Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

Συνέχεια Νο 17

Εξακολουθούσαμε να περπατάμε, σε μια κίνηση υπνωτική, σαν σε όνειρο, ακριβώς πίσω από τις σκιές των έξη ανδρών που κρατούσαν την Πηνελόπη μέσα σε απόλυτη σιωπή και με εκπληκτική ταχύτητα. Προχωρούσαν με βήμα ρυθμικό, δίχως να δείχνουν καμιά κούραση, λες και το φορτίο τους ξεκούραζε αντί να τους κουράζει. Απόλυτη ησυχία παντού γύρω μας, θαρρείς κι αυτή η ίδια η γη αποσιωπούσε την παρουσία μας. Το μόνο που ακουγόταν ήταν κάποιος ξερόβηχας που έβγαινε από το λαρύγγι κάποιου και ο τρομερός ήχος του ξύλινου ποδιού της Ευταλίας. «Αφού ήρθε κι αυτή, κανείς δεν έμεινε στο χωριό», σκέφτηκα. Κάπου ένα χιλιόμετρο έξω απ’ το χωριό σταμάτησε η πομπή. Το σκεπτικό ήταν πως τα χνάρια του σκαψίματος δεν θα προκαλούσαν κανενός την προσοχή σε εκείνο το σημείο. Ο δρόμος ήταν πάντα σκαμμένος, είτε λασπωμένος είτε ξερός. Τοποθέτησαν το κορμί της Πηνελόπης στην άκρη του δύσβατου δρόμου. Ολόγυρά μου τα κεφάλια στρέφουν προς τη μεριά του πρώτου χτύπου της γης με την ίδια τρομαγμένη έκφραση. Έπιασαν δουλειά οι κασμάδες. Τάραξε η νύχτα. Έτρεξα κατά τη μεριά του ήχου. Ξαφνικά με είδε η μάνα μου. Με πλησίασε τρομαγμένη. «Ντο αράβς εσύ αδάκα. (Τι θες εσύ εδώ;)», μου είπε αγριεμένη. « Δεν φαίνομαι, είναι πυκνό το σκοτάδι», της είπα. «Κλώστ οπίς αγλήγορα. (Πάνε πίσω, γρήγορα)». Πήγα πιο πίσω, στο σημείο που ήμουν πριν ακούσω τις φτυαριές. Ξαφνικά μια κίτρινη φέτα φεγγαριού έσκασε μύτη πάνω απ’ τα κεφάλια μας κι οι σκιές μας άρχισαν να ξεχωρίζουν. Από κει που ήμουν, σταμάτησα να βλέπω τις ανδρικές φιγούρες που σκάβανε τη γη, ένιωθα όμως το τίναγμα της γης από τις φτυαριές τους μέσα μου. Ξαναπήγα πιο μπροστά αποφεύγοντας τη μάνα μου. Τέσσερεις άνδρες έσκαβαν. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τα χαρακτηριστικά τους. Ο ένας μου φάνηκε σαν τον Ιγνάτη. Το σώμα της Πηνελόπης κειτόταν κοντά τους, στην άκρη του δρόμου. Κάθε τόσο σταματούσαν για να ξεκουραστούν και κάρφωναν το βλέμμα τους ο ένας στο αξεδιάλυτο πρόσωπο του άλλου. Δεν θυμάμαι πόση ώρα ακουγόταν ο ήχος του σκαψίματος. Το χώμα ήταν πολύ στεγνό και η δουλειά δύσκολη. Οι άνδρες σταματούσαν κάθε τόσο, δίνοντας σε άλλους τη σειρά τους και τραβιόνταν στην άκρη φτύνοντας το σάλιο τους που ήταν γεμάτο χώμα. Ξαφνικά ο ήχος των φτυαριών και των κασμάδων έπαψε. Ξέφυγα μες το σκοτάδι για να μπορέσω να τους διακρίνω. Το χώμα πετρωμένο όλο γρόμπους, αναποδογυρισμένο, κείτονταν παραπλεύρως του λάκκου που ανοίχτηκε σε σχήμα σκαφίδας. Δυο άνδρες μείνανε μέσα στη γούβα κι άλλοι δυο σκαρφάλωσαν και βγήκαν. Ύστερα έσκυψαν πάνω στη νεοσκαφή, την κοίταξαν καλά, γύρισαν τα μάτια τους προς το ακίνητο σώμα της Πηνελόπης προσπαθώντας να κρίνουν το βάθος και το πλάτος του, κοιτώντας μια το λάκκο μια το άψυχο κορμί της. Προς στιγμή παρουσιάστηκε μια διγνωμία μεταξύ των τεσσάρων ανδρών. «Χωρεί κι χωρεί; (Χωράει, δεν χωράει;)» «Χωρεί. (Χωράει)», ψιθύρισε ο Ιγνάτης στητός, σκοτεινός κι ανεξιχνίαστος. Τον κοίταξαν οι άλλοι βγάζοντας τα καπέλα απ’ τα κεφάλια τους. Γύρω απ’ το μέτωπό τους ο ιδρώτας κι η σκόνη είχαν αφήσει το χνάρι από το καπέλο.Τέσσερα χέρια σήκωσαν την Πηνελόπη απ’ τους ώμους και τα πόδια και με τη βοήθεια των δύο ανδρών που είχαν μείνει μέσα στο γούβωμα το κορμί της κατέβηκε μονόπαντα, λόγω του διαφορετικού ύψους των ανδρών, που την κρατούσαν. Σε κάποια στιγμή, μάλιστα, αυτοί που βρέθηκαν πολύ κοντά και νομίζοντας πως θα πέσει το κορμί, πετάχτηκαν να το πιάσουν, βγάζοντας μια μικρή κραυγή από το στόμα τους. «Ηηηη». Οι άνδρες την ισορρόπησαν στα χέρια τους και την τοποθέτησαν στο χώμα. Μια γυναίκα πλησίασε στην άκρη του τάφου και κοίταξε τη νεκρή. Μετά έβγαλε τη μαντίλα απ’ το κεφάλι της και την έδωσε σ’ έναν απ’ τους δυο άνδρες. «Τσούποσον το κατσί νατς. (Σκέπασε το πρόσωπό της)», την άκουσα να λέει κι εκείνος κοίταξε μια την ασκέπαστη γυναίκα και μια τη νεκρή. «Οι αποθαμέν κι έχνε κρίματα. (Οι νεκροί δεν έχουν αμαρτίες)», ψιθύρισε η γυναίκα κι ο άνδρας πήρε την μαντίλα κάνοντας αυτό που του ζήτησε. Δεν μπόρεσα μες τον κουρνιαχτό, που ήταν στιγμές που μας κατάπινε όλους, να καταλάβω ποια ήταν, αλλά δεν ξέρω γιατί ένιωσα πως κάλυψε ένα κενό μέσα μου η πράξη της. Αμέσως μετά, κι αφού βγήκαν οι άνδρες απ’ το λάκκο, έπιασαν δουλειά τα φτυάρια. Σκέπασαν την τρύπα με το ίδιο χώμα, που το άπλωσαν καλά, για να κρύψουν τα πρώτα σημάδια. «Χρειάσκουμες έναν αραπάν, αγλήγορα. (Χρειαζόμαστε ένα κάρο, γρήγορα)», είπε πάλι ο Ιγνάτης, που είχε και την ιδέα της εξαφάνισης της νεκρής. Ο Χρίστος, που το σπίτι του είναι πιο κοντά απ’ του καθένα, ξεκίνησε να πάει να φέρει το δικό του. «΄Αρχουμαι και γω με τε σέν. ( Θα έρθω κι εγώ μαζί σου)», του είπε ο Γεράσιμος κι έτρεξε ξοπίσω του. Οι δυο άνδρες πήρανε τρεχάτοι το φιδωτό δρόμο μπροστά μας. Οι υπόλοιποι στεκόμασταν όρθιοι γύρω απ’ τον τάφο. Τα πρόσωπά μας ήταν πολύ σοβαρά και συγκεντρωμένα. Κοιτάζαμε μια τον τάφο και μια μεταξύ μας, βυθομετρώντας ο ένας τον άλλον, ματιές που καταδύονταν ανεμπόδιστες η μια στη ψυχή της άλλης. Μόνο αυτές μιλούσαν μέσα απ’ τα βλέμματα. Ένα ολόκληρο χωριό στεκόταν ακίνητο κι αμίλητο μέσα σ’ εκείνον το δρόμο που μετάλλαζε κιτρινωπός από το φως του φεγγαριού. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ένα σούρσιμο απ’ τα παπούτσια μας, όταν αλλάζαμε θέση. Σε λίγο ακούσαμε τον ήχο του κάρου και σε λιγότερο από δυο λεπτά είδαμε το Χρίστο να κρατάει τα γκέμια και να οδηγεί το άλογο με το κάρο επιδέξια και προσεχτικά ανάμεσά μας. Ο Γεράσιμος, που καθόταν δίπλα του, πήδησε κάτω. Ο Χρίστος έμεινε πάνω στημένος, σκεβρωμένος, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια και περιμένοντας να του πουν τι πρέπει να κάνει. Τον πλησίασε ο Ιγνάτης και μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες πίσω του ψιθυριστά σχεδίασαν τον τρόπο που θα το χρησιμοποιήσουν. Ο Χρίστος έπιασε το χαλινάρι κι έστρεψε το άλογο προς τα μπρος, στη μεριά των χωραφιών. Ο Γεράσιμος κράτησε με το δεξί του χέρι ένα κρεμαστό χειροποίητο χερούλι στο μπροστινό μέρος του κάρου και βάζοντας το πόδι του πάνω στον άξονα του τροχού και καθώς ο άξονας γύριζε απαλά κάτω απ’ τη σόλα του παπουτσιού του, εκείνος ανέβασε και τ’ άλλο του πόδι και δρασκέλισε πάνω στην καρότσα, «πρέπει να βαραίνουμε το κάρο», είπε και σκαρφάλωσαν μαζί του κι άλλοι άνδρες από δεξιά κι αριστερά, και μαζί τους κι η μάνα μου σηκώνοντας το φουστάνι της μέχρι τα γόνατα. Το ζωντανό πισωπατούσε μέχρι να πάρει το σινιάλο να ξεκινήσει. Ύστερα άρχισε να κινείται προς τα χωράφια, σέρνοντας πίσω του το κάρο, πατώντας το σημείο που σκέπασαν την Πηνελόπη κι ύστερα γύρισαν το άλογο προς το χωριό και ξαναπέρασε πάνω απ’ το ίδιο σημείο, κι ύστερα πάλι το γύρισε προς τα χωράφια, και πάλι το ίδιο, μια απομακρυνόταν από μας, μια ερχόταν κατά πάνω μας, μπρος πίσω το άλογο με το κάρο και τις σκοτεινές σκιές των ανθρώπων πάνω σ’ αυτό, σβήνοντας τα ίχνη του σκαψίματος κι αφήνοντας πάνω στον κακοτράχαλο δρόμο μόνο τα χνάρια από τις ρόδες του. Κάθε στροφή του κάρου έβγαζε ένα ανατριχιαστικό θόρυβο. Πρέπει να σηκώθηκε πολλή σκόνη, που δεν φαινόταν με το μάτι. Τη νιώθαμε στο στόμα και στη μύτη μας, κάθε φορά που το κάρο έπαιρνε στροφή. Οι άνδρες τη νιώθανε να κολλάει στις ιδρωμένες πλάτες τους. Μέσα στο λιγοστό φως, ο μόνος ποδόγυρος που έβλεπα πάνω στο κάρο ήταν της μάνας μου. Τα άλλα ήταν γυαλιστερά, από την πολλή χρήση, τριμμένα παντελόνια. Η νύχτα λουζόταν πια στο ψυχρό κι ανελέητο φεγγαρόφωτο. Έπρεπε να φύγουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: