Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

Συνέχεια Νο 19

Τασούλα
Το τετράδιο είχε άλλα τέσσερα φύλλα κενά. Πρόσεξα τα χέρια της Τασούλας, έτρεμαν ελαφρά. Κατέβασε τα γυαλιά από τα μάτια της και τα στήριξε πάνω στο κεφάλι της. Έτριψε τα μάτια με τις παλάμες της. «Δεν πρόλαβε να φύγει την άλλη μέρα», είπε, «την έπιασαν φρικτοί πονοκέφαλοι και ανέβασε υψηλό πυρετό. Οι γονείς σου την πήγανε στο Νοσοκομείο του Κιλκίς. Είχε μπει στην τελευταία παράγραφο της ζωής της, αλλά εμείς δεν το υποψιαζόμασταν.»
Η σκέψη ήταν οδυνηρή, σήκωσε το χέρι της μπροστά απ’ το πρόσωπό της σαν να ‘θελε να διώξει ένα ενοχλητικό έντομο. Σηκώθηκε τραβώντας την καρέκλα της προς τα πίσω. « Νομίζω πως μας χρειάζεται ένας ζεστός καφές», προχώρησε προς τον πάγκο της κουζίνας. Τα χέρια της δούλευαν μηχανικά. Γέμισε την κανάτα με νερό και την άδειασε στην μηχανή του καφέ. Άνοιξε ένα βάζο και μέτρησε τρεις κουταλιές καφέ που τις έριξε μέσα στο φίλτρο, που ήταν έτοιμο στην ειδική υποδοχή της καφετιέρας, πάτησε το κουμπί και άναψε το φωτάκι. Είχαμε στυλώσει κι οι δυο, το βλέμμα μας στην τρύπα από όπου θα άρχιζε να χύνεται ο καφές. « Εκείνο το βράδυ που πέθανε η Ελένη, εγώ το είδα στον ύπνο μου», είπε, « ήταν κοντά μεσάνυχτα κι είχε πιάσει να βρέχει όταν ξύπνησα μες τη νύχτα μούσκεμα, με τα μαλλιά μου λουσμένα στον ιδρώτα, κοντανασαίνοντας. «Ήταν όνειρο», σκέφτηκα με ανακούφιση και σε λίγο με ξαναπήρε ο ύπνος. Ξύπνησα από μια τρομερή κραυγή. Ήταν της μάνας σου. Και μετά ακολούθησαν σπαρακτικά ουρλιαχτά. Τρομοκρατήθηκα και μισοσηκώθηκα στο κρεβάτι. Οι κραυγές κι οι λυγμοί ακούγονταν πολύ δυνατά, σαν έξω απ’ την πόρτα μας. Είδα τη μάνα μου να πετιέται απ’ το κρεβάτι- ο μπαμπάς μου ήταν στο βουνό-, έβαλε τη ζακέτα της πάνω απ’ το νυχτικό, «Αση Αναστασίας κες ακούετεν! Ωι! να ιλλί εμέν»,( Απ’ της Αναστασίας ακούγεται; Αλίμονο μου!) και χωρίς να περιμένει απάντηση άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε. Κοίταξα το μικρό ρολόι πάνω στο τραπέζι. Η ώρα ήταν πέντε. Σηκώθηκα γρήγορα, έβαλα κι εγώ τη ζακέτα μου και βγήκα ξυπόλητη στην αυλή, ανατριχιάζοντας με την αίσθηση της παγωμένης και υγρής γης, απ’ το πρωινό πούσι, στα πόδια μου. Οι συγκλονιστικοί, ποντιακοί, αλαλαγμοί ακούγονταν απ’ τον μαζεμένο κόσμο μπροστά στο σπίτι σας. Το τρεμάμενο φως της λάμπας, που ήταν ακουμπισμένη πάνω στο βαρέλι, έξω στην αυλή, φώτιζε τις ανάσες των ανθρώπων σχηματίζοντας γύρω απ’ τα πρόσωπά τους μικρά άσπρα συννεφάκια, που εμφανίζονταν κι εξαφανίζονταν αμέσως. « Η Ελένη,» είπα μέσα μου και ο βραδινός εφιάλτης ξαναζωντάνεψε στο μυαλό μου. Έτρεξα στο σπίτι σας με τη βεβαιότητα πια, πως κάτι μη αναστρέψιμο είχε γίνει. Ήταν Πρωταπριλιά και ήταν σαν ψέμα ».
Η κανάτα είχε γεμίσει. Γέμισε τις δυο κούπες. Τις ακούμπησε στο τραπέζι μπροστά μου και ξανάκατσε. Πήρε στα χέρια της το τετράδιο και το ακούμπησε στο στήθος της. « Το φαντάζεσαι; Ονειρεύτηκα το θάνατό της!». Άφησε το τετράδιο και έπιασε την κούπα με το ζεστό καφέ στη χούφτα της ρουφώντας την πρώτη γουλιά. Ρούφηξα κι εγώ απ’ τον δικό μου. Ο καυτός καφές μας ηρέμησε λίγο. « Πες μου τι θυμάσαι για την Ελένη», την παρακάλεσα. Με κοίταξε. Ανίχνευσα εκείνα τα μάτια. Στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε το χρώμα ενός πόνου που, μάλλον δεν έφυγε. Σηκώθηκε με την κούπα στο χέρι της και τράβηξε την κουρτίνα απ’ το παράθυρο. Κοίταξα κι εγώ έξω παραξενευμένη. Η βροχή όρμισε ξαφνικά, δίχως κεραυνό χωρίς προειδοποίηση. «Κι εκείνη τη μέρα, έτσι ξαφνικά ήρθε η βροχή. Σαν να ήθελε να συμβάλει στο πένθος του χωριού». Γύρισε πάλι κοντά μου και ακούμπησε τον καφέ στο τραπέζι. Με κοίταξε, «γι’ αυτά δεν μίλησα ποτέ σε κανέναν», μου είπε κι έκατσε.
«Στην αρχή, ήταν η ζήλεια που ένιωθα για τους δυο τους, που ήταν αγαπημένοι και τόσο ταιριαστοί. Για την Ελένη και τον Τάσο, λέω. Ήταν κι δυο δυνατοί, τολμηροί-παράτολμοι, πολλές φορές-, ευαίσθητοι με τα ίδια πράγματα και την ίδιες υπερβολικές δόσεις ιδεολογίας, ζωντανοί, απίθανα ενεργητικοί. Μεταφέρανε τα τσουβάλια με το σιτάρι ή το αλεύρι, πάνω στους ώμους τους. Έσκαβαν και φύτευαν τη γη μαζί. Μια τη δική σας γη μια της Λέγκως. Σαν δυο άνδρες, φίλοι. Έτσι έβλεπε την Ελένη ο Τάσος. Ήταν ο καλύτερος του φίλος. Όπως και για εκείνη, ο Τάσος, ήταν η καλύτερη της φίλη. Ακόμα κι οι σιωπές τους, όταν τους κοιτούσα από το παράθυρό μας να κάθονται κάτω απ’ το δέντρο και να χαζεύουν το βάθος του δρόμου δίχως να μιλούν μεταξύ τους, ακόμα κι εκείνες οι σιωπές ήταν ασύλληπτα ενωτικές. Ακολουθούσε ο ένας τον άλλον, όπως ο σκύλος τ’ αφεντικό του. Όσο ήμασταν μικροί, τους παρακολουθούσα από την ανοιχτή πόρτα του αχερώνα σας να παίζουν και να κυνηγιούνται, ρίχνοντας άχυρα ο ένας στον άλλον ή τρώγοντας ξερά φρούτα, που η μάνα σας αποθήκευε για το χειμώνα. Αργότερα, μεγάλοι πια, τους παρακολουθούσα ξαπλωμένους κάτω απ’ τη μεγάλη φτελιά να μιλάνε και να πειράζονται ή καθισμένους πάνω στα άχυρα, στο εσωτερικό του αχερώνα, με τις κίτρινες χρυσαφένιες ακτίνες του ήλιου να μπαίνουν από τα χωρίσματα της λαμαρινένιας σκεπής και να πέφτουν πάνω τους.» Με κοίταξε με πόνο. «Τους ζήλευα αφόρητα, ζήλευα τη σχέση τους. Τότε ήμουν για εκείνους η γειτόνισσα, η συνομήλικη τους, ένα κορίτσι σαν όλα τα κορίτσια του χωριού. Πολύ αργότερα, λίγο πριν μπουν οι Γερμανοί στο χωριό, την περίοδο του Αλβανικού πολέμου, μας ένωσε η αδικία εναντίον της χώρας μας, κυρίως την περίοδο των Γερμανών. Ήταν η περίοδος που είχαμε γίνει μια γροθιά οι τρεις μας. Πολύ αργότερα μπήκε στην παρέα μας κι η Νίκη. Ήταν οι εποχές που ήμασταν σίγουροι πως οι αγώνες μας θα κερδηθούν. Τότε δεν φανταζόμασταν ότι θα γερνούσαμε και δεν θα βλέπαμε, παρά ελάχιστους αγώνες να κερδίζονται. Παρ’ όλα αυτά τις νοσταλγώ τις μέρες εκείνες, νοσταλγώ τις δυνατές συγκινήσεις που μας εμπότισε η είσοδος των Γερμανών στη χώρα μας, τεντώνοντας την ευθικτότερη χορδή μας και νιώθω θλίψη για τη σημερινή ψυχική στείρωση που μας κατέχει. Εκείνο τον καιρό άρχισαν να γεννιούνται μέσα μου συναισθήματα για τον Τάσο». Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο ροζ τετράδιο. «Δεν φανταζόμουν ότι τα ίδια αισθήματα μπορούσαν να διατρέχουν και την ψυχή της Ελένης. Όπως, φαντάζομαι, πως κι εκείνη δεν υποψιάστηκε κάτι για μένα. Δεν ήταν εποχή που διαλαλούσε κανείς τα συναισθήματά του. Την ιστορία της Νίκης με τον Τάσο μου την είπε μέσα στο νοσοκομείο, τις μέρες εκείνες που υποψιάστηκε πως δεν θα μπορούσε να φανεί συνεπής με την υπόσχεσή που είχε δώσει στον Τάσο, σχετικά με τη Νίκη, γιατί οι διαπεραστικοί πονοκέφαλοι που την έπιαναν καθημερινά και συνεχίζονταν χωρίς διάλειμμα για μέρες, δεν την άφηναν περιθώρια για να σκεφτεί τίποτα άλλο.
«Νιώθω, κάποιες φορές, τον θάνατο να καλπάζει πάνω μου», μου είπε ένα βράδυ «τον νιώθω να με σφίγγει το σώμα τόσο που εμποδίζει τον αέρα να μπαίνει μέσα μου και τότε φοβάμαι. Όσο ήμασταν στο βουνό, δεν θυμάμαι ποτέ να τον φοβήθηκα, νομίζω πως δεν τον σκέφτηκα, καν. Ή μήπως εκεί πάνω, τον θεωρούσαμε φυσιολογικό, αποδεχτό, ίσως. Μια φυσική εξέλιξη, που μπορεί να ήταν χωμένη στο βάθος του μυαλού μας και απλώς δεν τη βγάζαμε στο φως». Το κορμί της φλογιζόταν από τον πυρετό, τα μάτια της γυάλιζαν τεράστια από την απορία. Οι λυγμοί της συγκλονιστικοί. Το πρόσωπό της, ταλαιπωρημένο από τον πόνο, αποστεγνωμένο από την αρρώστια, η βραχνή φωνή της σ’ εκείνους τους λυγμούς που έμοιαζαν με κλάμα μικρού παιδιού, η παράκληση στους γιατρούς, « είμαι πολύ νέα για να μ’ αφήσετε να πεθάνω» κι η απορία της, «είναι δυνατόν να πεθάνω στα δεκαεννιά μου χρόνια μέσα σ’ ένα νοσοκομείο;» « Μη λες ανοησίες», της έλεγα. «Μια αρρώστια είναι, θα περάσει, θα το δεις». Το πίστευα στ’ αλήθεια. Ούτε για μια στιγμή, εκείνες τις πρώτες μέρες, δεν πέρασε απ’ το μυαλό μου το ενδεχόμενο του θανάτου της. « Πρέπει να βοηθήσεις τη Νίκη», μου είπε κάποια στιγμή. «Έμεινε μόνη τώρα, φαντάζεσαι πως θα νιώθει;» Έκανε ένα μορφασμό πόνου και έπιασε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια. Ένιωθε ένα σφυρί να χτυπάει το αμόνι του μυαλού της και κάθε λίγο βογκούσε. «Τι έπαθε η Νίκη;» ρώτησα. Τότε μου τα είπε όλα. «Νομίζω πως ετοιμάζει μια λάθος κίνηση, μια επανάσταση εναντίον της μοίρας της», συμπλήρωσε στο τέλος, «θέλει να κρατήσει το παιδί.» Βόγκηξε πάλι. «Πρέπει να τη σταματήσουμε».
Πέρασαν αρκετές μέρες και δεν μπορούσα ούτε να σκεφτώ να πάω την Νίκη, γιατί το μόνο που με απασχολούσε ήταν η Ελένη, που η ματιά της με έδιωχνε, δεν άντεχε να βλέπει τη συμπόνια μου. Είχα συνειδητοποιήσει πια ότι θα τη χάναμε. Το έβλεπα μες τα μάτια της κάθε μέρα. Ο θάνατος έμοιαζε να κυκλοφορεί μέσα σε κείνα τα τεράστια μάτια και να μεταφέρεται σε όλο το κορμί της γρήγορα, όπως μεταφέρεται, μέσα απ’ τον υδραγωγό, το νερό. Το έβλεπα και στα μάτια του πατέρα σου, που καθισμένος στο προσκέφαλο της, όλη τη μέρα κι όλη τη νύχτα, να κοιτάζει το πρόσωπό, τα μαύρα μακριά της μαλλιά χυμένα πάνω στο μαξιλάρι, τα χέρια της με τα μακριά υπέροχα δάχτυλα απλωμένα κατά μήκος του κορμιού της. Πότε- πότε τα έπιανε και τα έτριβε μέσα στις τεράστιες, δουλεμένες παλάμες του. Άλλες φορές έσκυβε και ακουμπούσε πάνω τους τα χείλη του. Άλλες φορές, αδέξια τα χέρια του προσπαθούσαν να ισιώσουν το σεντόνι πάνω στο πονεμένο σώμα της, ισιώνοντας τις ζάρες που σχηματίζονταν πάνω της. Κι ύστερα σηκώνονταν σιγά- σιγά και μάκραινε απ’ το κρεβάτι της με βήμα νεκρό, τα μάτια του τεράστια, θολά από τα δάκρυα, το πρόσωπό του ξέθωρο μέσα στο μισοσκόταδο του δωματίου, ίδιο με το στοκαρισμένο τοίχο του θαλάμου, κρεμούσε τα χέρια του στα πλευρά του, άλλοτε τα τρίβε πάνω στο παντελόνι του, πότε την παλάμη και πότε την ανάστροφη. Τα μάτια της Ελένης τον ακολουθούσαν και δάκρια κυλούσαν απ’ την άκρη του ματιού της και κρύβονταν μέσα στα πυκνά μαλλιά της.
Η μάνα σου ακίνητη στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι της, καταρρακωμένη με τα χέρια παράλυτα, παρακολουθούσε τα μάτια της, δυο φλόγες, πια, που φωτοβολούσαν για λίγα δευτερόλεπτα κι έπειτα έσβηναν σαν να περνούσε ανεμόσυρμα και τα φύσαγε.
Ένα πρωί, σαν αστραπή, η φήμη του βιασμού της Νίκης, μπήκε στα σπίτια μας και μας πάγωσε όλους. Ήταν πρώτη φορά που οι χωριανοί καλούνταν να αντιμετωπίσουν ένα γεγονός βίας, που δεν είχε σχέση με τον πόλεμο, με τα χωράφια, με τα ζώα. Στο χωριό δεν συνέβη ποτέ περιστατικό παρόμοιο που να είχε σχέση με την ηθική. Η οργή θέριεψε μέσα τους και τους έπνιγε. Η μάνα μου χτυπιώταν και μουρμούριζε όλη τη μέρα για, « το ορφανόν που εντόκενα (το χτύπησε) η μοίρα», για «το σσκυλίν που εφέκαμα αδέσποτον ν’ αλωνίζ χωρίς να επορούμε να κρεμάνουμα σην πλατείαν,» (το σκυλί που το αφήνουμε αδέσποτο ν’ αλωνίζει, χωρίς να μπορούμε να το κρεμάσουμε στην πλατεία), για «η σσκύλαν που εγέντσεν αήκον θερίον, κακόχρονον ν’ εσχ»,(τη σκύλα που γέννησε τέτοιο θηρίο, κακόχρονο να ’χει), «σκατά σην ψυν τ’ αποθαμέντσας που εφέκεν δύο οφίδε σο χωρίονε μουν.» (σκατά στην ψυχή της πεθαμένης, που άφησε δυο φίδια στο χωριό μας), εννοώντας τη γριά που τους είχε αφήσει την περιουσία της. Το ίδιο βράδυ πήγα να τη δω. Έβρεχε καταρακτωδώς Ο αέρας που είχε σηκωθεί ξαφνικά, ανακάτευε σύννεφα, στάλες βροχής, ψίθυρους και βογκητά της νύχτας. Απόφυγα τον κεντρικό δρόμο, που μπορούσαν να με δουν και πήρα το μονοπάτι μες τα δέντρα που σχημάτιζαν κινούμενες σκιές και το θρόισμά των φύλλων από τη βροχή, δημιουργούσε θορύβους ύποπτους που με τρόμαζαν. Ήταν όμως εκείνη τη στιγμή, ο πιο ασφαλής δρόμος για μένα και με μια παράκαμψη θα βρισκόμουν στο σπίτι της Νίκης. Τα ρούχα μου είχαν γίνει μούσκεμα. Μέσα στο παχύ σκοτάδι και με τη βροχή να μου μαστιγώνει το πρόσωπο, αντίκρισα σε λίγα λεπτά την πόρτα του κήπου. Μπήκα και ασυναίσθητα έστησα αυτί για ν’ ακούσω το γαύγισμα του Αζόρ. Από νωρίς είχα μάθει από την μάνα μου πως τον είχαν σκοτώσει, αλλά εκείνο το σκυλί ήταν μέρος της ζωής της Νίκης. Τμήμα του κήπου της, κομμάτι του εαυτού της. Πάντα τους έβλεπες μαζί. Πρώτα έσκαγε μύτη ο Αζόρ και από πίσω, πριν καλά- καλά σκεφτούμε, «έρχεται η Νίκη», εμφανιζόταν εκείνη κι εμείς γελούσαμε. Άγγιξα το πόμολο της εξώπορτας κι εκείνη αμέσως υποχώρησε. «Νίκη», φώναξα. Το κίτρινο φως της λάμπας φώτιζε το μαζεμένο κορμί της πάνω στο ντιβάνι. Το κεφάλι της γερμένο στο πλάι έδειχνε σαν να την είχαν απαγχονίσει. Τα τεράστια μάτια της με παρακολουθούσαν χωρίς να δείχνουν αν με είχαν αναγνωρίσει. «Νίκη», ξανάπα και πήγα κοντά της. Τραντάχτηκε το σώμα της, συσπάσθηκε το πρόσωπό της. Ξαφνικά μ’ αναγνώρισε, μου έτεινε τα χέρια της κι εγώ έτρεξα κοντά της. Γαντζώθηκε πάνω μου βγάζοντας απ’ τον στόμα της έναν ήχο πληγωμένου ζώου. Έκατσα δίπλα της αμίλητη, αγκάλιασα το κορμί της που έτρεμε μες τα χέρια μου. Το πρόσωπό της ήταν τόσο εύθραυστο που νόμιζα πως θα έσπαγε αν το ακουμπούσα. Το δέρμα της χλωμό κι η όψη του αρρωστιάρικη. Οι λυγμοί φούσκωναν ασταμάτητα στο λαιμό της. «Γιατί δεν βάζεις το σύρτη από μέσα;» τη ρώτησα. «Τι άλλο μπορεί να με κάνει;» ψιθύρισε. « Ποιος ήταν;» τη ρώτησα μ’ όλο που ήξερα την απάντηση. « Ο Σπυράκος», απάντησε.
Δεν μου μίλησε για εκείνο το βράδυ. Το μόνο που μου είπε ήταν πως έπρεπε να φύγει, «γιατί όταν ένας άνθρωπος σκοτώνει ένα ζώο δεμένο που δεν μπορεί να τον πειράξει, πρόκειται για τέρας και δε θα μ’ αφήσει σε ησυχία. Ξέρει και για το μωρό».
Η Τασούλα ρούφηξε μια γουλιά απ’ τον καφέ της. «Ο Αζόρ την πόνεσε πολύ. Σε δύο μέρες και λίγο πριν πεθάνει η Ελένη, εκείνη το έσκασε απ’ το χωριό».

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

Συνέχεια Νο 18

Η πομπή ξεκίνησε, αυτή τη φορά δίχως την Πηνελόπη, με το κάρο μπροστά να τρίζει, ο θόρυβός του δεν μπορούσε να κινήσει υποψίες, γιατί αυτές τις ώρες πήγαιναν στα καπνά. Έτσι το κάρο με τον Χρίστο και τον Γεράσιμο, πέρασε μπροστά απ’ την κοινότητα κι οι υπόλοιποι πήραμε το κακοτράχαλο μονοπάτι για το σπίτι της Λέγκως. Εγώ από πίσω, ανάμεσα στις φεγγαρίσιες σκιές και στις σκιές των δέντρων που έφραζαν τον δρόμο απ’ τα δυο πλαϊνά, τον ξέρεις, στενός μόλις που χωράει ένα κάρο, ακολουθούσα την πομπή και αναλογιζόμουν πόσα είχαν αλλάξει μετά το θάνατό σου. Πηγαίναμε όλοι μαζί στο σπίτι της Λέγκως, γιατί κανείς δεν ήθελε να πάει στο δικό του. Μπορεί όλοι να είχαν ανάγκη τον ύπνο, αλλά κανείς δεν ήθελε να πάει στο σπίτι του, μισοπεθαμένοι απ’ την αγωνία και τον φόβο τους, γιατί συνειδητοποίησαν τι είχαν κάνει λίγο πριν, συλλογιζόμενοι αυτό που θα ακολουθούσε μόλις ο Σπυράκος ανακάλυπτε την εξαφάνιση της μάνας του. « Τιδέν κι’ ειδαμε, ότι κι αν φτάνε μας. Κι πορούν να κατηγορούν όλο το χωρίον. Ούλ μαζί. (Δεν είδαμε τίποτα, ότι κι αν μας κάνουν. Δεν μπορούν να κατηγορήσουν όλο το χωριό, ενωμένοι!)», αποφάσισαν.
Κανέναν δε συναντήσαμε στο δρόμο, αυτό θα ήταν αδύνατο, γιατί θαρρώ όλο το χωριό ήταν η πομπή που έθαψε τη νεκρή. Η μάνα σου κι η Σπυριδούλα περίμεναν στο σκοτάδι. Ο Χρίστος, που είχε αφήσει το κάρο του έξω από το σπίτι, τις πλησίασε. «Ετέλεψεν. (Όλα τέλειωσαν)», απευθύνθηκε στη μάνα σου που τον κοίταξε για μια στιγμή με μάτια βαθιά σαν πληγές και μας άφησε και μπήκε στο σπίτι. Κανένας δεν έφευγε, σαν μέσα σε εφιαλτικό όνειρο, στεκόμασταν στριμωγμένοι σιωπηλοί και ακίνητοι κάτω από το φως του φεγγαριού, μέσα στην αυλή, δεκάδες στητές σκιές, σαν μια συγκέντρωση φαντασμάτων. Οι άνδρες κρατώντας τα καπέλα τους σφιχτά μες τα χέρια τους πίσω από την πλάτη ή μπροστά τους και με τα κεφάλια σκυφτά να κοιτάζουν τα καπέλα ή καταγής με αμηχανία, πέρασαν το υπόλοιπο της νύχτας στην αυλή. Οι γυναίκες έκαναν παρέα στην αμίλητη Λέγκω.
29-10-42 . Στο μυαλό μου έχω εκείνη την εικόνα και μόνο, την προβάλω ξανά και ξανά στο μυαλό μου. Την γυρίζω προς τα πίσω, προς τα μπρος και πάλι προς τα πίσω.
30/10/42 « Ένα βράδυ, που ο πατέρας μου ήταν στο πίσω δωμάτιο του σπιτιού, με άνδρες από το χωριό μας και τα γύρω χωριά, για ν’ αποφασίσουν πως θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν κάποια προβλήματα με τα χωράφια και με τις πιέσεις της Αστυνομίας του Κιλκίς, προσπαθώντας να τους πείσει για το πόσο σημαντικό είναι να είναι όλοι τους ενωμένοι, έδωσε μια βέργα από ξύλο σε έναν απ’ τους παραβρισκόμενους και του ζήτησε να την σπάσει. Εκείνος παραξενευμένος, την έσπασε. Κατόπιν του έδωσε δέκα βέργες μαζί και του ζήτησε πάλι να τις σπάσει όλες μαζί. Ο άνδρας δεν τα κατάφερε. «Ελέπετε; (Είδατε;)» τους είπε, «έναν έναν α τσακώνεμας, ούλτς μαζί κι ά πορούνε, όταν πολλοί γουζέβνε ίνετεν επανάσταση, αγλήγορα α γρικούμα. (έναν- έναν θα μας τσακίσουν, όλους μαζί δεν θα τα καταφέρουν. Η δύναμη των πολλών είναι επανάσταση, γρήγορα θα το αντιληφθούμε)». Ήμουν, τότε, δώδεκα χρόνων και κρυφοκοίταζα απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα. Πόσες φορές, αυτές τις παρανοϊκές μέρες, θυμήθηκα εκείνα τα λόγια.
Τα γερμανικά αμάξια εμφανίστηκαν το απόγευμα της άλλης μέρας στο χωριό από την κατεύθυνση που τα περιμέναμε. Σταματήσανε μπροστά στο σπίτι της Βασιλικής. Πρώτος πετάχτηκε από μέσα ο Σπυράκος και σχεδόν ταυτόχρονα βγήκε από την άλλη πόρτα ο Χάιντριχ. Από πίσω τους κατέβηκαν και άλλοι τρεις από το πρώτο αμάξι κι άλλοι πέντε από το δεύτερο. Ο Σπυράκος χειρονομούσε αναστατωμένος έχοντας στο πλάι του τον φίλο του. Άνοιξε την πόρτα και έκανε στην άκρη να μπει πρώτα ο Γερμανός. Ακολούθησε εκείνος φωνάζοντας, «μάνα». Οι άλλοι έμειναν από έξω παρατηρώντας τα δύο διπλανά σπίτια που φαίνονταν ακατοίκητα. Από τα κλειστά παράθυρα με τις κουρτίνες οι κάτοικοί τους παραφύλαγαν την κάθε κίνηση των Γερμανών. Στο σπίτι του Χρίστου διακρινόταν κάποια κίνηση. Κάποιος αράδιαζε τα ξύλα κάτω από το μικρό λαμαρινένιο υπόστεγο. Στο διπλανό σπίτι απ’ του Χρίστου που έμενε η χήρα του Καστέλου ένα αγόρι- μάλλον δικό της-, έκοβε λαχανικά από τον κήπο τους. Απέναντι που είναι το σπίτι του Γεράσιμου, κάπνιζε η καπνοδόχος και κάποιες σκιές περνούσαν κάθε τόσο πίσω από την διαφανή κουρτίνα. Εκείνη τη νύχτα γύρισαν απ’ όλους, ανάκριναν τους χωριανούς και έψαξαν τα σπίτια μας. Μόνο στο δικό σας σπίτι δεν πήγε κανείς. Εγώ κρύφτηκα στο καταφύγιο της Θυμίας. Την Πηνελόπη, κανείς δεν την είχε δει. Κανείς δεν ήξερε τίποτα. Δεν τη βρήκανε, κι όταν δεν υπάρχει πτώμα δεν υπάρχει ούτε δολοφόνος.
31/10/42. «Σου έχω νέο. Η μάνα μου περιμένει κι άλλο παιδί!! Για φαντάσου! Παιδί στα σαράντα της; Δεν ξέρω αν πρέπει να θυμώσω ή να χαρώ!»
2/11/42 Αύριο φεύγω για το βουνό. Δεν θέλω να μείνω άλλο στο σπίτι. Ο βήχας μου είναι καλύτερα. Μόνο το κεφάλι μου δεν λέει να περάσει. Μέσα του σαλεύουν σκιές και κομματιασμένες σκέψεις. Νιώθω ανεπανόρθωτα μόνη. Το τετράδιο θα το κρύψω μέσα στους Άθλιους- υπέροχο βιβλίο!-γιατί δεν θέλω να το πάρω μαζί μου. Πρέπει να σου εμπιστευτώ πως ανεβαίνω με κακά προαισθήματα. Τα πράγματα έχουν δυσκολέψει. Θα τα ξαναπούμε όταν γυρίσω. Νιώθω ορφανή χωρίς εσένα! Αχ βρε Τάσο!»

