Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

Συνέχεια Νο 18

Η πομπή ξεκίνησε, αυτή τη φορά δίχως την Πηνελόπη, με το κάρο μπροστά να τρίζει, ο θόρυβός του δεν μπορούσε να κινήσει υποψίες, γιατί αυτές τις ώρες πήγαιναν στα καπνά. Έτσι το κάρο με τον Χρίστο και τον Γεράσιμο, πέρασε μπροστά απ’ την κοινότητα κι οι υπόλοιποι πήραμε το κακοτράχαλο μονοπάτι για το σπίτι της Λέγκως. Εγώ από πίσω, ανάμεσα στις φεγγαρίσιες σκιές και στις σκιές των δέντρων που έφραζαν τον δρόμο απ’ τα δυο πλαϊνά, τον ξέρεις, στενός μόλις που χωράει ένα κάρο, ακολουθούσα την πομπή και αναλογιζόμουν πόσα είχαν αλλάξει μετά το θάνατό σου. Πηγαίναμε όλοι μαζί στο σπίτι της Λέγκως, γιατί κανείς δεν ήθελε να πάει στο δικό του. Μπορεί όλοι να είχαν ανάγκη τον ύπνο, αλλά κανείς δεν ήθελε να πάει στο σπίτι του, μισοπεθαμένοι απ’ την αγωνία και τον φόβο τους, γιατί συνειδητοποίησαν τι είχαν κάνει λίγο πριν, συλλογιζόμενοι αυτό που θα ακολουθούσε μόλις ο Σπυράκος ανακάλυπτε την εξαφάνιση της μάνας του. « Τιδέν κι’ ειδαμε, ότι κι αν φτάνε μας. Κι πορούν να κατηγορούν όλο το χωρίον. Ούλ μαζί. (Δεν είδαμε τίποτα, ότι κι αν μας κάνουν. Δεν μπορούν να κατηγορήσουν όλο το χωριό, ενωμένοι!)», αποφάσισαν.
Κανέναν δε συναντήσαμε στο δρόμο, αυτό θα ήταν αδύνατο, γιατί θαρρώ όλο το χωριό ήταν η πομπή που έθαψε τη νεκρή. Η μάνα σου κι η Σπυριδούλα περίμεναν στο σκοτάδι. Ο Χρίστος, που είχε αφήσει το κάρο του έξω από το σπίτι, τις πλησίασε. «Ετέλεψεν. (Όλα τέλειωσαν)», απευθύνθηκε στη μάνα σου που τον κοίταξε για μια στιγμή με μάτια βαθιά σαν πληγές και μας άφησε και μπήκε στο σπίτι. Κανένας δεν έφευγε, σαν μέσα σε εφιαλτικό όνειρο, στεκόμασταν στριμωγμένοι σιωπηλοί και ακίνητοι κάτω από το φως του φεγγαριού, μέσα στην αυλή, δεκάδες στητές σκιές, σαν μια συγκέντρωση φαντασμάτων. Οι άνδρες κρατώντας τα καπέλα τους σφιχτά μες τα χέρια τους πίσω από την πλάτη ή μπροστά τους και με τα κεφάλια σκυφτά να κοιτάζουν τα καπέλα ή καταγής με αμηχανία, πέρασαν το υπόλοιπο της νύχτας στην αυλή. Οι γυναίκες έκαναν παρέα στην αμίλητη Λέγκω.
29-10-42 . Στο μυαλό μου έχω εκείνη την εικόνα και μόνο, την προβάλω ξανά και ξανά στο μυαλό μου. Την γυρίζω προς τα πίσω, προς τα μπρος και πάλι προς τα πίσω.
30/10/42 « Ένα βράδυ, που ο πατέρας μου ήταν στο πίσω δωμάτιο του σπιτιού, με άνδρες από το χωριό μας και τα γύρω χωριά, για ν’ αποφασίσουν πως θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν κάποια προβλήματα με τα χωράφια και με τις πιέσεις της Αστυνομίας του Κιλκίς, προσπαθώντας να τους πείσει για το πόσο σημαντικό είναι να είναι όλοι τους ενωμένοι, έδωσε μια βέργα από ξύλο σε έναν απ’ τους παραβρισκόμενους και του ζήτησε να την σπάσει. Εκείνος παραξενευμένος, την έσπασε. Κατόπιν του έδωσε δέκα βέργες μαζί και του ζήτησε πάλι να τις σπάσει όλες μαζί. Ο άνδρας δεν τα κατάφερε. «Ελέπετε; (Είδατε;)» τους είπε, «έναν έναν α τσακώνεμας, ούλτς μαζί κι ά πορούνε, όταν πολλοί γουζέβνε ίνετεν επανάσταση, αγλήγορα α γρικούμα. (έναν- έναν θα μας τσακίσουν, όλους μαζί δεν θα τα καταφέρουν. Η δύναμη των πολλών είναι επανάσταση, γρήγορα θα το αντιληφθούμε)». Ήμουν, τότε, δώδεκα χρόνων και κρυφοκοίταζα απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα. Πόσες φορές, αυτές τις παρανοϊκές μέρες, θυμήθηκα εκείνα τα λόγια.
Τα γερμανικά αμάξια εμφανίστηκαν το απόγευμα της άλλης μέρας στο χωριό από την κατεύθυνση που τα περιμέναμε. Σταματήσανε μπροστά στο σπίτι της Βασιλικής. Πρώτος πετάχτηκε από μέσα ο Σπυράκος και σχεδόν ταυτόχρονα βγήκε από την άλλη πόρτα ο Χάιντριχ. Από πίσω τους κατέβηκαν και άλλοι τρεις από το πρώτο αμάξι κι άλλοι πέντε από το δεύτερο. Ο Σπυράκος χειρονομούσε αναστατωμένος έχοντας στο πλάι του τον φίλο του. Άνοιξε την πόρτα και έκανε στην άκρη να μπει πρώτα ο Γερμανός. Ακολούθησε εκείνος φωνάζοντας, «μάνα». Οι άλλοι έμειναν από έξω παρατηρώντας τα δύο διπλανά σπίτια που φαίνονταν ακατοίκητα. Από τα κλειστά παράθυρα με τις κουρτίνες οι κάτοικοί τους παραφύλαγαν την κάθε κίνηση των Γερμανών. Στο σπίτι του Χρίστου διακρινόταν κάποια κίνηση. Κάποιος αράδιαζε τα ξύλα κάτω από το μικρό λαμαρινένιο υπόστεγο. Στο διπλανό σπίτι απ’ του Χρίστου που έμενε η χήρα του Καστέλου ένα αγόρι- μάλλον δικό της-, έκοβε λαχανικά από τον κήπο τους. Απέναντι που είναι το σπίτι του Γεράσιμου, κάπνιζε η καπνοδόχος και κάποιες σκιές περνούσαν κάθε τόσο πίσω από την διαφανή κουρτίνα. Εκείνη τη νύχτα γύρισαν απ’ όλους, ανάκριναν τους χωριανούς και έψαξαν τα σπίτια μας. Μόνο στο δικό σας σπίτι δεν πήγε κανείς. Εγώ κρύφτηκα στο καταφύγιο της Θυμίας. Την Πηνελόπη, κανείς δεν την είχε δει. Κανείς δεν ήξερε τίποτα. Δεν τη βρήκανε, κι όταν δεν υπάρχει πτώμα δεν υπάρχει ούτε δολοφόνος.
31/10/42. «Σου έχω νέο. Η μάνα μου περιμένει κι άλλο παιδί!! Για φαντάσου! Παιδί στα σαράντα της; Δεν ξέρω αν πρέπει να θυμώσω ή να χαρώ!»
2/11/42 Αύριο φεύγω για το βουνό. Δεν θέλω να μείνω άλλο στο σπίτι. Ο βήχας μου είναι καλύτερα. Μόνο το κεφάλι μου δεν λέει να περάσει. Μέσα του σαλεύουν σκιές και κομματιασμένες σκέψεις. Νιώθω ανεπανόρθωτα μόνη. Το τετράδιο θα το κρύψω μέσα στους Άθλιους- υπέροχο βιβλίο!-γιατί δεν θέλω να το πάρω μαζί μου. Πρέπει να σου εμπιστευτώ πως ανεβαίνω με κακά προαισθήματα. Τα πράγματα έχουν δυσκολέψει. Θα τα ξαναπούμε όταν γυρίσω. Νιώθω ορφανή χωρίς εσένα! Αχ βρε Τάσο!»

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

Συνέχεια Νο 17

Εξακολουθούσαμε να περπατάμε, σε μια κίνηση υπνωτική, σαν σε όνειρο, ακριβώς πίσω από τις σκιές των έξη ανδρών που κρατούσαν την Πηνελόπη μέσα σε απόλυτη σιωπή και με εκπληκτική ταχύτητα. Προχωρούσαν με βήμα ρυθμικό, δίχως να δείχνουν καμιά κούραση, λες και το φορτίο τους ξεκούραζε αντί να τους κουράζει. Απόλυτη ησυχία παντού γύρω μας, θαρρείς κι αυτή η ίδια η γη αποσιωπούσε την παρουσία μας. Το μόνο που ακουγόταν ήταν κάποιος ξερόβηχας που έβγαινε από το λαρύγγι κάποιου και ο τρομερός ήχος του ξύλινου ποδιού της Ευταλίας. «Αφού ήρθε κι αυτή, κανείς δεν έμεινε στο χωριό», σκέφτηκα. Κάπου ένα χιλιόμετρο έξω απ’ το χωριό σταμάτησε η πομπή. Το σκεπτικό ήταν πως τα χνάρια του σκαψίματος δεν θα προκαλούσαν κανενός την προσοχή σε εκείνο το σημείο. Ο δρόμος ήταν πάντα σκαμμένος, είτε λασπωμένος είτε ξερός. Τοποθέτησαν το κορμί της Πηνελόπης στην άκρη του δύσβατου δρόμου. Ολόγυρά μου τα κεφάλια στρέφουν προς τη μεριά του πρώτου χτύπου της γης με την ίδια τρομαγμένη έκφραση. Έπιασαν δουλειά οι κασμάδες. Τάραξε η νύχτα. Έτρεξα κατά τη μεριά του ήχου. Ξαφνικά με είδε η μάνα μου. Με πλησίασε τρομαγμένη. «Ντο αράβς εσύ αδάκα. (Τι θες εσύ εδώ;)», μου είπε αγριεμένη. « Δεν φαίνομαι, είναι πυκνό το σκοτάδι», της είπα. «Κλώστ οπίς αγλήγορα. (Πάνε πίσω, γρήγορα)». Πήγα πιο πίσω, στο σημείο που ήμουν πριν ακούσω τις φτυαριές. Ξαφνικά μια κίτρινη φέτα φεγγαριού έσκασε μύτη πάνω απ’ τα κεφάλια μας κι οι σκιές μας άρχισαν να ξεχωρίζουν. Από κει που ήμουν, σταμάτησα να βλέπω τις ανδρικές φιγούρες που σκάβανε τη γη, ένιωθα όμως το τίναγμα της γης από τις φτυαριές τους μέσα μου. Ξαναπήγα πιο μπροστά αποφεύγοντας τη μάνα μου. Τέσσερεις άνδρες έσκαβαν. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τα χαρακτηριστικά τους. Ο ένας μου φάνηκε σαν τον Ιγνάτη. Το σώμα της Πηνελόπης κειτόταν κοντά τους, στην άκρη του δρόμου. Κάθε τόσο σταματούσαν για να ξεκουραστούν και κάρφωναν το βλέμμα τους ο ένας στο αξεδιάλυτο πρόσωπο του άλλου. Δεν θυμάμαι πόση ώρα ακουγόταν ο ήχος του σκαψίματος. Το χώμα ήταν πολύ στεγνό και η δουλειά δύσκολη. Οι άνδρες σταματούσαν κάθε τόσο, δίνοντας σε άλλους τη σειρά τους και τραβιόνταν στην άκρη φτύνοντας το σάλιο τους που ήταν γεμάτο χώμα. Ξαφνικά ο ήχος των φτυαριών και των κασμάδων έπαψε. Ξέφυγα μες το σκοτάδι για να μπορέσω να τους διακρίνω. Το χώμα πετρωμένο όλο γρόμπους, αναποδογυρισμένο, κείτονταν παραπλεύρως του λάκκου που ανοίχτηκε σε σχήμα σκαφίδας. Δυο άνδρες μείνανε μέσα στη γούβα κι άλλοι δυο σκαρφάλωσαν και βγήκαν. Ύστερα έσκυψαν πάνω στη νεοσκαφή, την κοίταξαν καλά, γύρισαν τα μάτια τους προς το ακίνητο σώμα της Πηνελόπης προσπαθώντας να κρίνουν το βάθος και το πλάτος του, κοιτώντας μια το λάκκο μια το άψυχο κορμί της. Προς στιγμή παρουσιάστηκε μια διγνωμία μεταξύ των τεσσάρων ανδρών. «Χωρεί κι χωρεί; (Χωράει, δεν χωράει;)» «Χωρεί. (Χωράει)», ψιθύρισε ο Ιγνάτης στητός, σκοτεινός κι ανεξιχνίαστος. Τον κοίταξαν οι άλλοι βγάζοντας τα καπέλα απ’ τα κεφάλια τους. Γύρω απ’ το μέτωπό τους ο ιδρώτας κι η σκόνη είχαν αφήσει το χνάρι από το καπέλο.Τέσσερα χέρια σήκωσαν την Πηνελόπη απ’ τους ώμους και τα πόδια και με τη βοήθεια των δύο ανδρών που είχαν μείνει μέσα στο γούβωμα το κορμί της κατέβηκε μονόπαντα, λόγω του διαφορετικού ύψους των ανδρών, που την κρατούσαν. Σε κάποια στιγμή, μάλιστα, αυτοί που βρέθηκαν πολύ κοντά και νομίζοντας πως θα πέσει το κορμί, πετάχτηκαν να το πιάσουν, βγάζοντας μια μικρή κραυγή από το στόμα τους. «Ηηηη». Οι άνδρες την ισορρόπησαν στα χέρια τους και την τοποθέτησαν στο χώμα. Μια γυναίκα πλησίασε στην άκρη του τάφου και κοίταξε τη νεκρή. Μετά έβγαλε τη μαντίλα απ’ το κεφάλι της και την έδωσε σ’ έναν απ’ τους δυο άνδρες. «Τσούποσον το κατσί νατς. (Σκέπασε το πρόσωπό της)», την άκουσα να λέει κι εκείνος κοίταξε μια την ασκέπαστη γυναίκα και μια τη νεκρή. «Οι αποθαμέν κι έχνε κρίματα. (Οι νεκροί δεν έχουν αμαρτίες)», ψιθύρισε η γυναίκα κι ο άνδρας πήρε την μαντίλα κάνοντας αυτό που του ζήτησε. Δεν μπόρεσα μες τον κουρνιαχτό, που ήταν στιγμές που μας κατάπινε όλους, να καταλάβω ποια ήταν, αλλά δεν ξέρω γιατί ένιωσα πως κάλυψε ένα κενό μέσα μου η πράξη της. Αμέσως μετά, κι αφού βγήκαν οι άνδρες απ’ το λάκκο, έπιασαν δουλειά τα φτυάρια. Σκέπασαν την τρύπα με το ίδιο χώμα, που το άπλωσαν καλά, για να κρύψουν τα πρώτα σημάδια. «Χρειάσκουμες έναν αραπάν, αγλήγορα. (Χρειαζόμαστε ένα κάρο, γρήγορα)», είπε πάλι ο Ιγνάτης, που είχε και την ιδέα της εξαφάνισης της νεκρής. Ο Χρίστος, που το σπίτι του είναι πιο κοντά απ’ του καθένα, ξεκίνησε να πάει να φέρει το δικό του. «΄Αρχουμαι και γω με τε σέν. ( Θα έρθω κι εγώ μαζί σου)», του είπε ο Γεράσιμος κι έτρεξε ξοπίσω του. Οι δυο άνδρες πήρανε τρεχάτοι το φιδωτό δρόμο μπροστά μας. Οι υπόλοιποι στεκόμασταν όρθιοι γύρω απ’ τον τάφο. Τα πρόσωπά μας ήταν πολύ σοβαρά και συγκεντρωμένα. Κοιτάζαμε μια τον τάφο και μια μεταξύ μας, βυθομετρώντας ο ένας τον άλλον, ματιές που καταδύονταν ανεμπόδιστες η μια στη ψυχή της άλλης. Μόνο αυτές μιλούσαν μέσα απ’ τα βλέμματα. Ένα ολόκληρο χωριό στεκόταν ακίνητο κι αμίλητο μέσα σ’ εκείνον το δρόμο που μετάλλαζε κιτρινωπός από το φως του φεγγαριού. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ένα σούρσιμο απ’ τα παπούτσια μας, όταν αλλάζαμε θέση. Σε λίγο ακούσαμε τον ήχο του κάρου και σε λιγότερο από δυο λεπτά είδαμε το Χρίστο να κρατάει τα γκέμια και να οδηγεί το άλογο με το κάρο επιδέξια και προσεχτικά ανάμεσά μας. Ο Γεράσιμος, που καθόταν δίπλα του, πήδησε κάτω. Ο Χρίστος έμεινε πάνω στημένος, σκεβρωμένος, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια και περιμένοντας να του πουν τι πρέπει να κάνει. Τον πλησίασε ο Ιγνάτης και μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες πίσω του ψιθυριστά σχεδίασαν τον τρόπο που θα το χρησιμοποιήσουν. Ο Χρίστος έπιασε το χαλινάρι κι έστρεψε το άλογο προς τα μπρος, στη μεριά των χωραφιών. Ο Γεράσιμος κράτησε με το δεξί του χέρι ένα κρεμαστό χειροποίητο χερούλι στο μπροστινό μέρος του κάρου και βάζοντας το πόδι του πάνω στον άξονα του τροχού και καθώς ο άξονας γύριζε απαλά κάτω απ’ τη σόλα του παπουτσιού του, εκείνος ανέβασε και τ’ άλλο του πόδι και δρασκέλισε πάνω στην καρότσα, «πρέπει να βαραίνουμε το κάρο», είπε και σκαρφάλωσαν μαζί του κι άλλοι άνδρες από δεξιά κι αριστερά, και μαζί τους κι η μάνα μου σηκώνοντας το φουστάνι της μέχρι τα γόνατα. Το ζωντανό πισωπατούσε μέχρι να πάρει το σινιάλο να ξεκινήσει. Ύστερα άρχισε να κινείται προς τα χωράφια, σέρνοντας πίσω του το κάρο, πατώντας το σημείο που σκέπασαν την Πηνελόπη κι ύστερα γύρισαν το άλογο προς το χωριό και ξαναπέρασε πάνω απ’ το ίδιο σημείο, κι ύστερα πάλι το γύρισε προς τα χωράφια, και πάλι το ίδιο, μια απομακρυνόταν από μας, μια ερχόταν κατά πάνω μας, μπρος πίσω το άλογο με το κάρο και τις σκοτεινές σκιές των ανθρώπων πάνω σ’ αυτό, σβήνοντας τα ίχνη του σκαψίματος κι αφήνοντας πάνω στον κακοτράχαλο δρόμο μόνο τα χνάρια από τις ρόδες του. Κάθε στροφή του κάρου έβγαζε ένα ανατριχιαστικό θόρυβο. Πρέπει να σηκώθηκε πολλή σκόνη, που δεν φαινόταν με το μάτι. Τη νιώθαμε στο στόμα και στη μύτη μας, κάθε φορά που το κάρο έπαιρνε στροφή. Οι άνδρες τη νιώθανε να κολλάει στις ιδρωμένες πλάτες τους. Μέσα στο λιγοστό φως, ο μόνος ποδόγυρος που έβλεπα πάνω στο κάρο ήταν της μάνας μου. Τα άλλα ήταν γυαλιστερά, από την πολλή χρήση, τριμμένα παντελόνια. Η νύχτα λουζόταν πια στο ψυχρό κι ανελέητο φεγγαρόφωτο. Έπρεπε να φύγουμε.

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2008

Συνέχεια Νο 16

Λένε, (θα το έχεις ακούσει κι εσύ), πριν χρόνια, η Κική του Μαστροκώστα, μετέπειτα μαμή του χωριού, που ήταν έγκυος στον όγδοο μήνα , πήγαινε στο χωράφι με τον άνδρα της, είχε αναποδογυρίσει το κάρο τους και βρέθηκε ξαφνικά κάτω απ’ αυτό και ήταν αδύνατο μόνος, ο Μαστροκώστας, να το επαναφέρει στην αρχική του θέση χωρίς να τη χτυπήσει, γι’ αυτό έτρεξε να ζητήσει βοήθεια από το χωριό, αφού ξέζεψε πρώτα τα βόδια και τα έδεσε σ’ ένα δέντρο, ενώ εκείνη ούρλιαζε από τους απανωτούς πόνους που έρχονταν ο ένας δίπλα στον άλλον, κι όσο περνούσε η ώρα κι ο άνδρας της δε φαινόταν, οι πόνοι κόλλησαν μεταξύ τους και δεν άφηναν περιθώριο αναμεταξύ τους για να πάρει η γυναίκα ανάσα κι έτσι όταν ένιωσε το μωρό να σπρώχνει με μανία από κάτω της, βολεύτηκε στριμωχτά, στο πιο άνετο σημείο κάτω από το κάρο με γυρτό το κεφάλι της προς τα δεξιά, με την κοιλιά της καρότσας ν’ ακουμπάει σχεδόν το πάνω μέρος του κεφαλιού της, κι έτσι, ουρλιάζοντας, με γερμένο το κεφάλι προς τα δεξιά και με μάτια θολά από τα δάκρια οδύνης, η Κική, αντίκρισε μέσα στα σκέλια της το πάνω μέρος της κεφαλής της κόρης της και προσπάθησε να το πιάσει, αλλά εκείνο δεν είχε βγει αρκετά. Προσπάθησε να διορθώσει τη στάση της και να κάτσει ανακούρκουδα, αλλά δεν χωρούσε, ούτε με το κεφάλι γυρτό προς τα δεξιά. Κι έτσι ξανάκατσε όπως και πριν, λίγο γυρτά το κορμί προς τα πίσω-αυτό μπορούσε να το κάνει-,και εξακολουθώντας να ουρλιάζει, ξετρελαμένη από τους πόνους, σφίχτηκε τόσο πολύ, που ένιωσε το κεφάλι του παιδιού της να σχίζει το κορμί της από κάτω , «έσπασε η μήτρα μου», σκέφτηκε ουρλιάζοντας και έπιασε επιτέλους το κεφάλι, που είχε ακουμπήσει στο ξερό χώμα από κάτω της. Το έπιασε με τα δυο της χέρια και με γερμένο το κεφάλι της προς τα δεξιά και προς τα πίσω, ένιωσε το υπόλοιπο σώμα του να γλιστράει από μέσα της και να ημερεύει ο πόνος. Το κοίταξε μέσα απ’ τη θολούρα των ματιών της, μαύρο από το ζόρι, ματωμένο γεμάτο βλέννες, το έπιασε και το ακούμπησε στο χώμα από κάτω της. Ποιο ήρεμη τότε, προσπάθησε να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει. Ο λώρος την είχε δεμένη με το παιδί. Το πρώτο της παιδί ήταν. Η Κική προσπάθησε να σκεφτεί τη γέννα της αγελάδας τους. Η μάνα της δεν την άφησε να μπει τότε στο μαντρί, ήταν γύρω στα έντεκα και περίεργη για όλη τη διαδικασία, την παρακολούθησε απ’ το βρώμικο παράθυρο του μαντριού. Είδε τον πατέρα της να χώνει τα δάχτυλά του κάθε τόσο στο πίσω μέρος του ζώου, από εκεί που έβγαζε τα κόπρανά του – ή έτσι νόμισε,-σηκώνοντας την ουρά της αγελάδας, να τη χαϊδεύει τρυφερά κι ύστερα είδε και τους δυο τους να χώνουν τα χέρια τους πίσω της πάλι, και να προσπαθούν ν’ ανοίξουν την τρύπα σιγά-σιγά. Είναι αλήθεια πως ένιωσε σιχασιά για όλα εκείνα. Ήταν όμως πολύ περίεργη να τα δει και να τα μεταφέρει και στις φιλενάδες της. Θυμάται πως άργησε πολύ να γεννήσει η αγελάδα, δυο φορές σταμάτησε την παρακολούθηση για να πάει να κατουρήσει στο αποχωρητήριο που ήταν στην άκρη του οικοπέδου τους, μία για να μπει στο σπίτι να πιει νερό και την τέταρτη, έτσι, γιατί κουράστηκε να περιμένει και να μη γίνεται τίποτα. Το μοσχαράκι, όταν επιτέλους βγήκε, δεν κατάφερε να το δει η Κική, γιατί η μάνα της στεκόταν μπροστά στο παράθυρο και της έκρυβε τη θέα και δεν μπορούσε να βλέπει τις σκηνές που εξελίσσονταν. Εκείνο που είδε ήταν το κόψιμο του λώρου-τότε δεν ήξερε τι ήταν εκείνο το πράγμα, που ήταν σαν τα έντερα από τα πρόβατά τους, που η μάνα της τα μαγείρευε. Ο πατέρα της τον έκοψε και τον έκανε κόμπο. Το ίδιο έντερο είχε το παιδί της δεμένο πάνω της. Τι να έκανε δεν ήξερε και το κεφάλι της είχε κουραστεί με εκείνη τη στάση. Αποφάσισε να μην κάνει τίποτα. Δεν ήταν σίγουρη αν η γυναίκα είναι σαν την αγελάδα. Μάζεψε το μωρό της από τα χώματα το τοποθέτησε μπρούμυτα πάνω στα πόδια της και βάλθηκε να το καθαρίζει με το φουστάνι της. Το μωρό έβγαλε μια κραυγούλα. Ο Μαστροκώστας με τους δυο άνδρες που έφερε για βοήθεια, τους βρήκαν και τους δυο στριμωγμένους κάτω από το κάρο, το μωρό να κοιμάται πάνω στην άδεια κοιλιά της Κικής, σκεπασμένο με την άκρη της φούστας της κι εκείνη να παρατηρεί με προσοχή τις καλοπλανισμένες σανίδες στο κάτω μέρος του κάρου, νοτισμένες απ’ την υγρασία, με μεγάλες μουντζούρες σαν μούντζες, από λάσπη. Από τότε, η Κική, έγινε η μαμή του χωριού.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008

Συνέχεια Νο 15

Το σημείο που επιλέχτηκε για σκάψιμο ήταν ακριβώς πάνω στο δρόμο για το ποτάμι. Μόλις αφήσαμε πίσω μας τη διακλάδωση για το ποτάμι κι ακόμα περπατούσαμε. Από εκείνο το δρόμο που περνούσαν καθημερινά όλα τα κάρα του χωριού, όλες τις εποχές. Ο χωμάτινος δρόμος ήταν πάντοτε σκαμμένος και ποδοπατημένος, με μεγάλες, βαθιές χαραγματιές από τις ρόδες των κάρων και τα ποδοπατήματα των αλόγων και των βοδιών. Οι χαραγματιές εκείνες άλλοτε ήταν μαλακές από τις βροχές, τόσο που πολλές φορές κολλούσαν οι ρόδες μέχρι τον άξονα και κατέβαιναν οι επιβαίνοντες, μικροί και μεγάλοι, για να σπρώξουν. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που τα ζώα έτρωγαν πολύ ξύλο με το καμουτσίκι από τους αναβάτες τους, για να τραβήξουν το ασήκωτο βάρος των κάρων, που οι ρόδες τους χώνονταν στις λάσπες. Άλλες πάλι φορές όταν η ξηρασία κρατούσε μέρες κι η καψάδα του ήλιου στέγνωνε τις χαραματιές , τότε ο δρόμος γινόταν τόσο σκληρά ανάγλυφος, που δεν ήταν λίγες οι φορές που αναποδογύριζαν τα κάρα με τους επιβάτες τους.

Συνέχεια Νο 14

( Αργά τη νύχτα).Τη θυμάσαι, Τάσο, τη Μουριά μας; Στέκετε έξω από το παράθυρό μας, στα σύνορα του κήπου μας με τον δικό σας, θυμητάρι της ζωής μας. Θυμάσαι που με ένα πήδημα κρεμόμασταν από τα χαμηλά κλαδιά, τυλίγαμε τις γυμνές και βρώμικες πατούσες μας στο ροζιασμένο κορμό και σκαρφαλώνοντας φτάναμε στις ψηλότερες φυλλωσιές του δέντρου, όπου και κρυβόμασταν από τα μάτια των άλλων; Θυμάσαι πόσες φορές γρατσουνιζόμασταν, σχίζαμε τα ρούχα μας, γεμίζαμε μώλωπες γδαρσίματα και λεκέδες από τα φύλλα της; Κάποιο σούρουπο ξαπλωμένη ανάσκελα κοντά στο μεγάλο κορμό του έβλεπα τα κλαδιά κολλημένα πάνω στον ουρανό, σαν κάποιο χέρι να τα ιχνογράφησε πάνω του και τη δική σου φιγούρα πάνω στο δέντρο, δίπλα τους, σαν ήρωας παραμυθιού. Αχ! Βρε Τάσο! Σε εκείνη τη Μουριά ανέβηκα για να μη φαίνομαι, κρυμμένη στα πλούσια φυλλώματά της. Το σώμα μου είχε κολλήσει συρρικνωμένο πάνω στο κλαδί, σαν σουφρωμένο φρούτο που ξέχασαν να το μαζέψουν. Παραμόνευα χωρίς να με καταλαβαίνουν και δίχως να κάνω κανένα προδοτικό θόρυβο. Νομίζω πως ο Χρίστος είχε την ιδέα για το πώς θα έπρεπε να κλείσει εκείνη η φοβερή μέρα. Τον είδα να μπαίνει στο σπίτι κι από το ανοιχτό παράθυρο πρόσεξα πως έσκυψε πάνω στην Λέγκω, που καθόταν στο ντιβάνι της κουζίνας, και κάτι της είπε ψιθυριστά. Εκείνη δεν σήκωσε το μαυροφορημένο κεφάλι της. Ο Χρίστος επέμενε. Γύρισε και τον κοίταξε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και χαμήλωσε πάλι το κεφάλι. Δεν μπορούσα να ξέρω τι της είπε. Αλλά φαινόταν πως μ’ εκείνο το βλέμμα, του ενός κλάσματος του δευτερολέπτου, του είχε δώσει την συγκατάθεση για κάτι, γιατί είδα τον Χρίστο να βγαίνει, κάτι να ψιθυρίζει στους άνδρες και όλοι μαζί να βγαίνουν από τον κήπο. Οι γυναίκες κάτι μουρμούρισαν και μια αναστάτωση προκλήθηκε για μια στιγμή. Ξαφνικά η μάνα μου κάτι είπε στην Σπυριδούλα, η οποία φάνηκε να συμφώνησε μαζί της με ένα κούνημα του κεφαλιού και βγήκε απ’ τον κήπο ακολουθούμενη από τις υπόλοιπες γυναίκες, αφήνοντας την μάννα σου μαζί με τη Σπυριδούλα μόνες στο σπίτι. Κατέβηκα κι εγώ απ’ τη φτελιά. Τους ακολούθησα. Πήρε να σουρουπώνει για καλά. Μπροστά οι άνδρες, πίσω οι γυναίκες και πιο πίσω εγώ. Κάποιοι άνδρες, που περνούσαμε από τα σπίτια τους, έμπαιναν για λίγο μες τις αυλές τους, έπαιρναν, άλλος φτυάρι, άλλος κασμά κι ακολουθούσαν, ανασαίνοντας με γρήγορες γουλιές τον αέρα. Σε πολύ λίγο χρόνο, η πομπή έγινε μία. Δίπλα- δίπλα, σχεδόν κολλητά ο ένας απ’ τον άλλον μέσα στο σκοτάδι που άρχισε να πυκνώνει, αποφεύγοντας τον κεντρικό δρόμο που περνούσε μπροστά από την κοινότητα με τους Γερμανούς, ανάμεσα στα χέρσα χωράφια και οικόπεδα, σκοντάφτοντας πάνω στις αποξηραμένες ρίζες και στα ξερά σαρακοφαγωμένα κλαδιά, που ήταν πεσμένα κάτω από τα δέντρα, κουβαλώντας οι άνδρες τους κασμάδες και τα φτυάρια στους ώμους, μπήκαμε σ’ εκείνο τον κακοτράχαλο δρόμο που βγάζει στην βρύση. Το άψυχο σώμα της Πηνελόπης, κειτόταν παρατημένο στην ίδια θέση που το άφησε η Λέγκω. Μισό μέσα στο νερό και μισό έξω. «Ας αγληγορούμεν καλίον, ατό που πρέπ να εφτάμα, καλίον να εφτάμα το ατώρα, προτού μερών. (Καλύτερα να βιαστούμε, αυτό που πρέπει να κάνουμε να το κάνουμε τώρα, πριν ξημερώσει)», είπε ο Ιγνάτης. « Ας πέρουματεν (ας την πάρουμε)», είπε αποφασιστικά. Ο ίδιος έπιασε το κορμί της Πηνελόπης από τις μασχάλες και το τράβηξε μακριά απ’ τα νερά. Τα πόδια της σύρθηκαν άγαρμπα, άψυχα πάνω στο χώμα. « Κρατέστε. (Βαστάτε)», ψιθύρισε κι έξι ζευγάρια χέρια σήκωσαν το βρεγμένο, άψυχο σώμα και κοιτάχτηκαν αμήχανοι και τρομοκρατημένοι. « Μερ απάμε;( Που θα το πάμε;)» « Οξώκα ασο χωρίον. (Έξω από το χωριό),» απάντησε στην τρομοκρατημένη ερώτησή τους ο Ιγνάτης, «Ση στράταν για τα χωράφε, επέκει ασοί βλάχς, σουμά σο ποτάμ. (στο δρόμο για τα χωράφια. Μετά τα βλάχικα, κοντά στο ποτάμι», διευκρίνισε και τους κοίταξε. Κάτι είχε περάσει από το μυαλό του. Κοίταξαν ο ένας τον άλλον πρώτα και μετά γύρισαν τα κεφάλια τους προς το ποτάμι, πέρα από το σκοτάδι, πάνω απ’ τις συγκρατημένες ανάσες τους. « Αϊτέστε. (Πάμε)», είπε ο Ιγνάτης και πρώτοι οι έξι άνδρες, ζυγιάζοντας τη νεκρή στα χέρια τους, αποστρέφοντας τα πρόσωπά τους από εκείνο της νεκρής και κοντανασαίνοντας, προπορεύτηκαν κι η πομπή ακολούθησε από πίσω.