Πέμπτη 8 Μαΐου 2008

Συνέχεια Νο 3

Χρόνια πολλά εκεί στην πόλη, πίστευα πως η μνήμη είχε εγκαταλείψει για πάντα τα τοπία των παιδικών μου χρόνων. Το λάθος μου το συνειδητοποιώ αυτή την ώρα που το αμάξι περνάει μπροστά από τον μεγάλο κήπο του σχολείου. Ξαφνικά, κι ενώ πάντα πίστευα πως η γομολάστιχα μιας καινούριας ζωής τα είχε σβήσει από μέσα μου, ανακάλυψα πως οι εικόνες υπήρχαν ταχτοποιημένες στο μυαλό μου και ψάχνανε ένα χέρι να τραβήξει το νήμα που τις είχε ενωμένες για να εμφανιστούν μπροστά μου. Τ’ αυτιά μου γέμισαν από παιδικές φωνές. Πολλές φωνές. Ένα κολλάζ μικρών και μεγάλων εικόνων, άλλες φωτεινές κι άλλες θολές, ονόματα και πρόσωπα ξεχασμένα. Ένα κύμα νοσταλγίας με γύρισε πίσω στα χρόνια αυτού του σχολείου με τους πέτρινους τοίχους κι εγώ με την μπλε ποδιά με το άσπρο γιακαδάκι, με τους τεράστιους άσπρους φιόγκους στις πλεξούδες μου, κρεμασμένους στους ώμους μου και τα σημάδια από μελανί Faber στην άκρη των χειλιών.
Κοίταξα τον τεράστιο, μελαγχολικά άδειο κήπο του και θυμήθηκα τη Στέλλα που μου είπε κάποια στιγμή. «Το σχολείο έκλεισε, δεν υπάρχουν παιδιά». Τότε δεν είχα δώσει μεγάλη σημασία στο γεγονός, μάλλον δεν με απασχόλησε καθόλου. Τώρα συνειδητοποιώ την ερημοποίηση της επαρχίας.
Εδώ ακριβώς, στην άκρη του δρόμου, η μάνα ένα πρωινό του ΄58, κατέβασε τη μεγάλη βράκα της και κατούρησε κλαίγοντας γοερά, γιατί πριν από λίγη ώρα είχα πάει στο σπίτι της, σταλμένη από τη μαμά μου, να της δείξω ένα φάκελο με μια μαύρη, λεπτή ταινία γύρω του, που το είχαμε λάβει από τον μπαμπά μου, εξόριστο, τότε, στη Βουδαπέστη.
Εκείνο το πρωινό του ΄58 ξύπνησα από δυνατά κλάματα στο σπίτι μας. Σηκώθηκα, θυμάμαι, τρομαγμένη και μπήκα στο πρώτο δωμάτιο που συγκοινωνούσε με μια πόρτα μ’ αυτό που κοιμόμουν εγώ με τη μαμά μου. Βρήκα το Γιάννη, τον αδερφό μου, καθισμένο ανάποδα σε μια καρέκλα, με τα χέρια του να κρύβει το γερμένο κεφάλι του πάνω στο ξύλο της πλάτης της καρέκλας και να κλαίει σπαραχτικά. Ήμουν μικρή τότε, αλλά όχι τόσο που να μην καταλάβω πως κάτι πολύ κακό συνέβη. « Τι έγινε, Γιάννη;» τον ρώτησα και το κλάμα του έγινε δυνατότερο, «τίποτα» μου απάντησε. Από το άλλο δωμάτιο, που το χρησιμοποιούσαμε για κουζίνα, άκουγα το σιγανό κλάμα της μαμάς μου. Πήγα κοντά της. «Τι έγινε, μαμά;» Ζύμωνε μπροστά σε μια μεγάλη ξύλινη σκάφη κι άκουγα τη ζύμη να κλάνει κάτω από το βάρος των χεριών της, σημάδι ότι ήταν έτοιμη για πλάσιμο. Το αλεύρι, σαν άχνη, είχε σχηματίσει επιστρώματα στο πρόσωπό της. « Σταμάτα και πες μου» της είπα και την τράβηξα από το ζύμωμα. Το κορμί της το συντάραζαν αθόρυβοι λυγμοί. «Να,επήραμε γράμμαν ασο πάπας .»(Να πήραμε γράμμα απ’ τον μπαμπά σου). Προσπαθούσε να καθαρίσει τα χέρια της από τις λωρίδες ζύμης που τραβιόταν σαν λάστιχο. Πήρε από δίπλα της ένα μαχαίρι και έξυνε ανάμεσα τα δάχτυλά της, για να ξεκολλήσει τη ζύμη. Το κλάμα της έγινε λυγμικό. «κάτ γράφτ απάν που κι γανέβουμεν κι έσς απές το γράμμαν που έστειλαμ .»(Κάτι γράφει πάνω που δεν το καταλαβαίνουμε και μέσα στο φάκελο έχει το δικό μας γράμμα, που τον είχαμε στείλει).
