Παρασκευή 16 Μαΐου 2008

Συνέχεια Νο 6

Ήρθε κοντά μου. «Φοβάσαι;» γέλασε. «Λίγο!». Χώθηκε μαζί μου μέσα. «Γιατί κάνανε τις πόρτες τόσο κοντές και μικρές;» τη ρώτησα. «Ίσως για τα κρύα» είπε σοβαρά. Είχα δίκιο που φοβόμουν. Το σπίτι είναι βυθισμένο στη σιωπή και στη σκόνη, γεμάτο ψιθύρους που μόνο εγώ καταλάβαινα. Οι εικόνες όρμισαν στο άνοιγμα του μυαλού μου σωστή χιονοστιβάδα. Στο τοίχο υπήρχαν τρία παράθυρα που έβλεπαν τα δύο στον κήπο και το ένα στο δρόμο. Δεν υπήρχε ούτε ένα έπιπλο σ’ αυτό το μεγάλο δωμάτιο. Στην απέναντι μεριά στον δεξιό τοίχο μια πόρτα έμενε ερμητικά κλειστή. Την πλησίασα και έπιασα το πόμολο. Άνοιξε κάτω από την πίεση του χεριού μου κι οι εικόνες εναλλάσσονταν μπροστά στα μάτια της μνήμης μου. Στο δεξί τοίχο ένα κρεβάτι- απ’ αυτά που δεν χώρεσαν στο κάρο- δίχως το στρώμα του , μόνο με μια κουρελού που κάλυπτε τις σούστες του. Ένα κρεβάτι διπλό, από εκείνα τα σιδερένια, που στηρίζονταν πάνω σε τέσσερα πόδια από σωλήνες κούφιους και από πάνω για να σκεπάσουν την τρύπα του σωλήνα υπήρχαν κάποια καπάκια από αλουμίνιο βαμμένα σε χρυσό χρώμα με εντυπωσιακά σχήματα. Θυμάμαι πως εκείνα τα καπάκια ήταν για μένα κάτι σαν παιχνίδι. Τα έβγαζα και τα ξανά έβαζα, ακούγοντας τον χαρακτηριστικό, υπόκωφο ήχο που κάνει ο σωλήνας, έτσι όπως κάνανε οι άνδρες με τα παλιά τσακμάκια τους που τα άναβαν και τα έσβηναν για να χαίρονται τον ήχο που έβγαζαν όταν έκλεινε το καπάκι. Δίπλα του μια καρέκλα με ψάθα. Κολλημένο στον τοίχο ήταν ένα μικρό ορθογώνιο τραπέζι σκεπασμένο με ένα πλαστικό, παλιό τραπεζομάντιλο και δυο ίδιες καρέκλες περασμένες κάτω από τα ψηλά πόδια του τραπεζιού. Οι τοίχοι μαύροι από την καπνιά της σόμπας, που έλειπε από τη θέση της. Εκείνην τη χώρεσε στο κάρο η μάνα μου, γιατί ήταν χρειαζούμενη εκεί που θα πηγαίναμε.
Έκλεισα τα μάτια μου κι ανάσανα εκείνο το σκοτεινό οικείο αέρα. Τις μυρωδιές της παιδικής μου ηλικίας. Ένιωσα δίπλα μου την Τασούλα. Ήθελα να δώσω λίγο χρόνο στον εαυτό μου να πάρει βαθιές ανάσες για να χαλαρώσει τους μυς της πλάτης μου που με έσφιγγαν σαν μέγγενη. Η Τασούλα κάθισε στην καρέκλα που ήταν δίπλα στο κρεβάτι. «Σαν νάταν τότε, δεν άλλαξε τίποτα εδώ μέσα.» Είπε κι εγώ συμφώνησα γιατί πράγματι αυτά τα δυο δωμάτια σαν να είχαν χτιστεί με πιο καλά υλικά. Ήταν όρθια. Όλα ανέπαφα απ’ τον χρόνο. Μόνο σκόνη στα δυο τρία έπιπλα. Τι σκόνη δηλαδή, Σαν κάποιος να τα πασπάλισε με χώμα. Στο δωμάτιο αυτό κοιμόμουν μαζί με τη μαμά, στο ίδιο κρεβάτι. Κάποιες εικόνες που μου έρχονται στο μυαλό να κοιμάμαι μόνη μου, δεν θυμάμαι σε ποιες περιπτώσεις συνέβαινε αυτό και κάτω από ποιες συνθήκες. Κάθισα στην άκρη του.
«Τι ωραίο αυτό το έπιπλο!», η Τασούλα δίπλα μου θαύμαζε τη σιφονιέρα. Το τρίτο και τελευταίο έπιπλο του δωματίου. Το κοίταξα και αναρωτήθηκα πώς αυτό το υπέροχο κομμάτι το αφήσαμε εδώ, μέσα σ’ αυτό το ερείπιο με την ανοιχτή πόρτα και κυρίως πώς ποτέ δεν ενδιαφερθήκαμε να το μεταφέρουμε κάποια στιγμή. «Έτσι που φύγατε κυνηγημένοι και φοβισμένοι, απασχολημένη η μάνα σου με το έργο της επιβίωσής σας, το τελευταίο πράγμα που θα σκεφτόταν ήταν να κουβαλήσει έπιπλα, μόνο για την ομορφιά τους. Πήρε ότι νόμιζε πως χρειαζόσασταν.» Η απάντησή της Τασούλας, στην απορία μου. « Η κυρία θέλει πολύ να το αγοράσει» είπα. «Ποια, καλέ; Η Ράντου;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Αυτή θέλει το σπίτι, από ότι μου είπε». Στεκόμασταν κι οι δυο μπροστά στη σιφονιέρα. Την κοίταξα στα μάτια. «Μάλλον, κατάλαβε πως θα δυσκολευτεί να με πείσει να το πουλήσω,» είπα και στ’ αλήθεια δεν περίμενα την αντίδρασή της. Με άρπαξε στην αγκαλιά της και με έκανε γύρους. Μετά απότομα σταμάτησε και με κοίταξε. Τα μάτια της είχαν θολώσει από συγκρατημένα δάκρια. Καλή μου Τασούλα! «Ήμουν σίγουρη πως δεν μπορούσες να το δώσεις, έτσι αβασάνιστα. Αν εσύ δεν έζησες πολλά χρόνια στο χωριό, το σπίτι είναι γεμάτο από ιστορίες που θα τις συναντήσεις κάποια στιγμή, τυπωμένες στην ιστορία αυτού του τόπου. Μπορεί να μην αναφέρονται στο χωριό μας ακριβώς, αλλά οι ιστορίες που θα διαβάζουμε θα είναι σαν αυτές που έζησε το χωριό, που έζησε όλη η Ελλάδα» Τα χέρια της με έσφιγγαν πάνω της. Ήταν φανερό πως ήταν πολύ συγκινημένη. Ξέφυγα μαλακά από τον κλοιό των χεριών της. Της έδειξα το τετράδιο, που μέχρι τότε μου έκαιγε το χέρι. «Τι είναι αυτό;» κοίταζε το απλωμένο χέρι μου. Πήρε το τετράδιο στα δικά της. «Φωνή από τον τάφο», είπα. Το άνοιξε και είδα το πρόσωπό της να χλομιάζει. Τα μάτια της είχαν ανοίξει για να χωρέσουν τις εικόνες που καταιγιστικά δίνανε, φαίνεται, το παρόν μέσα της. « Τα γράμματα της Ελένης», είπε κι ένιωσα να ανατριχιάζω. Με κοίταξε. «Που το βρήκες;» «Η Ράντου» της είπα και της τα διηγήθηκα όλα δείχνοντας τη στοίβα τα βιβλία που είχε πάνω στη σιφονιέρα. Οι φωνές μας έγιναν εδώ κι ώρα ψιθυριστές. Το αδύνατο, τρεμάμενο φως που διείσδυε από το μικρό, βρώμικο παράθυρο, πρόσδιδε στην ατμόσφαιρα του δωματίου κάτι τρομακτικό. «Είσαι βέβαιη;» Η ερώτηση, που ειπώθηκε ψιθυριστά, θαρρείς δυνάμωσε την πυκνότητα της σιωπής. Ολόκληρη η ύπαρξή μου συρρικνώθηκε στ’ αυτιά μου για ν’ ακούσω την απάντησή της. « Όπως με βλέπεις και σε βλέπω.» Τα χέρια της είχαν μια νευρικότητα και ένα ελαφρύ τρέμουλο. « Θα με αφήσεις να το διαβάσω;» Η φωνή της ακούστηκε δισταχτική.
Η Τασούλα ήταν η φίλη της Ελένης. Μαζί μεγάλωσαν, μαζί πήγανε στο σχολείο, μαζί αργότερα χανόντουσαν για μέρες στα βουνά της Μακεδονίας, για το φόβο των Γερμανών. Αυτές είχαν ξεσηκώσει και τον γιο της Λέγκως, από δίπλα, να ανέβει στο βουνό. Ήταν κι αυτός σύντροφος των παιδικών παιχνιδιών τους. Οι τρεις τους ήταν πολύ αγαπημένοι.
« Θα το διαβάσουμε μαζί» της είπα κι εκείνη μη μπορώντας να συγκρατηθεί έκλαψε σαν μικρό παιδί. Σοκαρίστηκα στην εικόνα της κλαμένης Τασούλας. Την αγκάλιασα νιώθοντας τη ζεστασιά της, τα χρώματα αγάπης που εξέπεμπε «Καλύτερα να πάμε στο σπίτι σου» είπα και σκούπισα με την άκρη της παλάμης μου τα δάκρια. Με ακολούθησε και βγήκαμε από το σπίτι τραβώντας την πόρτα κι ακούγοντας πάλι τον απαίσιο ήχο της.
-----------Συνεχίζεται

1 σχόλιο:

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ είπε...

Η γεύση του γραπτού σου είναι εξ ίσου νόστιμη με τον καφέ σου και τα συνοδευτικά του και αφήνει σε κάθε τέλος συνέχειας ,την αίσθηση του "θέλω κι άλλο"!!!