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

Συνέχεια Νο 17

Εξακολουθούσαμε να περπατάμε, σε μια κίνηση υπνωτική, σαν σε όνειρο, ακριβώς πίσω από τις σκιές των έξη ανδρών που κρατούσαν την Πηνελόπη μέσα σε απόλυτη σιωπή και με εκπληκτική ταχύτητα. Προχωρούσαν με βήμα ρυθμικό, δίχως να δείχνουν καμιά κούραση, λες και το φορτίο τους ξεκούραζε αντί να τους κουράζει. Απόλυτη ησυχία παντού γύρω μας, θαρρείς κι αυτή η ίδια η γη αποσιωπούσε την παρουσία μας. Το μόνο που ακουγόταν ήταν κάποιος ξερόβηχας που έβγαινε από το λαρύγγι κάποιου και ο τρομερός ήχος του ξύλινου ποδιού της Ευταλίας. «Αφού ήρθε κι αυτή, κανείς δεν έμεινε στο χωριό», σκέφτηκα. Κάπου ένα χιλιόμετρο έξω απ’ το χωριό σταμάτησε η πομπή. Το σκεπτικό ήταν πως τα χνάρια του σκαψίματος δεν θα προκαλούσαν κανενός την προσοχή σε εκείνο το σημείο. Ο δρόμος ήταν πάντα σκαμμένος, είτε λασπωμένος είτε ξερός. Τοποθέτησαν το κορμί της Πηνελόπης στην άκρη του δύσβατου δρόμου. Ολόγυρά μου τα κεφάλια στρέφουν προς τη μεριά του πρώτου χτύπου της γης με την ίδια τρομαγμένη έκφραση. Έπιασαν δουλειά οι κασμάδες. Τάραξε η νύχτα. Έτρεξα κατά τη μεριά του ήχου. Ξαφνικά με είδε η μάνα μου. Με πλησίασε τρομαγμένη. «Ντο αράβς εσύ αδάκα. (Τι θες εσύ εδώ;)», μου είπε αγριεμένη. « Δεν φαίνομαι, είναι πυκνό το σκοτάδι», της είπα. «Κλώστ οπίς αγλήγορα. (Πάνε πίσω, γρήγορα)». Πήγα πιο πίσω, στο σημείο που ήμουν πριν ακούσω τις φτυαριές. Ξαφνικά μια κίτρινη φέτα φεγγαριού έσκασε μύτη πάνω απ’ τα κεφάλια μας κι οι σκιές μας άρχισαν να ξεχωρίζουν. Από κει που ήμουν, σταμάτησα να βλέπω τις ανδρικές φιγούρες που σκάβανε τη γη, ένιωθα όμως το τίναγμα της γης από τις φτυαριές τους μέσα μου. Ξαναπήγα πιο μπροστά αποφεύγοντας τη μάνα μου. Τέσσερεις άνδρες έσκαβαν. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τα χαρακτηριστικά τους. Ο ένας μου φάνηκε σαν τον Ιγνάτη. Το σώμα της Πηνελόπης κειτόταν κοντά τους, στην άκρη του δρόμου. Κάθε τόσο σταματούσαν για να ξεκουραστούν και κάρφωναν το βλέμμα τους ο ένας στο αξεδιάλυτο πρόσωπο του άλλου. Δεν θυμάμαι πόση ώρα ακουγόταν ο ήχος του σκαψίματος. Το χώμα ήταν πολύ στεγνό και η δουλειά δύσκολη. Οι άνδρες σταματούσαν κάθε τόσο, δίνοντας σε άλλους τη σειρά τους και τραβιόνταν στην άκρη φτύνοντας το σάλιο τους που ήταν γεμάτο χώμα. Ξαφνικά ο ήχος των φτυαριών και των κασμάδων έπαψε. Ξέφυγα μες το σκοτάδι για να μπορέσω να τους διακρίνω. Το χώμα πετρωμένο όλο γρόμπους, αναποδογυρισμένο, κείτονταν παραπλεύρως του λάκκου που ανοίχτηκε σε σχήμα σκαφίδας. Δυο άνδρες μείνανε μέσα στη γούβα κι άλλοι δυο σκαρφάλωσαν και βγήκαν. Ύστερα έσκυψαν πάνω στη νεοσκαφή, την κοίταξαν καλά, γύρισαν τα μάτια τους προς το ακίνητο σώμα της Πηνελόπης προσπαθώντας να κρίνουν το βάθος και το πλάτος του, κοιτώντας μια το λάκκο μια το άψυχο κορμί της. Προς στιγμή παρουσιάστηκε μια διγνωμία μεταξύ των τεσσάρων ανδρών. «Χωρεί κι χωρεί; (Χωράει, δεν χωράει;)» «Χωρεί. (Χωράει)», ψιθύρισε ο Ιγνάτης στητός, σκοτεινός κι ανεξιχνίαστος. Τον κοίταξαν οι άλλοι βγάζοντας τα καπέλα απ’ τα κεφάλια τους. Γύρω απ’ το μέτωπό τους ο ιδρώτας κι η σκόνη είχαν αφήσει το χνάρι από το καπέλο.Τέσσερα χέρια σήκωσαν την Πηνελόπη απ’ τους ώμους και τα πόδια και με τη βοήθεια των δύο ανδρών που είχαν μείνει μέσα στο γούβωμα το κορμί της κατέβηκε μονόπαντα, λόγω του διαφορετικού ύψους των ανδρών, που την κρατούσαν. Σε κάποια στιγμή, μάλιστα, αυτοί που βρέθηκαν πολύ κοντά και νομίζοντας πως θα πέσει το κορμί, πετάχτηκαν να το πιάσουν, βγάζοντας μια μικρή κραυγή από το στόμα τους. «Ηηηη». Οι άνδρες την ισορρόπησαν στα χέρια τους και την τοποθέτησαν στο χώμα. Μια γυναίκα πλησίασε στην άκρη του τάφου και κοίταξε τη νεκρή. Μετά έβγαλε τη μαντίλα απ’ το κεφάλι της και την έδωσε σ’ έναν απ’ τους δυο άνδρες. «Τσούποσον το κατσί νατς. (Σκέπασε το πρόσωπό της)», την άκουσα να λέει κι εκείνος κοίταξε μια την ασκέπαστη γυναίκα και μια τη νεκρή. «Οι αποθαμέν κι έχνε κρίματα. (Οι νεκροί δεν έχουν αμαρτίες)», ψιθύρισε η γυναίκα κι ο άνδρας πήρε την μαντίλα κάνοντας αυτό που του ζήτησε. Δεν μπόρεσα μες τον κουρνιαχτό, που ήταν στιγμές που μας κατάπινε όλους, να καταλάβω ποια ήταν, αλλά δεν ξέρω γιατί ένιωσα πως κάλυψε ένα κενό μέσα μου η πράξη της. Αμέσως μετά, κι αφού βγήκαν οι άνδρες απ’ το λάκκο, έπιασαν δουλειά τα φτυάρια. Σκέπασαν την τρύπα με το ίδιο χώμα, που το άπλωσαν καλά, για να κρύψουν τα πρώτα σημάδια. «Χρειάσκουμες έναν αραπάν, αγλήγορα. (Χρειαζόμαστε ένα κάρο, γρήγορα)», είπε πάλι ο Ιγνάτης, που είχε και την ιδέα της εξαφάνισης της νεκρής. Ο Χρίστος, που το σπίτι του είναι πιο κοντά απ’ του καθένα, ξεκίνησε να πάει να φέρει το δικό του. «΄Αρχουμαι και γω με τε σέν. ( Θα έρθω κι εγώ μαζί σου)», του είπε ο Γεράσιμος κι έτρεξε ξοπίσω του. Οι δυο άνδρες πήρανε τρεχάτοι το φιδωτό δρόμο μπροστά μας. Οι υπόλοιποι στεκόμασταν όρθιοι γύρω απ’ τον τάφο. Τα πρόσωπά μας ήταν πολύ σοβαρά και συγκεντρωμένα. Κοιτάζαμε μια τον τάφο και μια μεταξύ μας, βυθομετρώντας ο ένας τον άλλον, ματιές που καταδύονταν ανεμπόδιστες η μια στη ψυχή της άλλης. Μόνο αυτές μιλούσαν μέσα απ’ τα βλέμματα. Ένα ολόκληρο χωριό στεκόταν ακίνητο κι αμίλητο μέσα σ’ εκείνον το δρόμο που μετάλλαζε κιτρινωπός από το φως του φεγγαριού. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ένα σούρσιμο απ’ τα παπούτσια μας, όταν αλλάζαμε θέση. Σε λίγο ακούσαμε τον ήχο του κάρου και σε λιγότερο από δυο λεπτά είδαμε το Χρίστο να κρατάει τα γκέμια και να οδηγεί το άλογο με το κάρο επιδέξια και προσεχτικά ανάμεσά μας. Ο Γεράσιμος, που καθόταν δίπλα του, πήδησε κάτω. Ο Χρίστος έμεινε πάνω στημένος, σκεβρωμένος, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια και περιμένοντας να του πουν τι πρέπει να κάνει. Τον πλησίασε ο Ιγνάτης και μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες πίσω του ψιθυριστά σχεδίασαν τον τρόπο που θα το χρησιμοποιήσουν. Ο Χρίστος έπιασε το χαλινάρι κι έστρεψε το άλογο προς τα μπρος, στη μεριά των χωραφιών. Ο Γεράσιμος κράτησε με το δεξί του χέρι ένα κρεμαστό χειροποίητο χερούλι στο μπροστινό μέρος του κάρου και βάζοντας το πόδι του πάνω στον άξονα του τροχού και καθώς ο άξονας γύριζε απαλά κάτω απ’ τη σόλα του παπουτσιού του, εκείνος ανέβασε και τ’ άλλο του πόδι και δρασκέλισε πάνω στην καρότσα, «πρέπει να βαραίνουμε το κάρο», είπε και σκαρφάλωσαν μαζί του κι άλλοι άνδρες από δεξιά κι αριστερά, και μαζί τους κι η μάνα μου σηκώνοντας το φουστάνι της μέχρι τα γόνατα. Το ζωντανό πισωπατούσε μέχρι να πάρει το σινιάλο να ξεκινήσει. Ύστερα άρχισε να κινείται προς τα χωράφια, σέρνοντας πίσω του το κάρο, πατώντας το σημείο που σκέπασαν την Πηνελόπη κι ύστερα γύρισαν το άλογο προς το χωριό και ξαναπέρασε πάνω απ’ το ίδιο σημείο, κι ύστερα πάλι το γύρισε προς τα χωράφια, και πάλι το ίδιο, μια απομακρυνόταν από μας, μια ερχόταν κατά πάνω μας, μπρος πίσω το άλογο με το κάρο και τις σκοτεινές σκιές των ανθρώπων πάνω σ’ αυτό, σβήνοντας τα ίχνη του σκαψίματος κι αφήνοντας πάνω στον κακοτράχαλο δρόμο μόνο τα χνάρια από τις ρόδες του. Κάθε στροφή του κάρου έβγαζε ένα ανατριχιαστικό θόρυβο. Πρέπει να σηκώθηκε πολλή σκόνη, που δεν φαινόταν με το μάτι. Τη νιώθαμε στο στόμα και στη μύτη μας, κάθε φορά που το κάρο έπαιρνε στροφή. Οι άνδρες τη νιώθανε να κολλάει στις ιδρωμένες πλάτες τους. Μέσα στο λιγοστό φως, ο μόνος ποδόγυρος που έβλεπα πάνω στο κάρο ήταν της μάνας μου. Τα άλλα ήταν γυαλιστερά, από την πολλή χρήση, τριμμένα παντελόνια. Η νύχτα λουζόταν πια στο ψυχρό κι ανελέητο φεγγαρόφωτο. Έπρεπε να φύγουμε.

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2008

Συνέχεια Νο 16

Λένε, (θα το έχεις ακούσει κι εσύ), πριν χρόνια, η Κική του Μαστροκώστα, μετέπειτα μαμή του χωριού, που ήταν έγκυος στον όγδοο μήνα , πήγαινε στο χωράφι με τον άνδρα της, είχε αναποδογυρίσει το κάρο τους και βρέθηκε ξαφνικά κάτω απ’ αυτό και ήταν αδύνατο μόνος, ο Μαστροκώστας, να το επαναφέρει στην αρχική του θέση χωρίς να τη χτυπήσει, γι’ αυτό έτρεξε να ζητήσει βοήθεια από το χωριό, αφού ξέζεψε πρώτα τα βόδια και τα έδεσε σ’ ένα δέντρο, ενώ εκείνη ούρλιαζε από τους απανωτούς πόνους που έρχονταν ο ένας δίπλα στον άλλον, κι όσο περνούσε η ώρα κι ο άνδρας της δε φαινόταν, οι πόνοι κόλλησαν μεταξύ τους και δεν άφηναν περιθώριο αναμεταξύ τους για να πάρει η γυναίκα ανάσα κι έτσι όταν ένιωσε το μωρό να σπρώχνει με μανία από κάτω της, βολεύτηκε στριμωχτά, στο πιο άνετο σημείο κάτω από το κάρο με γυρτό το κεφάλι της προς τα δεξιά, με την κοιλιά της καρότσας ν’ ακουμπάει σχεδόν το πάνω μέρος του κεφαλιού της, κι έτσι, ουρλιάζοντας, με γερμένο το κεφάλι προς τα δεξιά και με μάτια θολά από τα δάκρια οδύνης, η Κική, αντίκρισε μέσα στα σκέλια της το πάνω μέρος της κεφαλής της κόρης της και προσπάθησε να το πιάσει, αλλά εκείνο δεν είχε βγει αρκετά. Προσπάθησε να διορθώσει τη στάση της και να κάτσει ανακούρκουδα, αλλά δεν χωρούσε, ούτε με το κεφάλι γυρτό προς τα δεξιά. Κι έτσι ξανάκατσε όπως και πριν, λίγο γυρτά το κορμί προς τα πίσω-αυτό μπορούσε να το κάνει-,και εξακολουθώντας να ουρλιάζει, ξετρελαμένη από τους πόνους, σφίχτηκε τόσο πολύ, που ένιωσε το κεφάλι του παιδιού της να σχίζει το κορμί της από κάτω , «έσπασε η μήτρα μου», σκέφτηκε ουρλιάζοντας και έπιασε επιτέλους το κεφάλι, που είχε ακουμπήσει στο ξερό χώμα από κάτω της. Το έπιασε με τα δυο της χέρια και με γερμένο το κεφάλι της προς τα δεξιά και προς τα πίσω, ένιωσε το υπόλοιπο σώμα του να γλιστράει από μέσα της και να ημερεύει ο πόνος. Το κοίταξε μέσα απ’ τη θολούρα των ματιών της, μαύρο από το ζόρι, ματωμένο γεμάτο βλέννες, το έπιασε και το ακούμπησε στο χώμα από κάτω της. Ποιο ήρεμη τότε, προσπάθησε να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει. Ο λώρος την είχε δεμένη με το παιδί. Το πρώτο της παιδί ήταν. Η Κική προσπάθησε να σκεφτεί τη γέννα της αγελάδας τους. Η μάνα της δεν την άφησε να μπει τότε στο μαντρί, ήταν γύρω στα έντεκα και περίεργη για όλη τη διαδικασία, την παρακολούθησε απ’ το βρώμικο παράθυρο του μαντριού. Είδε τον πατέρα της να χώνει τα δάχτυλά του κάθε τόσο στο πίσω μέρος του ζώου, από εκεί που έβγαζε τα κόπρανά του – ή έτσι νόμισε,-σηκώνοντας την ουρά της αγελάδας, να τη χαϊδεύει τρυφερά κι ύστερα είδε και τους δυο τους να χώνουν τα χέρια τους πίσω της πάλι, και να προσπαθούν ν’ ανοίξουν την τρύπα σιγά-σιγά. Είναι αλήθεια πως ένιωσε σιχασιά για όλα εκείνα. Ήταν όμως πολύ περίεργη να τα δει και να τα μεταφέρει και στις φιλενάδες της. Θυμάται πως άργησε πολύ να γεννήσει η αγελάδα, δυο φορές σταμάτησε την παρακολούθηση για να πάει να κατουρήσει στο αποχωρητήριο που ήταν στην άκρη του οικοπέδου τους, μία για να μπει στο σπίτι να πιει νερό και την τέταρτη, έτσι, γιατί κουράστηκε να περιμένει και να μη γίνεται τίποτα. Το μοσχαράκι, όταν επιτέλους βγήκε, δεν κατάφερε να το δει η Κική, γιατί η μάνα της στεκόταν μπροστά στο παράθυρο και της έκρυβε τη θέα και δεν μπορούσε να βλέπει τις σκηνές που εξελίσσονταν. Εκείνο που είδε ήταν το κόψιμο του λώρου-τότε δεν ήξερε τι ήταν εκείνο το πράγμα, που ήταν σαν τα έντερα από τα πρόβατά τους, που η μάνα της τα μαγείρευε. Ο πατέρα της τον έκοψε και τον έκανε κόμπο. Το ίδιο έντερο είχε το παιδί της δεμένο πάνω της. Τι να έκανε δεν ήξερε και το κεφάλι της είχε κουραστεί με εκείνη τη στάση. Αποφάσισε να μην κάνει τίποτα. Δεν ήταν σίγουρη αν η γυναίκα είναι σαν την αγελάδα. Μάζεψε το μωρό της από τα χώματα το τοποθέτησε μπρούμυτα πάνω στα πόδια της και βάλθηκε να το καθαρίζει με το φουστάνι της. Το μωρό έβγαλε μια κραυγούλα. Ο Μαστροκώστας με τους δυο άνδρες που έφερε για βοήθεια, τους βρήκαν και τους δυο στριμωγμένους κάτω από το κάρο, το μωρό να κοιμάται πάνω στην άδεια κοιλιά της Κικής, σκεπασμένο με την άκρη της φούστας της κι εκείνη να παρατηρεί με προσοχή τις καλοπλανισμένες σανίδες στο κάτω μέρος του κάρου, νοτισμένες απ’ την υγρασία, με μεγάλες μουντζούρες σαν μούντζες, από λάσπη. Από τότε, η Κική, έγινε η μαμή του χωριού.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008

Συνέχεια Νο 15

Το σημείο που επιλέχτηκε για σκάψιμο ήταν ακριβώς πάνω στο δρόμο για το ποτάμι. Μόλις αφήσαμε πίσω μας τη διακλάδωση για το ποτάμι κι ακόμα περπατούσαμε. Από εκείνο το δρόμο που περνούσαν καθημερινά όλα τα κάρα του χωριού, όλες τις εποχές. Ο χωμάτινος δρόμος ήταν πάντοτε σκαμμένος και ποδοπατημένος, με μεγάλες, βαθιές χαραγματιές από τις ρόδες των κάρων και τα ποδοπατήματα των αλόγων και των βοδιών. Οι χαραγματιές εκείνες άλλοτε ήταν μαλακές από τις βροχές, τόσο που πολλές φορές κολλούσαν οι ρόδες μέχρι τον άξονα και κατέβαιναν οι επιβαίνοντες, μικροί και μεγάλοι, για να σπρώξουν. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που τα ζώα έτρωγαν πολύ ξύλο με το καμουτσίκι από τους αναβάτες τους, για να τραβήξουν το ασήκωτο βάρος των κάρων, που οι ρόδες τους χώνονταν στις λάσπες. Άλλες πάλι φορές όταν η ξηρασία κρατούσε μέρες κι η καψάδα του ήλιου στέγνωνε τις χαραματιές , τότε ο δρόμος γινόταν τόσο σκληρά ανάγλυφος, που δεν ήταν λίγες οι φορές που αναποδογύριζαν τα κάρα με τους επιβάτες τους.