Ο πατέρας για μένα ήταν μια φωτογραφία και κάτι φήμες, για το πόσο καλός κομμουνιστής ήταν για κάποιους, και πόσο κακός Έλληνας ήταν, για άλλους. Τίποτα άλλο. Τεσσάρων μηνών ήμουν όταν έφυγε και μέχρι που να πεθάνει πήραμε τρία ή τέσσερα γράμματά του. Δεν είχα τίποτα να θυμηθώ από εκείνον, εκτός από κάποιες στιγμές της μαμάς μου, που τον έβριζε πατώκορφα, που «δεν κοιτούσε να σώσει την οικογένειά του, κι έτρεχε να σώσει τον κόσμο».
Μου έβαλε το γράμμα στο χέρι και δείχνοντάς μου τη λέξη που έγραφε πάνω στο φάκελο, «απεβίωσεν», μου είπε να τρέξω στην μάνα, να της δείξω το γράμμα και να της πω να έρθει στο σπίτι μας. Διέσχισα την αυλή μας και μπούκαρα στο δρόμο με το γράμμα στο χέρι. Η μάνα ούρλιασε μόλις είδε την μαύρη ταινία. « Αχ πούλιμ, αχ πούλιμ, έφαγανεσεν» (Αχ πουλάκι μου, σε φάγανε). Το απεβίωσεν δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει ούτε εκείνη και προσπαθώντας να αρπαχτεί από κάπου, ίσως να μην ήταν αυτό που φαντάστηκε, με έστειλε στον παπά- Δημήτρη. Εκείνος κοίταξε πρώτα το γράμμα και μετά εμένα και με έστειλε και εκείνος με τη σειρά του στον δάσκαλο, ο οποίος, μη θέλοντας να τη μεταφράσει σε μένα, μικρό παιδί, μου είπε πως θα πάει ο ίδιος στη μαμά μου να της εξηγήσει. Τροχάδην έφτασα στη μάνα η οποία τραβούσε τα μαλλιά της, που ήταν μαζεμένα σε έναν αραιό κότσο πίσω στο κεφάλι της και είχαν βγει από τη θέση τους και την έκαναν να μοιάζει με τρελή. Τα δάκρυα κατέβαιναν από τα μάτια της μέσα από τις καμπύλες των ρυτίδων της και σήκωνε το στρίφωμα της φούστας της και τα σκούπισε.
Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν είχα την τύχη να γνωρίσω την αρχαία τραγωδία στις θεατρικές σκηνές, κάποια από τις πρωταγωνίστριες μου θύμισε τη «μάνα», με τα μαλλιά της ξέπλεκα, το αλλοιωμένο πρόσωπό της από τον πόνο, τη στιγμή που συνειδητοποίησε το θάνατο του αδερφού της.
Ξεκινήσαμε για το σπίτι, εκείνη κλαίγοντας κι εγώ παρατηρώντας το πρόσωπό της, τις ρυτίδες που είχαν βαθύνει και αλλοίωναν το πρόσωπό της. Στο δρόμο, ακριβώς σ’ αυτό το σημείο που καθόμουν τώρα, έβγαλε το βρακί της και κατούρησε. Εκείνη την ώρα περνούσε κάποιος άνδρας-δεν θυμάμαι ποιος ήταν- ακούγοντας το κλάμα της, τη ρώτησε τι έπαθε. Και εκείνη, κλαίγοντας, κι ενώ κατουρούσε ακόμη του εξήγησε για το θάνατο του μπαμπά μου. Είναι τα μόνα που θυμάμαι από εκείνη τη μέρα που μάθαμε το θάνατο του μπαμπά μου.
Πήρα βαθιά αναπνοή και άδειασα τον αέρα από τα πνευμόνια μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ, ότι όλες αυτές οι μνήμες, που στοίχειωναν φαίνεται μέσα μου, θα έβρισκαν τη μυστική καταπακτή μέσα στο μυαλό μου και θα ξεπετιόνταν έξω απ’ αυτό.
------------------------Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: