βρόχινο και που το άδειαζε στο κεφάλι μου μ’ ένα μεταλλικό μαστραπά.
Της τον έδειξα και κατευθυνθήκαμε προς τα κει. Μπροστά εγώ και πίσω εκείνη. Δεν ξέρω γιατί ένιωθα εκείνη τη στιγμή πως με παρατηρούσε με προσοχή .Έφτασα στον πάγκο και πριν κάτσω γύρισα απότομα το κεφάλι μου και πρόσεξα πως αυτό μεγάλωσε την αμηχανία της. Δεν ξέρω γιατί μου πέρασε η σκέψη πως τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Κάθισα και της έκανα χώρο να κάτσει δίπλα μου. Οι λεκάνες μας στριμώχτηκαν στον μικρό πάγκο. «Εδώ έκανε την μπουγάδα της η μάνα μου» της εξήγησα, « η σκάφη χωρούσε άνετα, μάλλον» συνέχισα χαμογελώντας και την κοίταξα. «Σας ακούω». Ξαφνικά ένιωσα πως ήθελα να τελειώνω μαζί της. Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε από μέσα ένα παλιό τετράδιο, απ’ αυτά που αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία εδώ και κάτι χρόνια. Αμυδρά μου θύμισε την εποχή του Δημοτικού. Άπλωσε το τετράδιο προς το μέρος μου. «Νομίζω σας ανήκει». Το πήρα στο χέρι μου αμήχανα. Το χρώμα του, όταν αγοράστηκε, πρέπει να ήταν ροζ. « Τι είναι αυτό; Που το βρήκατε;». Με κοίταξε. «Ξεφυλλίστε το και θα καταλάβετε. Το βρήκα πάνω στην παλιά σιφονιέρα που βρίσκεται παρατημένη στο σπίτι σας.» Δεν κατάλαβα. «Στο σπίτι μας;» Την κοίταξα και μου έδειξε το πατρικό μου. «Να σας εξηγήσω», μου είπε και μου εξήγησε όσο εγώ ξεφύλλιζα το τετράδιο, που ήταν σχεδόν γεμάτο. Τη δεύτερη φορά που ήρθε για να ξαναδεί το σπίτι έψαξε τη σιφονιέρα γιατί «είμαι συλλέκτης παλιών αντικειμένων», είπε. « Λατρεύω τα φθαρμένα πράγματα». Της άρεσε πάρα πολύ το έπιπλο. Μάλιστα, σκεφτόταν, πως αν δεν τα βρίσκαμε με την πώληση του σπιτιού να μου ζητήσει να αγοράσει τη σιφονιέρα. Προσπάθησα να τη φέρω στο μυαλό μου και δεν τα κατάφερα. «Το βρήκα πάνω στο έπιπλο, ανάμεσα σε τρεις στοίβες βιβλία…». Κλίκ το μυαλό μου, και θαρρείς κάτι έπεσε από το μπουρί της μνήμης.
«Αυτά, μαμά;» Τα κοίταξε. Ήταν τα πολλά βιβλία του μπαμπά, που κουβαλούσε κατά καιρούς από τις εξορίες. «Βάλτα πάνω από το ντουλάπι και σκέπασέ τα με χαρτιά να μην σκονίζονται, » μου είπε και εγώ ανεβασμένη πάνω σε μια καρέκλα τα αράδιασα πάνω στη σιφονιέρα, που την λέγαμε ντουλάπι. Από πάνω τους έβαλα παλιές εφημερίδες. « Αυτά όλα, η Ελένη, τα διάβασε από τρεις με τέσσερεις φορές». Η φωνή της μαμάς μου. Αναφερόταν στην πεθαμένη κόρη της. « Τα διάβαζε πάντοτε φωναχτά κι εγώ την μάλωνα. «Έτσι τα καταλαβαίνεις καλύτερα,» μου έλεγε.
« Πρέπει να σας πω πως τα έψαξα κι εκείνα,» με έφερε στην πραγματικότητα η φωνή της γυναίκας δίπλα μου.« Όλα είναι σπάνιες εκδόσεις, έχουν μεγάλη αξία, αν δεν το ξέρετε ». Πήρε μια μεγάλη ανάσα. « Το τετράδιο ήταν μέσα στον πρώτο τόμο των Αθλίων.» Σταμάτησε , ίσως επειδή πρόσεξε πως δεν την παρακολουθούσα πια. Τα είχα χαμένα στην κυριολεξία. Το τετράδιο ανήκει στην πεθαμένη αδερφή μου. Στην αρχή δεν το κατάλαβα, γιατί ο γραφικός χαρακτήρας μου ήταν άγνωστος. Ποτέ δεν είδα δικό της γραπτό. «Με ακούτε;» άκουσα δίπλα μου τη φωνή της. « Ναι,» είπα. Ένιωσα ξαφνικά πως έπρεπε να της απαντήσω, είχε το δικαίωμα να ξέρει.«Τα βιβλία ήταν του πατέρα μου. Όταν φύγαμε από το χωριό τα μάζεψα εγώ και τα έβαλα εκεί πάνω. » Με κοίταξε. « Το τετράδιο δεν ανήκει σε σας, έτσι δεν είναι;» « Ανήκει μάλλον στην πεθαμένη αδερφή μου,» είπα. Κούνησε το κεφάλι της. «Πρέπει να σας πω,» δίστασε,«πήγα να το διαβάσω στην αρχή. Μετά αντιλήφθηκα πως πρόκειται για ημερολόγιο και κατάλαβα πως δεν είχα το δικαίωμα». Έτριψε με αμηχανία τα χέρια της. Δεν την πίστεψα. Το κατάλαβε. «Σας δίνω το λόγο μου πως δεν το διάβασα», είπε. « Μάλλον δεν είναι κατάλληλη η στιγμή να μιλήσουμε για το σπίτι,» συνέχισε.«Να περάσω αύριο την ίδια ώρα;» Συμφώνησα, την ευχαρίστησα και εκείνη σηκώθηκε, πήρε το χέρι μου μες τα δύο τα δικά της και έφυγε. Την παρακολούθησα με το βλέμμα. Είναι αναμφισβήτητα πολύ ωραία γυναίκα. Κάποια μου θυμίζει, είμαι βέβαιη. Άνοιξα ξανά το τετράδιο. Ήταν ημερολόγιο του ΄43. Το έκλεισα. Τα χέρια μου έτρεμαν ελαφρά. Ξαφνικά ένιωσα μια ανυπομονησία να το
διαβάσω. Κοίταξα το σπίτι. « Πως μπήκε μέσα; » αναρωτήθηκα. Η σκεπή από τη μία μεριά του ακουμπάει σχεδόν στο χώμα. Σηκώθηκα και πήγα προς την πόρτα, η οποία κρεμόταν από ένα στραβωμένο πλαίσιο. Παρόλο αυτά από αυτή τη μεριά το σπίτι ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Έσπρωξα την πόρτα που υποχώρησε κάνοντας έναν απαίσιο θόρυβο και μπήκα σ’ ένα παγωμένο μισοσκόταδο. «Πρόσεχε». Η Τασούλα βγήκε από το σπίτι της και στεκόταν στην πόρτα.« Έφυγε;» Έκανα ναι με το κεφάλι. « Θα έρθεις για καφέ;» Δεν είχα καμιά διάθεση να χάσω χρόνο. «Έλα μαζί μου» της έκανα νόημα.
---------------------------Συνεχίζεται

Παρασκευή 9 Μαΐου 2008

Συνέχεια Νο 4

Θυμήθηκα πως με περίμεναν, άναψα τη μηχανή. « Μα κανείς δε μένει σ’ αυτό το χωριό;» Ψυχή ζώσα στο δρόμο. Αριστερά το καφενείο του χωριού κλειστό. Ούτε ένα τραπεζάκι από έξω. «Θα έκλεισε κι αυτό». Κάποτε ο χώρος ήταν γεμάτος από φωνές, πολιτικές συζητήσεις, βρισιές που συνοδεύονταν με ούζο και καπνό. Η καταιγίδα των εικόνων δεν έλεγε να κοπάσει μέσα μου.
Ο δρόμος άρχισε λίγο να κατηφορίζει και έστριβε δεξιά. Κοίταξα στα δεξιά μου, σίγουρη πως θα αντικρίσω τη δεύτερη βρύση του χωριού, με τη μεγάλη στέρνα που μέσα της έτρεχε νυχτομερής το νερό από μια μεγάλη βρύση. Πιο κάτω είχε μια τρύπα από όπου το νερό έπεφτε με παφλασμό σε μια άλλη στρογγυλή, φυσική πέτρινη γούρνα που είχε σχηματιστεί μια τρύπα στο κέντρο της και στο σημείο εκείνο έβλεπες το νερό να στροβιλίζεται με δίνη, παίρνοντας τις αποχρώσεις του ουρανού. Μικροσκοπικά μυγάκια πετούσαν μια ιδέα πάνω από την επιφάνεια του νερού. Τα πολύχρονα και τεράστια δέντρα, που σκέπαζαν τη βρύση σχημάτιζαν ένα ονειρικό τοπίο. Το νερό δεν ήταν πόσιμο. Ήταν η δεύτερη στέρνα που έπιναν τα ζώα νερό, το απόγεμα που γυρνούσαν. Τώρα δεν υπάρχει πια η βρύση. Την ξήλωσαν για να φαρδαίνουν, φαίνεται, τον δρόμο. Γύρω μου ο τόπος γεμάτος από βρύα, που ανάμεσά τους ανθούσαν μικροσκοπικά χλωμά άνθη. Η αίσθηση της παρουσίας του νερού ήταν βουβή και αόρατη.
Εδώ, τα χρόνια του σχολείου, είχα βρει πεταμένο ένα προφυλακτικό- τότε δεν ήξερα τι ήταν- που το μάζεψα και το έβαλα κάτω από τη βρύση να το γεμίσω με νερό. Εκείνο όσο το γέμιζα μεγάλωνε και βάραινε προς τα κάτω, και με εντυπωσίαζε, κι ενώ προσπαθούσα να το συγκρατήσω με το ένα μου χέρι από κάτω και με το άλλο κρατούσα ανοιχτή την τρύπα του για να γεμίζει, ξαφνικά εμφανίστηκε κάποιος άνδρας- ούτε αυτόν τον θυμάμαι- «Ντο εφτάς ακιές ;»(Τι κάνεις;) με μάλωσε κι εγώ τρόμαξα γιατί από το ύφος του κατάλαβα πως έκανα κάτι κακό, «τίποτα» του είπα κι η τεράστια φούσκα έπεσε από τα χέρια μου, προς μεγάλη στεναχώρια μου, άδειασε το νερό όλο και το προφυλακτικό έμεινε σουρωμένο και ξεχειλωμένο σαν μεταξωτό πανί πάνω στη τσιμεντένια στέρνα. Ο άνδρας πήρε ένα κλαδάκι από ένα θάμνο και τσίμπησε τη φούσκα μου και την πέταξε μακριά. Τότε βεβαιώθηκα πως έκανα πράγματι κάτι πολύ κακό. Πολύ αργότερα βρήκα τη λύση του αινίγματος που με βασάνισε για κάποια χρόνια.
Πού τα θυμήθηκα όλα αυτά; Οι μνήμες είχαν φουσκώσει μέσα μου και τις ένιωθα να εισχωρούν σ’ όλα τα κανάλια του αίματός μου, να αγγίζουν την καρδιά μου. Κοίταξα τα σπίτια αριστερά μου, μια κουρτίνα άνοιξε για λίγο για να ξαναπέσει. «Με παρακολουθούν». Χαμογέλασα. Άρα κάποιοι μένουν σ’ αυτό το χωριό. Αριστερά μου είναι το ρέμα το οποίο το περνούσαμε κάθε μεσημέρι όταν γυρνούσαμε από το σχολείο, έτσι για μακραίνουμε τις ώρες της επιστροφής στα σπίτια και να κερδίζαμε λίγο ακόμα χρόνο. Αυτό το ρέμα κάθε που το περνούσαμε έπρεπε να το κατουρήσουμε. Κάναμε αγώνες ποια θα κατουρήσει πιο μακριά και παρακολουθούσαμε η μια το κάτουρο της άλλης.
Κάποια φορά ήταν μαζί μας ένα κοριτσάκι από τη Θεσσαλονίκη. Εκείνο, που για όσες μέρες ήταν στο χωριό, αυτοκηρύχτηκε αρχηγός και το έπαιζε πολύξερο, μας είπε πως όποια δεν κατουρήσει ίσια σημαίνει πως δεν είναι παρθένα. Εμείς τα χάσαμε. Καμιά μας δεν ήξερε τι σημαίνει παρθένα, αλλά όλοι ξέραμε ότι αν δεν είσαι, είναι κάτι πολύ κακό. Κοιταχτήκαμε τρομαγμένες. Κι αν δεν ήμασταν; «Σαχλαμάρες» είπα εγώ και τα χέρια μου άδραξαν έναν από τους δεκάδες θάμνους, που φύτρωναν σ’ όλο το ρέμα και ακούγοντας τα χώματα και τις κοτρόνες να ροβολάν κάτω απ’ τις πατούσες μου ανέβηκα πρώτη το ρέμα. Από πίσω μου ακολούθησαν κι οι άλλες. Όλες φοβηθήκαμε να κατουρήσουμε.
Τα χρόνια της αθωότητας. Κοίταξα το ρέμα, που τώρα φαινόταν σαν ρηχό χαντάκι. « Ή αυτό μίκραινε ή εγώ μεγάλωσα». Συνέχισα οδηγώντας λίγα ακόμη μέτρα με το βλέμμα στυλωμένο στο δρόμο και τις εικόνες να τριγυρίζουν γύρω μου. Σταμάτησα το αμάξι και βγήκα. Δεξιά μου απλώνονταν τα τρία εφαπτόμενα οικόπεδα, που τα χιλιομέτρησα μέχρι τα έντεκά μου. Αριστερά το οικόπεδο και το σπίτι της Τασούλας, ανακαινισμένο, περιποιημένο, ακολουθούσε το δικό μας με έναν σαπισμένο φράχτη να διατρέχει όλο το οικόπεδο, αφρόντιστο, γεμάτο τσαλιά και ξεραμένους θάμνους. Στη δεξιά μεριά στεκόταν ο αχερώνας, όρθιος ακόμα, και λίγα μέτρα πιο κάτω στη μεριά του τρίτου οικοπέδου φαινόταν το σπίτι μας. Τα μάτια μου κόλλησαν πάνω του. Προσπάθησα να κατανικήσω το αίσθημα παράλυσης που με κυρίευσε ξαφνικά. Σκιές του παρελθόντος, αναμνήσεις, συνέχιζαν να ξεπροβάλουν. Το μισό σπίτι ήταν ένας σωρός από πέτρες σκεπασμένες με το αριστερό μέρος της σκεπής, που είχε ακουμπήσει πάνω τους και η δεξιά πλευρά του ήταν όλη όρθια, με τη μικρή πόρτα της εισόδου, μισοσαπισμένη και δίπλα της, από δεξιά κι αριστερά, σαν παραστάτες, έστεκαν τα δυο παράθυρα με τα δυο παραθυρόφυλλα, σαπισμένα κι αυτά. Πήρε το χρώμα της φύσης, ίδια εικόνα με εκείνο της Στέλλας. Οι λειχήνες σκέπασαν την κατάρρευσή του. Κοίταξα το φράχτη που έζωνε το οικόπεδο. Τα δοκάρια του ήταν άλλα πεσμένα, με τα αγκαθωτά σύρματα σκουριασμένα από την υγρασία ξαπλωμένα κάτω στο χώμα, και τα υπόλοιπα όρθια. Τ’ αυτιά μου γέμισαν από τον ήχο του καλαμιού, μεγάλο σαν ραβδί, που το μαζεύαμε από τα αδέσποτα κτήματα στο δρόμο μας, το κρατούσαμε πάνω στα τεντωμένα, τότε, σύρματα και τρέχαμε παράλληλα με το φράχτη μέχρι το τέλος του, διασκεδάζοντας με το υπόκωφο θόρυβο που έκανε το καλάμι.
-----------Συνεχίζεται

Πέμπτη 8 Μαΐου 2008

Συνέχεια Νο 3

Χρόνια πολλά εκεί στην πόλη, πίστευα πως η μνήμη είχε εγκαταλείψει για πάντα τα τοπία των παιδικών μου χρόνων. Το λάθος μου το συνειδητοποιώ αυτή την ώρα που το αμάξι περνάει μπροστά από τον μεγάλο κήπο του σχολείου. Ξαφνικά, κι ενώ πάντα πίστευα πως η γομολάστιχα μιας καινούριας ζωής τα είχε σβήσει από μέσα μου, ανακάλυψα πως οι εικόνες υπήρχαν ταχτοποιημένες στο μυαλό μου και ψάχνανε ένα χέρι να τραβήξει το νήμα που τις είχε ενωμένες για να εμφανιστούν μπροστά μου. Τ’ αυτιά μου γέμισαν από παιδικές φωνές. Πολλές φωνές. Ένα κολλάζ μικρών και μεγάλων εικόνων, άλλες φωτεινές κι άλλες θολές, ονόματα και πρόσωπα ξεχασμένα. Ένα κύμα νοσταλγίας με γύρισε πίσω στα χρόνια αυτού του σχολείου με τους πέτρινους τοίχους κι εγώ με την μπλε ποδιά με το άσπρο γιακαδάκι, με τους τεράστιους άσπρους φιόγκους στις πλεξούδες μου, κρεμασμένους στους ώμους μου και τα σημάδια από μελανί Faber στην άκρη των χειλιών.
Κοίταξα τον τεράστιο, μελαγχολικά άδειο κήπο του και θυμήθηκα τη Στέλλα που μου είπε κάποια στιγμή. «Το σχολείο έκλεισε, δεν υπάρχουν παιδιά». Τότε δεν είχα δώσει μεγάλη σημασία στο γεγονός, μάλλον δεν με απασχόλησε καθόλου. Τώρα συνειδητοποιώ την ερημοποίηση της επαρχίας.
Εδώ ακριβώς, στην άκρη του δρόμου, η μάνα ένα πρωινό του ΄58, κατέβασε τη μεγάλη βράκα της και κατούρησε κλαίγοντας γοερά, γιατί πριν από λίγη ώρα είχα πάει στο σπίτι της, σταλμένη από τη μαμά μου, να της δείξω ένα φάκελο με μια μαύρη, λεπτή ταινία γύρω του, που το είχαμε λάβει από τον μπαμπά μου, εξόριστο, τότε, στη Βουδαπέστη.
Εκείνο το πρωινό του ΄58 ξύπνησα από δυνατά κλάματα στο σπίτι μας. Σηκώθηκα, θυμάμαι, τρομαγμένη και μπήκα στο πρώτο δωμάτιο που συγκοινωνούσε με μια πόρτα μ’ αυτό που κοιμόμουν εγώ με τη μαμά μου. Βρήκα το Γιάννη, τον αδερφό μου, καθισμένο ανάποδα σε μια καρέκλα, με τα χέρια του να κρύβει το γερμένο κεφάλι του πάνω στο ξύλο της πλάτης της καρέκλας και να κλαίει σπαραχτικά. Ήμουν μικρή τότε, αλλά όχι τόσο που να μην καταλάβω πως κάτι πολύ κακό συνέβη. « Τι έγινε, Γιάννη;» τον ρώτησα και το κλάμα του έγινε δυνατότερο, «τίποτα» μου απάντησε. Από το άλλο δωμάτιο, που το χρησιμοποιούσαμε για κουζίνα, άκουγα το σιγανό κλάμα της μαμάς μου. Πήγα κοντά της. «Τι έγινε, μαμά;» Ζύμωνε μπροστά σε μια μεγάλη ξύλινη σκάφη κι άκουγα τη ζύμη να κλάνει κάτω από το βάρος των χεριών της, σημάδι ότι ήταν έτοιμη για πλάσιμο. Το αλεύρι, σαν άχνη, είχε σχηματίσει επιστρώματα στο πρόσωπό της. « Σταμάτα και πες μου» της είπα και την τράβηξα από το ζύμωμα. Το κορμί της το συντάραζαν αθόρυβοι λυγμοί. «Να,επήραμε γράμμαν ασο πάπας .»(Να πήραμε γράμμα απ’ τον μπαμπά σου). Προσπαθούσε να καθαρίσει τα χέρια της από τις λωρίδες ζύμης που τραβιόταν σαν λάστιχο. Πήρε από δίπλα της ένα μαχαίρι και έξυνε ανάμεσα τα δάχτυλά της, για να ξεκολλήσει τη ζύμη. Το κλάμα της έγινε λυγμικό. «κάτ γράφτ απάν που κι γανέβουμεν κι έσς απές το γράμμαν που έστειλαμ .»(Κάτι γράφει πάνω που δεν το καταλαβαίνουμε και μέσα στο φάκελο έχει το δικό μας γράμμα, που τον είχαμε στείλει).
Ο πατέρας για μένα ήταν μια φωτογραφία και κάτι φήμες, για το πόσο καλός κομμουνιστής ήταν για κάποιους, και πόσο κακός Έλληνας ήταν, για άλλους. Τίποτα άλλο. Τεσσάρων μηνών ήμουν όταν έφυγε και μέχρι που να πεθάνει πήραμε τρία ή τέσσερα γράμματά του. Δεν είχα τίποτα να θυμηθώ από εκείνον, εκτός από κάποιες στιγμές της μαμάς μου, που τον έβριζε πατώκορφα, που «δεν κοιτούσε να σώσει την οικογένειά του, κι έτρεχε να σώσει τον κόσμο».
Μου έβαλε το γράμμα στο χέρι και δείχνοντάς μου τη λέξη που έγραφε πάνω στο φάκελο, «απεβίωσεν», μου είπε να τρέξω στην μάνα, να της δείξω το γράμμα και να της πω να έρθει στο σπίτι μας. Διέσχισα την αυλή μας και μπούκαρα στο δρόμο με το γράμμα στο χέρι. Η μάνα ούρλιασε μόλις είδε την μαύρη ταινία. « Αχ πούλιμ, αχ πούλιμ, έφαγανεσεν» (Αχ πουλάκι μου, σε φάγανε). Το απεβίωσεν δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει ούτε εκείνη και προσπαθώντας να αρπαχτεί από κάπου, ίσως να μην ήταν αυτό που φαντάστηκε, με έστειλε στον παπά- Δημήτρη. Εκείνος κοίταξε πρώτα το γράμμα και μετά εμένα και με έστειλε και εκείνος με τη σειρά του στον δάσκαλο, ο οποίος, μη θέλοντας να τη μεταφράσει σε μένα, μικρό παιδί, μου είπε πως θα πάει ο ίδιος στη μαμά μου να της εξηγήσει. Τροχάδην έφτασα στη μάνα η οποία τραβούσε τα μαλλιά της, που ήταν μαζεμένα σε έναν αραιό κότσο πίσω στο κεφάλι της και είχαν βγει από τη θέση τους και την έκαναν να μοιάζει με τρελή. Τα δάκρυα κατέβαιναν από τα μάτια της μέσα από τις καμπύλες των ρυτίδων της και σήκωνε το στρίφωμα της φούστας της και τα σκούπισε.
Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν είχα την τύχη να γνωρίσω την αρχαία τραγωδία στις θεατρικές σκηνές, κάποια από τις πρωταγωνίστριες μου θύμισε τη «μάνα», με τα μαλλιά της ξέπλεκα, το αλλοιωμένο πρόσωπό της από τον πόνο, τη στιγμή που συνειδητοποίησε το θάνατο του αδερφού της.
Ξεκινήσαμε για το σπίτι, εκείνη κλαίγοντας κι εγώ παρατηρώντας το πρόσωπό της, τις ρυτίδες που είχαν βαθύνει και αλλοίωναν το πρόσωπό της. Στο δρόμο, ακριβώς σ’ αυτό το σημείο που καθόμουν τώρα, έβγαλε το βρακί της και κατούρησε. Εκείνη την ώρα περνούσε κάποιος άνδρας-δεν θυμάμαι ποιος ήταν- ακούγοντας το κλάμα της, τη ρώτησε τι έπαθε. Και εκείνη, κλαίγοντας, κι ενώ κατουρούσε ακόμη του εξήγησε για το θάνατο του μπαμπά μου. Είναι τα μόνα που θυμάμαι από εκείνη τη μέρα που μάθαμε το θάνατο του μπαμπά μου.
Πήρα βαθιά αναπνοή και άδειασα τον αέρα από τα πνευμόνια μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ, ότι όλες αυτές οι μνήμες, που στοίχειωναν φαίνεται μέσα μου, θα έβρισκαν τη μυστική καταπακτή μέσα στο μυαλό μου και θα ξεπετιόνταν έξω απ’ αυτό.
------------------------Συνεχίζεται

Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

Συνέχεια

Το αποχωρητήριο ήταν έξω στο πίσω μέρος της αυλής κολλημένο στο σπίτι. Για να πάμε εκεί, έπρεπε να κάνουμε το γύρο του σπιτιού. Όταν υπήρχε φως μέρας, δεν ήταν πρόβλημα, όταν όμως νύχτωνε, φοβόμασταν στο σκοτάδι. Για πόρτα είχε μια κουρτίνα από παλιό τσουβάλι, με μερικές τρύπες μικρές και μεγάλες, όπως όλα τα αποχωρητήρια τότε στο χωριό. Μέσα ένας βαθύς λάκκος σκαμμένος στη γη, με δυο σανίδες για να πατάμε. Τούρκικος της εποχής. Στον τοίχο ήταν καρφωμένο ένα μεγάλο καρφί και καρφιτσωμένα πάνω του ότι χαρτιά από εφημερίδες ή περιοδικά χιλιοδιαβασμένα περίσσευαν, κομμένα σε τετράγωνα ή μακρόστενα κομμάτια. Το χαρτί υγείας, όπως αργότερα το είπανε.
Υπήρχαν κι άλλα δυο δωμάτια, χτισμένα αργότερα, που ήταν κολλημένα πάνω στο παλιό το σπίτι αλλά δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους παρά μόνο από την αυλή. Η σόμπα ήταν μία κι αυτή στο μικρό σπίτι, οπότε το άλλο σπίτι δεν το χρησιμοποιούσαν. Θυμάμαι κάποιες μέρες του χειμώνα, που για κάποιο λόγο δεν χωρούσα στο μικρό δωμάτιο για να κοιμηθώ, με στέλνανε στο διπλανό, που το κρύο θέριζε και τρύπωνα ανάμεσα στο πάπλωμα και στην κουβέρτα, που χειμώνα καλοκαίρι ήταν στρωμένα πάνω σε εκείνο το κρεβάτι, γιατί έλειπαν οι ντουλάπες ή άλλοι αποθηκευτικοί χώροι για να αποθηκευτούν. Όλο το καινούριο σπίτι είχε μέσα δύο σιδερένια κρεβάτια με στρώματα παλιά και άβολα και μια ξύλινη ντουλάπα επίσης παλιά, δεν ξέρω ποιος τους την είχε δώσει, που όταν την άνοιγα οι πόρτες της έτριζαν ανατριχιαστικά, ιδίως τις εφιαλτικές νύχτες του χειμώνα. Κάποιες φορές έπαιρνα μαζί μου και κανένα από τα κορίτσια της Στέλλας, κυρίως την Κούλα, που ήταν πιο κοντά στην ηλικία μου. Μέχρι τα μεσάνυχτα μιλούσαμε κάνοντας μεγάλο σαματά, για να μη διεισδύσει το σκοτάδι μέσα στο δωμάτιο. Τραγουδούσαμε, κουτσομπολεύαμε, λέγαμε αστεία και όλα αυτά για να απωθήσουμε το σκοτάδι και να διώξουμε το φόβο από τις ψυχές μας από τα ουρλιαχτά των τσακαλιών. Μας έπαιρνε ο ύπνος μόνο όταν σταματούσε ο απόηχος απ’ τα ουρλιαχτά και τα σκοτάδια ξανάβρισκαν την ακινησία τους.
Κοίταξα προς το σπίτι της Βαρβάρας. Ψυχή δεν φαινόταν. Έφτασα στο αμάξι και είδα πως δεν είχα κλείσει την πόρτα βγαίνοντας. Ένιωσα τη σιγή στο δρόμο πνιγηρή και τρομαχτική. Ούτε ένα κελάηδημα δεν ακουγόταν. Κάθισα στο τιμόνι και κοίταξα από τον καθρέφτη πίσω μου. Στο κάτω μέρος της αλάνας φαινόταν ένα σπίτι μόνο του και ανοιχτό από διπλανά σπίτια. Μόνο ένα σπίτι το ακουμπούσε από την πίσω πλευρά «Το σπίτι του Σπυράκου». Φαινόταν εγκαταλελειμμένο. «Τί να έγινε αυτό το καθίκι», αναρωτήθηκα και γύρισα το κλειδί στη μηχανή. Κοίταξα την ώρα. Είχα αργήσει. Η αγοράστρια με περίμενε στο πατρικό. Θα προτιμούσα να συναντηθούμε κατευθείαν στο γραφείο της συμβολαιογράφου, όταν θα υπογράφαμε το συμβόλαιο. Έτσι θα γινόταν, αν δεν δεχόμουν ένα τηλεφώνημά της, πως θα έπρεπε να συναντηθούν γιατί είχε να μου παραδώσει κάτι που ίσως είχε σημασία για μένα. Το είχε βρει μέσα στο σπίτι όταν πήγε για δεύτερη φορά να το δει. Δεν πήγαινε το μυαλό μου τι θα μπορούσε να είναι. Όταν φύγαμε για πάντα από το χωριό πήραμε μόνο τα ρούχα μας, κάποια κουζινικά και δυο σιδερένια κρεβάτια. Τα υπόλοιπα δεν μπορούσαμε να τα πάρουμε, γιατί το κάρο με το οποίο κατεβήκαμε στην Θεσσαλονίκη δεν χωρούσε τα υπόλοιπα, και βέβαια το δωμάτιο το οποίο νοικιάσαμε στην πόλη θα το μοιραζόμασταν με τρία ξαδέρφια μου, (έτσι μας έβγαινε πιο φτηνό το νοίκι), οπότε περιττά πράγματα δεν χωρούσαν. Θυμάμαι τη μαμά μου κατά καιρούς να αναφέρεται σε αυτά και να λέει πως όταν θα πιάσουμε μόνοι μας κανένα σπίτι θα πάει να τα φέρει. Αλλάξαμε σπίτια πολλές φορές, αλλά τα πράγματά μας ή ξεχάστηκαν ή έχασαν την αίγλη τους, γιατί εντωμεταξύ σιγά- σιγά πλουτίζαμε με καινούρια πράγματα,- που μας χαρίζανε,- τα νοικιασμένα υπόγεια.
---------------------------------------Συνεχίζεται22

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

ΓΥΝΑΙΚΑ

ΕΛΕΝΗ Β

Στην αρχή πρόβαλε, μπροστά μου, το μισό χωριό και κάπου εκεί, στη δεύτερη στροφή, μπροστά από τον Αϊ Γιώργη, αποκαλύφθηκε και το υπόλοιπο μισό. Έκλεισα το ράδιο, που σε όλη τη διαδρομή μου κράτησε συντροφιά με τις συζητήσεις για την καινούρια κυβέρνηση της αλλαγής. Άνοιξα το παράθυρο διάπλατα για να μπουν οι ευωδιές της άνοιξης κι η θαλπωρή της οικείας γης, που σήκωσε μέσα μου ένα αυθόρμητο κύμα ζεστασιάς. Με την πρώτη ματιά δε φάνηκε να έχει αλλάξει κάτι, από τότε που έφυγα. Ίσως μόνο ο δρόμος, που ασφαλτοστρώθηκε και ξετυλίγεται μπροστά μου άδειος. Μηδένισα σχεδόν την ταχύτητα για να θυμηθώ σπίτια και γωνιές του χωριού. Επτά χρόνια, από τα παιδικά μου, τα έζησα εδώ. Εδώ γεννήθηκα, μετά φύγαμε για να χάσουν τα ίχνη των δικών μου οι κυνηγοί των αριστερών, εδώ με ξαναγυρίσανε κάποια στιγμή, όπου έμενα στη Στέλλα, εδώ τέλειωσα το Δημοτικό και από δω, φορτωμένη πάνω από σωρό από κρεβάτια και κουζινικά καργαρισμένα σε ένα κάρο, κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη.
Μπαίνοντας στο χωριό, το πρώτο σπίτι που συναντώ είναι της Νίκης. Αρκετά απομονωμένο από τα άλλα, με τον ένα τοίχο γκρεμισμένο, πνιγμένο στ’ αγριόχορτα και στ’ αγριολούλουδα σε χρώματα κίτρινα, βιολιά, άσπρα.
Η Νίκη, λέγανε στο χωριό, εξαφανίστηκε μετά από εκείνη τη νύχτα του ΄42, που ο Σπυράκος, συνεργάτης των Γερμανών, μπήκε στο σπίτι της και την βίασε. Δεκάξι χρονών, τότε, ορφανή, πρώτα από πατέρα, που σκοτώθηκε στα χωράφια κάποια μέρα που έβρεχε με το τουλούμι κι εκείνος προσπάθησε να περάσει με το κάρο του τα φουσκωμένα νερά του ποταμού. Βόδια, κάρο κι ο Ανέστης βρέθηκαν πεσμένοι μέσα στα άγρια νερά και την άλλη μέρα τους βρήκαν ένα χιλιόμετρο πιο εκεί. Αλλού το κάρο, αλλού το ένα βόδι, πιο κει το άλλο και πολύ πιο πέρα τον Ανέστη, που ακούστηκε πως παρασύρθηκε τόσο μακριά γιατί ήταν πολύ αδύνατος, και πολύ ελαφρύτερος από τα βόδια και το κάρο. Η μικρή τότε Νίκη μαυροφορέθηκε μαζί με τη μάνα της.
Δεν πρόλαβε να βγάλει τα μαύρα από τον πατέρα της και ένα πρωί τα ουρλιαχτά της έφτασαν στα πρώτα σπίτια της συνοικίας των βλάχων, που έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει. Βρήκαν την Καλλιόπη, τη μάνα της Νίκης, πεθαμένη στο κρεβάτι της. Συγκοπή από τη στεναχώρια της, ακούστηκε. Από τότε το ορφανό έμενε μόνο του, γιατί δεν δεχόταν να αφήσει το σπίτι τους να ερημώσει και να πάει να μείνει στην άλλη άκρη του χωριού, στα ξαδέρφια της μάνας της. Τα κουτσομπολιά στο χωριό έλεγαν πως δεν προσπάθησαν πολύ, οι συγγενείς, να την πείσουν. Ένα στόμα παραπάνω, εκείνες τις μέρες ήταν υπολογίσιμο. Ήταν το ΄40, λίγο πριν κηρυχτεί ο πόλεμος με την Ιταλία. Η Νίκη ζούσε όπως ζούσαν όλοι στο χωριό εκείνη την εποχή, καλλιεργούσε τον μικρό της κήπο με τα ζαρζαβατικά, τις κοτούλες της, τέσσερα κουνέλια και τον Αζόρ, τον σκύλο της. Ακούστηκε τότε, πως εκείνη τη νύχτα που την βίασε ο Σπυράκος, ο Αζόρ γαύγιζε σαν τρελός έξω από την πόρτα της κι εκείνος, αφού τέλειωσε μαζί της, βγήκε να φύγει και φαίνεται πως το σκυλί του όρμισε, γιατί την άλλη μέρα το βρήκαν σκοτωμένο με μια πιστολιά στο κεφάλι. Οι κάτοικοι του χωριού θυμούνται τα γαυγίσματά του εκείνο το βράδυ, στα οποία δεν δώσανε σημασία. Κάθε νύχτα ακούγανε παρόμοια γαυγίσματα ανακατεμένα με τα ουρλιαχτά των τσακαλιών. Μετά όμως από κάποια δευτερόλεπτα ακούσανε και τη πιστολιά. Τότε τρόμαξαν. Χώθηκαν στα σπίτια τους γιατί οι καιροί ήταν πονηροί και δεν ήθελαν να μπλέξουν. Το πρωί κάποιοι κίνησαν προς τα κει που ακούστηκε η πιστολιά για να δουν τι έγινε. Βρήκαν το κουφάρι του σκύλου μέσα στα αίματα έξω στον κήπο, άνοιξαν την πόρτα και είδαν τη Νίκη κουβαριασμένη κατάχαμα, μισολιπόθυμη, δεν σάλευε. Ήταν τέλος του ΄43
Εξαφανίστηκε μετά από λίγες μέρες, από τη νύχτα που οι χωριανοί την μάζεψαν και την περιποιηθήκανε, και κανείς δεν ήξερε τι απέγινε. Κάποιες φήμες αργότερα την ήθελαν έγκυο. Λένε πως κάποιος από το Κιλκίς την είδε στη Θεσσαλονίκη και του φάνηκε πως ήταν έγκυος. Αυτό ακούστηκε λίγους μήνες από το βιασμό της. Δεν ξανακούστηκε τίποτα άλλο για τη Νίκη. Ο Σπυράκος, ήταν απασχολημένος εκείνο τον καιρό με το ξεπάστρεμα των αντιστασιακών και των συγγενών τους στην περιοχή μας. Το πράγμα έδειχνε να είχε ξεχαστεί, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Συχνά τα βράδια στα παρακάδια, θυμάμαι, την ανάφεραν και αναρωτιόνταν πού θα μπορούσε να βρίσκεται.
Αυτά εγώ δεν τα έζησα, από διηγήσεις τα θυμάμαι. Οι δικές μου μνήμες περιορίζονται στα επτά χρόνια του Δημοτικού, και κάποιες περιστασιακές φορές που με αφήνανε στο χωριό, στη Στέλλα, γιατί στην πόλη δεν υπήρχε κανείς να με προσέχει όταν η μάνα μου δούλευε.
Έστριψα το αμάξι δεξιά και σταμάτησα στην άκρη του δρόμου. Μπροστά μου τα σκαλιά της εκκλησίας, που θα πρέπει να είναι κι αυτά καινούρια, δεν θυμάμαι να υπήρχαν πριν. Τα ανέβηκα δισταχτικά και διέσχισα τον πέτρινο διάδρομο, Μπήκα στην εκκλησία σκύβοντας από τη χαμηλή της πόρτα και κοίταξα γύρω μου. Την αγαπούσα αυτή την εκκλησία, με τα παλιά της εικονίσματα και με τον παπά-Δημήτρη. Ο χρόνος ήταν σταματημένος εδώ μέσα. Κοίταξα τα ζεστά χρώματα πάνω στις παλιές εικόνες, το φως δύο κεριών αναμένων σ’ ένα μικρό ταψάκι γεμάτο άμμο, κάτω απ’ την εικόνα του Αγ. Γιώργη( κάποιος θα πέρασε πριν από μένα). Το τρεμάμενο, θαμπό φως των κεριών, έδινε μια μικρή ζωντάνια μέσα στο χώρο. Ένιωσα την ατμόσφαιρα να φορτίζεται από εικόνες και φωνές που ενώνονταν μέσα μου, άλλοτε χαρούμενες κι άλλοτε σπαρακτικές που πλημμύριζαν για χρόνια την εκκλησία. Ένιωσα ανατριχίλα. Είχα την αίσθηση πως θα δω τον παπά-Δημήτρη να βγαίνει απ’ το ιερό. Πρόσεξα πως κάποιες εικόνες αφαιρέθηκαν από κάποια σημεία του τέμπλου κι οι θέσεις τους έχασκαν γυμνές. Παλιές εικόνες με αξία, ίσως κάποιος τις προώθησε σε «ειδικούς.» Προχώρησα ανάμεσα στα σαρακοφαγωμένα στασίδια. Η εκκλησία χρησιμοποιούνταν, εκείνο τον καιρό, από ελάχιστες οικογένειες του χωριού. Οι οικογένειες των Βλάχων και δυο-τρεις άλλες. Για τους υπόλοιπους, η ύπαρξή της ήταν ένα αναγκαίο κακό, που το σέβονταν, αλλά δεν τους αφορούσε. Ήταν χρήσιμη μόνο στους γάμους, στα βαφτίσια, στις κηδείες, άντε και το Πάσχα, σαν μέρος της τελετής το οποίο δεν μπορούσαν να το αφαιρέσουν.
Βγήκα από τη χαμηλή πόρτα και κατευθύνθηκα προς τα μνήματα, που ήταν κολλητά στον προαύλιο. Κι εδώ ο χρόνος ήταν σταματημένος. Τάφοι μόνο με χώμα, με μία απλή συρμάτινη περίφραξη κι ένα ξύλινο, παλιό σταυρό, ταλαιπωρημένο από τη πολύχρονη μάχη του με τα στοιχειά της φύσης. Τα τεράστια δέντρα γύρω μου, σύντροφοι των νεκρών για χρόνια, σκεπάζουν τους λιτούς τάφους, (σχεδόν τους κρύβουν). Έψαξα να βρω τον δικό μου τάφο. Χαμογέλασα στη σκέψη πως πάνω σε κάποιο σταυρό υπήρχε το δικό μου πατρικό όνομα. Είναι ο τάφος της αδερφής μου, που πέθανε ένα μήνα πριν γεννηθώ. Μου δώσανε το όνομά της, όπως ήταν φυσικό. Τον βρήκα. Τα αγκάθια τον σκέπαζαν, όπως σκέπαζαν και τους περισσότερους. Το όνομα φαινόταν, δεν έσβησε. Παραμέρισα τα χόρτα και τον άγγιξα απαλά. «Γεια σου, Ελένη» τη χαιρέτησα. Χαμογέλασα στη σκέψη πως ενώ εγώ ξέρω τόσα πολλά για τη ζωή της, εκείνη δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει ούτε τον ερχομό μου. Δεν υποψιάστηκε ποτέ, για τη μικρή της αδερφή που θα μεγάλωνε κάτω από τη σκιά της, μέσα στο φόβο μην τυχόν και δεν γίνει σαν κι εκείνη. Γιατί κουβαλώντας τ’ όνομά της, αυτομάτως θα έπρεπε να έχω και όλα εκείνα τα στοιχεία του χαρακτήρα της, που όπως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, λόγω του πρόωρου θανάτου της η εικόνα τους μεγεθύνθηκε κάνοντας πιο δύσκολη τη δική μου προσπάθεια. Κοίταξα το μνήμα που ήταν γεμάτο από μεγάλα αγκάθια και αγριοβατσινιές. « Πρέπει να έρθω κάποια στιγμή να το καθαρίσω.» Ήρθε στη μνήμη μου η εικόνα της μάνας μου, γονατισμένη να καθαρίζει το χώμα από τα χόρτα και τα μάτια της, ορμητικά ρυάκια, να ποτίζουν το χώμα μπροστά της. Της μιλούσε, αναφέροντας της όλα τα γεγονότα της μέρας, αδιάφορη από τη σιωπή, τη μοναξιά και την αδιαφορία των νεκρών γύρω της. Εγώ καθόμουν από μακριά και την παρατηρούσα. Μόλις τέλειωνε με κοιτούσε και σηκωνόταν, «πάμε» μου έλεγε και φεύγαμε αμίλητες. Σε όλη τη διαδρομή η μάνα μου ρουφούσε τη μύτη της ή τη σκούπιζε με την άκρη της μαντίλας της, μόνιμο εξάρτημα του κεφαλιού της.
Γύρισα στο αμάξι κι έβαλα μπρος. Ο δρόμος φιδωτός κατέβαινε μπροστά μου ανοίγοντας τα παράθυρα της μνήμης ένα ένα. Εικόνες, φωνές, σιωπές, στρογγυλοκάθισαν δίπλα μου στη θέση του συνοδηγού. Μπήκαμε μαζί στο χωριό. Γιατί από αυτό το σημείο και μετά έμπαινες για καλά στο χωριό. Δεξιά τα σπίτια των βλάχων, τα βλάχικα, όπως τα λέγαμε, παλιά και μίζερα, όπως τότε. Αριστερά άρχιζαν τα σπίτια στη σειρά, άλλα μερικώς ανακαινισμένα, άλλα όπως τα θυμόμουν και ανάμεσά τους μικροί παράδρομοι, χωμάτινοι ακόμα, που εξυπηρετούσαν κάποια άλλα σπίτια που βρίσκονταν πίσω από την πρώτη γραμμή. Δεξιά άλλη σειρά σπιτιών με τη ίδια διάταξη. Και πιο κάτω ο δρόμος καταλήγει στη μεγάλη πλατεία που στέκει μπροστά στην βρύση του χωριού, όπου η θέα της και μόνο ανασύρει μνήμες μανταλωμένες για χρόνια έξω από τα σύνορα του νου μου, εικόνες που θαρρείς πως σπάσανε το φράγμα τους και ξεχύθηκαν μέσα μου σαν καταρράκτης. Το στόμα μου γέμισε σάλιο που το κατάπια βιαστικά κι ένιωσα να πνίγομαι. Έβηξα προσπαθώντας να συνέρθω. Η βρύση είχε μπροστά της μια μεγάλη στέρνα, διαποτισμένη από υγρασία, όπου είχαν φωλιάσει μύκητες, γεμάτη λειχήνες, όπου εκεί σταματούσαν τα ζώα γυρνώντας από τη βοσκή, να πιούν νερό και μετά να μοιραστούν στα μαντριά τους.
Ένα κύμα συναισθημάτων ξεχύθηκε μέσα μου και δεν ήξερα πώς να το σταματήσω. Έβαλα μπρος το αυτοκίνητο και προχώρησα. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχα δει κανέναν να κυκλοφορεί. Ούτε ένα σκύλο να γυροφέρνει. « Μετακόμισαν όλοι;» αναρωτήθηκα και χαμογέλασα μόνη μου με τη σκέψη αυτή. Μπροστά στην βρύση υπήρχε μια μεγάλη αλάνα και δεξιά της περνούσε ένας δρόμος με μια άλλη σειρά σπιτιών, που έβγαζε στην δεύτερη έξοδο του χωριού. Τελευταίο σπίτι εκείνης της σειράς ήταν το σπίτι του Χρίστου, κολλητού του μπαμπά μου, όπως θα έλεγε κι ο γιος μου, με το μόνιμο, ειρωνικό χαμόγελο που κρεμόταν πάντα από τα χείλη του. Κομμουνιστής με εξορίες, φυλακές- πάντα παρέα με τον μπαμπά μου-, με μια γυναίκα δραστήρια, που μεγάλωσε, όπως όλες οι γυναίκες των κομμουνιστών, μόνη της τα δυο δίδυμα αγόρια, ο Δημήτρης κι ο Ηλίας, φίλοι με την αδερφή μου την πεθαμένη.
Ξαφνικά, ανάμεσα από τα δέντρα στο αριστερό μέρος του δρόμου ξεπρόβαλε το σπίτι της Στέλλας και δίπλα του, σχεδόν κολλητά το μαντρί. Σταμάτησα λίγο μακρύτερα για να το βλέπω ολόκληρο. Στους τοίχους του ξεχώριζαν ακόμα τα σημάδια από τα κούσκουρα. Η καύσιμη ύλη! Μικρές μπάλες από τις κοπριές των ζώων, που όσο ήταν ακόμα φρέσκες, τις μαζεύαμε και τις πλάθαμε με άχυρο σε μεγάλες μπάλες και τις κολλούσαμε στον τοίχο, σαν μικρά, στρογγυλά ταψάκια, όπου ξεραίνονταν από τον ήλιο και τα ξεκολλούσαμε, τα στοιβάζαμε στο πίσω μέρος του σπιτιού ή μέσα στο μαντρί, για να τα κάψουμε στη σόμπα το χειμώνα μαζί με άχυρα.
Η γη μπροστά στην πόρτα ήταν γυμνή. Είχε κάτι σαν επίστρωση, από χοντρές σόλες παπουτσιών και πέλματα γυμνών ποδιών τόσων προγόνων. Δυο πλατάνια σκιάζανε το σπίτι τα καλοκαίρια με τα φύλλα τους σαν ανοιχτές παλάμες. Μέσα σ’ αυτά τα φύλλα κατοικούσαν δεκάδες σπουργίτια, που άρχιζαν το κουβεντολόι τους απ’ τη στιγμή που χάραζε. Κάποιες φορές φιλοξενούσαν και κάργιες που σκούζανε σαν υστερικές γυναίκες, προσπαθώντας να αντισταθούν όταν ο άνεμος τις παράσερνε
Προχώρησα με τα πόδια, ενώ με διαπερνούσε η ηχώ από βήματα συγκεκριμένων ανθρώπων, που σαν ιστός αράχνης μπλεγμένη στους ίσκιους τους, ένιωθα τα πόδια μου να την πατούν και οι σκιές να ξυπνούν. Έφτασα στο μαντρί, έσπρωξα την πόρτα και ασυναίσθητα σήκωσα το πόδι μου για να δρασκελίσω το ψηλό, ξύλινο κατωθύρι, όπως τότε. Το κατωθύρι έλειπε, είχαν απομείνει οι δυο άκρες του αριστερά και δεξιά της πόρτας, σαπισμένες από την πολυκαιρία. Κοίταξα το εσωτερικό του. Τα πάντα ήταν στη θέση τους όπως τότε που η μάνα μου έδινε έναν κουβά γεμάτο χόρτα ανακατεμένα με σανό για να ταΐσω την αγελάδα. Η εικόνα της αγελάδας να στέκει στην πόρτα του στάβλου μηρυκάζοντας, μ’ έμπασε σ’ ένα ταξίδι μνήμης στο χώρο και στο χρόνο. Θυμάμαι, μόλις με έβλεπε να μπαίνω στο μαντρί μουγκάνισε, μου έδινε μια ελαφριά κεφαλιά και ένιωθα την ανάσα της ζεστή μέσα απ’ το φουστάνι μου. Με ακολουθούσε μέσα στο στάβλο σπρώχνοντας απαλά το τσουκάλι με τη τροφή της, έβαζα τον κουβά μπροστά της κι εκείνη έχωνε τη μουσούδα της μέσα. Χάιδευα την πλάτη της κι εκείνη αποσπούσε για λίγο την προσοχή της απ’ το τσουκάλι, σήκωνε το κεφάλι μουγκανίζοντας με κουτουλούσε απαλά τα πόδια και ξανασυνέχιζε το φαγητό της. Νιώθω ακόμη την ανάσα της ζεστή πάνω μου. Βγαίνω απ’ το μαντρί νιώθοντας να πνίγομαι απ’ τη βαριά μυρωδιά της κοπριάς, που έχει ποτίσει τους τοίχους και το χωμάτινο πάτωμα, αλλά κι απ’ τις μνήμες, που είχαν ξυπνήσει μέσα μου. Πλησίασα την πόρτα του σπιτιού, όπου είδα μια αλυσίδα με ένα λουκέτο να κρέμεται από δυο χαλκάδες βιδωμένους, ο ένας στην πόρτα κι ο άλλος στο παραστάτη της πόρτας. Η αλυσίδα ήταν χαλαρή και μπόρεσα πατώντας το παλιό χερούλι να ανοίξω μια χαραμάδα για να δω μέσα. Η εξώπορτα άνοιξε δυο δάχτυλα και η αλυσίδα τέντωσε. Κοίταξα από το άνοιγμα το εσωτερικό του. Το σπίτι δεν είχε αλλάξει στο παραμικρό. Το φαρδύ κρεβάτι στ’ αριστερά κάτω από το μικρό παράθυρο, ένα φανάρι με σίτα κρεμασμένο από το ταβάνι που προφύλαγε τα περισσεύματα των φαγητών από τις μύγες, η λαμαρινένια σόμπα, που τα μεγάλα βράδια των παρακαδιών κάποιος άνδρας καθόταν πάντα δίπλα της και τροφοδοτούσε κάθε λίγο τη φωτιά με άχυρα και κουσκούρια τα οποία άρπαζαν φωτιά αμέσως, πυρακτώνονταν τα μπουριά και θυμάμαι τα μάγουλά μας να γίνονται κατακόκκινα από την ζέστη, μόνο για εκείνη τη στιγμή, γιατί το επόμενο δευτερόλεπτο, που καίγονταν τα άχυρα και έμεναν μόνο τα κουσκούρια μέσα στη σόμπα, έπεφτε η θερμοκρασία, υποχωρούσε η ζέστη και μια κρυάδα μας πάγωνε. « Ρούξον ασσύρε»(Ρίξε άχυρα) , φώναζε κάποιος στον άνδρα που καθόταν δίπλα στη σόμπα κι εκείνος ξανάνοιγε το πάνω καπάκι και καργάριζε πάλι με τ’ άχυρα τη σόμπα. Έτσι κυλούσε όλο το βράδυ, μέσα σε μασάλια, ιστορίες για απιστίες, για αγάπες, ιστορίες για την πατρίδα, τραγούδια Τούρκικα και Ποντιακά και πολλές φορές καυγάδες.
Από το άνοιγμα της πόρτας έβλεπα τα μπουριά της σόμπας που σχημάτιζαν γωνία και κατέληγαν στον απέναντι τοίχο όπου έβγαιναν από μια τρύπα έξω από το σπίτι. Από τη θέση που στεκόμουν φαινόταν ακόμα και το μισό τσίγκινο στεφάνι που κάλυπτε την τρύπα που έβγαινε το μπουρί που εφαπτόταν κυκλικά απ’ τη μια πάνω του κι απ’ την άλλη ακουμπούσε πάνω στον τοίχο. Την δεξιά πλευρά του χώρου δεν την έβλεπα. Μπορούσα να την περιγράψω στο μυαλό μου. Στη μέση του τοίχου ήταν μια εταζέρα με ράφια που οι εξωτερικές άκρες τους ήταν στολισμένες με χειροποίητη δαντέλα, φτιαγμένη από τα χέρια της Στέλλας. Πάνω από τα ράφια αραδιασμένα τσίγκινα πιάτα και κάποια μπιμπελό, που έφερνε κατά καιρούς ο πατέρας μου και αδερφός της μάνας της Στέλλας από τις φυλακές και τις εξορίες. Χειροποίητα κι αυτά. Κάτω από τα υπήρχε ένα ερμάρι με δυο συρτάρια δεξιά κι αριστερά, που φιλοξενούσαν τα κουτάλια, τα πιρούνια και το μαχαίρι. Το μαχαίρι ήταν ένα, μεγάλο, με σπασμένη μύτη και ξύλινο χερούλι. Κάτω από τα συρτάρια δύο πόρτες μικρές χώριζαν το κάτω μέρος των συρταριών με το κλειστό ντουλάπι. Εκεί έκρυβε η θεία μου όλους τους μικρούς θησαυρούς της. Από ρεβυθοκαφέ, ξυλοκέρατα, καρύδια από το δέντρο που ήταν μπροστά στο σπίτι, αμύγδαλα, κλεισμένους όλους τους καρπούς και τον καθένα χωριστά, σε πάνινες σακούλες, που τις έφτιαχνε σχίζοντας κάποια πολύ παλιά ρούχα ή σεντόνια. Μέχρι κλωστή για πλέξιμο, που το είχε γνέψει η ίδια τις μακριές χειμωνιάτικες νύχτες, μία ποδιά για το πλύσιμο, μια ζακέτα για τα κρύα, ένα τραπεζομάντιλο που απλωνόταν σε σπάνιες περιπτώσεις κι ένα ζευγάρι παντόφλες ολοκαίνουριες που τις είχε φέρει ένας ξάδερφος της από την Αθήνα και ποτέ δεν τις φόρεσε, γιατί ποτέ δεν έζησε μια μέρα τέτοια, που θα άξιζε κανείς να φορέσει καινούριες παντόφλες. Πάντα αναρωτιόμουν πως χωρούσαν τόσα πράγματα σ’ ένα μικρό ντουλάπι. Τα βράδια, στα καθημερινά παρακάδια, που ήταν το σήμα κατατεθέν του σπιτιού, άνοιγα εκείνο το ντουλάπι και χάζευα τους θησαυρούς της θείας. «Ντο εφτάς εκές αξάν ;»(Τι κάνεις εκεί;) με μάλωνε η μάνα. Μάνα τη φώναζα. Την πραγματική μου μάνα την φώναζα μαμά. Δίπλα από την εταζέρα υπήρχε ένα ξύλινο παγκάκι δίχως πλάτη, έργο κι εκείνο της μάνας. Επάνω του είχε απλωμένες δυο κουρελούδες, η μία πιο καινούρια, που την έβαζε από κάτω για να μην τρίβεται και χαλάσει. Στον τοίχο, πάνω από τον ξύλινο πάγκο, κρεμόταν ένας καθρέφτης μικρός, φθαρμένος από τα πλάγια του, από ένα καρφί πολύ μεγάλο για το μέγεθός του και γυρισμένο το κεφάλι του προς τα πάνω για να μην πέφτει ο καθρέφτης. Σε εκείνη τη γωνιά, πάνω στον ξύλινο πάγκο καθόταν εκείνη με τη Στέλλα και της μάθαινε πώς να πλέκει τις δαντέλες και τις μάλλινες μπλούζες. Κάτω από εκείνον τον πάγκο, σχεδόν στα πόδια του, είχε απλωμένη μια άλλη παλιά κουρελού, όπου εκεί καθόταν τα πειραχτήρια της νύχτας. Διακωμωδούσαν ότι άκουγαν δίχως να γελούν καθόλου. Άκουγαν κάποιον να λέει για κάποια γυναίκα που έμεινε έγκυος- ενώ ο άνδρας της ήταν εξορία- «Μοτιμπίστης η Μαρία εν έγκυος, θάμαν »(Μη χειρότερα, η Μαρία είναι έγκυος), έλεγε η μία και οι υπόλοιπες συμπλήρωναν εν χορώ. «Θάμαν, θάμαν»(Θαύμα, θαύμα) ή σε άλλες περιπτώσεις «Μπράβο, μπράβο».
Οι κρυμμένοι άνδρες από τα τάγματα ασφαλείας την εποχή του εμφυλίου, έρχονταν πολλές φορές κρυφά κάποιες νύχτες στα σπίτια τους και το επόμενο πρωινό ήταν εξαφανισμένοι. Εκείνα τα βράδια όλο και κάποια θα έμενε έγκυος. Και βέβαια για μέρες ήταν η συναρπαστική είδηση που απορροφούσε όλο το χωριό, ώσπου να φτάσει η συνταρακτικότερη και ν’ αφήσουνε την πρώτη να αναπαυθεί.
Οι εικόνες έρχονταν κι έφευγαν ακολουθώντας την κίνηση του ματιού μου, διαπιστώνοντας, πως το μόνο που άλλαξε εκεί μέσα ήταν ένα ριχτάρι πάνω στο κρεβάτι. Τίποτα άλλο. Τραβήχτηκα από την πόρτα και πιάνοντας το παλιό πόμολο την ξανάφερα στην προηγούμενη θέση της. Κοίταξα απέναντι το σπίτι της Βαρβάρας. Δίπλα στο παλιό σπίτι ήταν χτισμένο, στα τούβλα ακόμη, ένα καινούριο. Οι εικόνες καταιγιστικές είχαν εισβάλει στο κεφάλι μου και σπρώχνοντας η μια την άλλη διεκδικούσαν την πρωτιά.
Η Στέλλα μόλις βράδιαζε ετοίμαζε τη σόμπα. Την καθάριζε από τη βραδινή στάχτη, την οποία τη μάζευε μέσα σε μια λεκάνη και μετά την έριχνε σε ένα ορισμένο σημείο του κήπου που δεν βρέχονταν. Μ’ αυτή τη στάχτη έτριβε τα κατσαρολικά της που μαύριζαν από την καθημερινή τους επαφή με τις φλόγινες γλώσσες που τ’ αγκάλιαζε πάνω στην χειροποίητη εστία που μαγείρευαν. Έφερνε μέσα στην κάμαρη ένα κουβά χάλκινο γεμάτο με κούσκουρα και έναν άλλο μεγαλύτερο γεμάτο με άχυρα. Άνοιγε το πάνω καπάκι από τη σόμπα κι έριχνε πρώτα λίγα άχυρα, μετά κούσκουρα που προηγουμένως τα έκοβε σε δυο κομμάτια, μετά πάλι άχυρα και κούσκουρα και έκλεινε το πάνω καπάκι. Μετά γονάτιζε πάνω στη μικρή κουρελού που είχε κοντά στη σόμπα και άνοιγε το μικρό πορτάκι που βρισκόταν στο μπροστινό κάτω μέρος της σόμπας. Έπαιρνε ένα χαρτί, το τσαλάκωνε στο μάκρος του και άναβε την άκρη του με ένα τσακμάκι. Μετά η αναμμένη άκρη έμπαινε στο μικρό πορτάκι κι αυτομάτως έπαιρναν φωτιά τα άχυρα μαζί με τα κούσκουρα κι η Στέλλα έκλεινε βιαστικά το πορτάκι για να μην πέσουν οι σπίθες έξω. Για αρκετή ώρα πηγαινοερχόταν κοντά στη σόμπα, την άνοιγε και τροφοδοτούσε τη φωτιά με άχυρα και κουσκούρια. Η σόμπα ήταν έτοιμη και το δωμάτιο αρκετά ζεστό όταν πρώτη έμπαινε πάντα η Βαρβάρα,- «Τσόφα», η οποία έφευγε και τελευταία. Φορώντας πάντοτε την ίδια μακριά, γκρι ποδιά και έχοντας διπλωμένα τα χέρια της κάτω από αυτήν, έμπαινε μέσα λέγοντας πάντοτε, ανάλογα με το τι καιρό είχε:« Ουφ ντο κρύον εφτάει»(Τι κρύο κάνει!) ή «Ντο ζέστεν εφτάει»(Τι ζέστη κάνει;) ή «Εσσοντσεν»(Χιόνισε) ή «Ντο πολλά βρέσς»)Τι πολύ βρέχει!) . Και έπαιρνε πάντοτε την καλύτερη θέση πάνω στο κρεβάτι, ακουμπώντας την πλάτη της στον τοίχο και τα πόδια της τεντωμένα προς τα μπρος, πιάνοντας με αυτόν τον τρόπο μια δεύτερη θέση. Την οποία θα αποχωριζόταν μόνο αν «έκλειναν» όλες οι θέσεις και κάποιος από τους καθημερινούς επισκέπτες πήγαινε κοντά της και της φώναζε «έπαρ τα ποδάρες απαδά»(Πάρε τα πόδια σου από δω!) κι εκείνη αναγκαζόταν να τα μαζέψει μουρμουρίζοντας« Μότιμπίστης, κι χωρείς ;»(Μη χειρότερα, δεν χωράς;) Η Βαρβάρα αφού έμπαινε νωρίς νωρίς μέσα στο σπίτι- δωμάτιο και αφού έλεγε την ατάκα της μέρας και καθόταν στην προεδρική θέση, αυτομάτως κοιμόταν, γέρνοντας το κεφάλι της προς τα μπρος και έχοντας πάντα τα χέρια της διπλωμένα κάτω από τη ποδιά της. Ποιοι έμπαιναν, ποιοι έβγαιναν δεν τους έπαιρνε είδηση. Την νανούριζαν οι φωνές τους. Κάποια στιγμή που έπαυαν οι φωνές τους ν΄ακούγονται γιατί άδειαζε το σπίτι, εκείνη ξυπνούσε και με έκπληκτο βλέμμα ρωτούσε; «Ντό έντον; »(Τι έγινε;) Και η Στέλλα, ατάραχη με την προσοχή της στραμμένη στο πλεκτό, της απαντούσε πως έφυγαν όλοι. « Ντό είπατεν;»(Τι είπατε;) ρωτούσε και στην ατάραχη απάντηση της Στέλλας,«Τιδέν»(Τίποτα) αυτή μουρμούριζε «;Τιδέν κι έντον;»(Τίποτα δεν έγινε;) «Τιδέν» ξαναέλεγε η ξαδέλφη μου και εκείνη σηκωνόταν βιαστική μουρμουρίζοντας; «Ας πάω κι εγώ επέρασεν η ώραν.»(Ας πάω κι εγώ, πέρασε η ώρα). Κι έφευγε. Τότε σηκωνόταν η Στέλλα και έστρωνε τα κρεβάτια για να κοιμηθούν τα τρία κορίτσια της, που μέχρι εκείνη την ώρα καθισμένες στο χωμάτινο πάτωμα, πάνω σε μια κουρελού έκαναν τα μαθήματά τους για νάναι έτοιμα το πρωί για το σχολείο. Όταν γκρίνιαζα γιατί καθυστερούσε η Βαρβάρα τον ύπνο μας, εκείνη απαντούσε με εκείνο το ήρεμο ύφος της; «Άστην μωρέ, κρίμαν εν »(Άστην μωρέ, κρίμα είναι), σε τόνο κάτι ανάμεσα σε επίπληξη κι αγάπη.
-----------------------Συνεχίζεται
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