Συνέχεια Νο 14

( Αργά τη νύχτα).Τη θυμάσαι, Τάσο, τη Μουριά μας; Στέκετε έξω από το παράθυρό μας, στα σύνορα του κήπου μας με τον δικό σας, θυμητάρι της ζωής μας. Θυμάσαι που με ένα πήδημα κρεμόμασταν από τα χαμηλά κλαδιά, τυλίγαμε τις γυμνές και βρώμικες πατούσες μας στο ροζιασμένο κορμό και σκαρφαλώνοντας φτάναμε στις ψηλότερες φυλλωσιές του δέντρου, όπου και κρυβόμασταν από τα μάτια των άλλων; Θυμάσαι πόσες φορές γρατσουνιζόμασταν, σχίζαμε τα ρούχα μας, γεμίζαμε μώλωπες γδαρσίματα και λεκέδες από τα φύλλα της; Κάποιο σούρουπο ξαπλωμένη ανάσκελα κοντά στο μεγάλο κορμό του έβλεπα τα κλαδιά κολλημένα πάνω στον ουρανό, σαν κάποιο χέρι να τα ιχνογράφησε πάνω του και τη δική σου φιγούρα πάνω στο δέντρο, δίπλα τους, σαν ήρωας παραμυθιού. Αχ! Βρε Τάσο! Σε εκείνη τη Μουριά ανέβηκα για να μη φαίνομαι, κρυμμένη στα πλούσια φυλλώματά της. Το σώμα μου είχε κολλήσει συρρικνωμένο πάνω στο κλαδί, σαν σουφρωμένο φρούτο που ξέχασαν να το μαζέψουν. Παραμόνευα χωρίς να με καταλαβαίνουν και δίχως να κάνω κανένα προδοτικό θόρυβο. Νομίζω πως ο Χρίστος είχε την ιδέα για το πώς θα έπρεπε να κλείσει εκείνη η φοβερή μέρα. Τον είδα να μπαίνει στο σπίτι κι από το ανοιχτό παράθυρο πρόσεξα πως έσκυψε πάνω στην Λέγκω, που καθόταν στο ντιβάνι της κουζίνας, και κάτι της είπε ψιθυριστά. Εκείνη δεν σήκωσε το μαυροφορημένο κεφάλι της. Ο Χρίστος επέμενε. Γύρισε και τον κοίταξε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και χαμήλωσε πάλι το κεφάλι. Δεν μπορούσα να ξέρω τι της είπε. Αλλά φαινόταν πως μ’ εκείνο το βλέμμα, του ενός κλάσματος του δευτερολέπτου, του είχε δώσει την συγκατάθεση για κάτι, γιατί είδα τον Χρίστο να βγαίνει, κάτι να ψιθυρίζει στους άνδρες και όλοι μαζί να βγαίνουν από τον κήπο. Οι γυναίκες κάτι μουρμούρισαν και μια αναστάτωση προκλήθηκε για μια στιγμή. Ξαφνικά η μάνα μου κάτι είπε στην Σπυριδούλα, η οποία φάνηκε να συμφώνησε μαζί της με ένα κούνημα του κεφαλιού και βγήκε απ’ τον κήπο ακολουθούμενη από τις υπόλοιπες γυναίκες, αφήνοντας την μάννα σου μαζί με τη Σπυριδούλα μόνες στο σπίτι. Κατέβηκα κι εγώ απ’ τη φτελιά. Τους ακολούθησα. Πήρε να σουρουπώνει για καλά. Μπροστά οι άνδρες, πίσω οι γυναίκες και πιο πίσω εγώ. Κάποιοι άνδρες, που περνούσαμε από τα σπίτια τους, έμπαιναν για λίγο μες τις αυλές τους, έπαιρναν, άλλος φτυάρι, άλλος κασμά κι ακολουθούσαν, ανασαίνοντας με γρήγορες γουλιές τον αέρα. Σε πολύ λίγο χρόνο, η πομπή έγινε μία. Δίπλα- δίπλα, σχεδόν κολλητά ο ένας απ’ τον άλλον μέσα στο σκοτάδι που άρχισε να πυκνώνει, αποφεύγοντας τον κεντρικό δρόμο που περνούσε μπροστά από την κοινότητα με τους Γερμανούς, ανάμεσα στα χέρσα χωράφια και οικόπεδα, σκοντάφτοντας πάνω στις αποξηραμένες ρίζες και στα ξερά σαρακοφαγωμένα κλαδιά, που ήταν πεσμένα κάτω από τα δέντρα, κουβαλώντας οι άνδρες τους κασμάδες και τα φτυάρια στους ώμους, μπήκαμε σ’ εκείνο τον κακοτράχαλο δρόμο που βγάζει στην βρύση. Το άψυχο σώμα της Πηνελόπης, κειτόταν παρατημένο στην ίδια θέση που το άφησε η Λέγκω. Μισό μέσα στο νερό και μισό έξω. «Ας αγληγορούμεν καλίον, ατό που πρέπ να εφτάμα, καλίον να εφτάμα το ατώρα, προτού μερών. (Καλύτερα να βιαστούμε, αυτό που πρέπει να κάνουμε να το κάνουμε τώρα, πριν ξημερώσει)», είπε ο Ιγνάτης. « Ας πέρουματεν (ας την πάρουμε)», είπε αποφασιστικά. Ο ίδιος έπιασε το κορμί της Πηνελόπης από τις μασχάλες και το τράβηξε μακριά απ’ τα νερά. Τα πόδια της σύρθηκαν άγαρμπα, άψυχα πάνω στο χώμα. « Κρατέστε. (Βαστάτε)», ψιθύρισε κι έξι ζευγάρια χέρια σήκωσαν το βρεγμένο, άψυχο σώμα και κοιτάχτηκαν αμήχανοι και τρομοκρατημένοι. « Μερ απάμε;( Που θα το πάμε;)» « Οξώκα ασο χωρίον. (Έξω από το χωριό),» απάντησε στην τρομοκρατημένη ερώτησή τους ο Ιγνάτης, «Ση στράταν για τα χωράφε, επέκει ασοί βλάχς, σουμά σο ποτάμ. (στο δρόμο για τα χωράφια. Μετά τα βλάχικα, κοντά στο ποτάμι», διευκρίνισε και τους κοίταξε. Κάτι είχε περάσει από το μυαλό του. Κοίταξαν ο ένας τον άλλον πρώτα και μετά γύρισαν τα κεφάλια τους προς το ποτάμι, πέρα από το σκοτάδι, πάνω απ’ τις συγκρατημένες ανάσες τους. « Αϊτέστε. (Πάμε)», είπε ο Ιγνάτης και πρώτοι οι έξι άνδρες, ζυγιάζοντας τη νεκρή στα χέρια τους, αποστρέφοντας τα πρόσωπά τους από εκείνο της νεκρής και κοντανασαίνοντας, προπορεύτηκαν κι η πομπή ακολούθησε από πίσω.

Σάββατο 23 Αυγούστου 2008

Συνέχεια Νο 13

Ένιωσε δίπλα της την Αναστασία και τη Σπυριδούλα. Τίποτα δεν της είπαν. Την συνόδευσαν απλώς στο σπίτι μαζί με τους υπόλοιπους χωριανούς που την είχαν ακολουθήσει από την αρχή. «Όλοι μαζί την σκοτώσαμε», σκέφτονταν αποφασιστικά, «όλο το χωριό μαζί». Σαν σίφουνας έφτασε το νέο στο χωριό και σε λιγότερο από μισή ώρα το σπίτι της Λέγκως κατακλύσθηκε από ένα ποικιλόμορφο ανθρωπομάνι με σκληρά και αποφασιστικά πρόσωπα. Ο Χρίστος, από τους πρώτους που έφτασε στο σπίτι της, πλησίασε τον γέρο-Στάθη. «Πρέπει να εξαφανίσουμε το πτώμα», του ψιθύρισε. Κούνησε το κεφάλι του. «Άσε να βραδιάσει πρώτα», είπε εκείνος με την ίδια ψιθυριστή φωνή. «Πάω να μιλήσω τη Λέγκω, εσύ συνεννοήσου με τους υπόλοιπους», είπε και μπήκε στο σπίτι.






*****




ΕΛΕΝΗ Α






6/ 10/ 42 «Νιώθω να τρέχω χωρίς να απομακρύνομαι από κάτι το φρικτό που δεν το χωράει ο νους μου, προς κάποια σωτηρία που δεν πιστεύω. Άραγε το πένθος έχει ημερομηνία λήξης; Κάποια στιγμή, θα επανέρθει η ζωή μου , θα ξαναγίνω όπως ήμουν πριν από το θάνατό σου;» Τρέμω στην προοπτική αυτής της μέρας. Δεν θέλω να ξεχάσω.»
10/10/42 «Δεν θέλω να κάνω τίποτα. Μόνο να γράφω και να θυμάμαι. Να γράφω! Δεν ξέρω γιατί δεν το έκανα νωρίτερα. Γιατί δεν το σκέφτηκα. Γιατί δεν ένιωσα ποτέ αυτήν την επιθυμία. Γράφω και νιώθω να περιβάλοµαι από κόσμο που βρίσκεται μαζί µου στο δωμάτιο. Είμαι περικυκλωμένη από τις ψυχές σας, τη δική σου και των φίλων μας, από αόρατους αγγέλους, από όνειρα, ζωντανά και πεθαμένα, απ’ τη μοναξιά, που κάποτε γίνετε αβάσταχτη και άλλοτε καταλυτική.
Προσπαθώ να μείνω μόνη και να γράφω, ουρλιάζοντας απ’ τον πόνο, απ’ την αγωνία για ένα θολό αύριο, από μια αθροιστική υπέρβαση της ίδιας της απελπισίας, ίσως. Όσο ζούσες ένιωθα τον πόνο να λουφάζει μέσα μου, ιδίως τις στιγμές που μου μίλαγες για τη Νίκη. Ήταν απελπισία δεμένη σφιχτά με τη ζήλια, αλλά και μια ενδόμυχη ελπίδα, κρυμμένη καλά πίσω της, πως την επόμενη που θα σε δω μπορεί ν’ αλλάξει κάτι, ή και να μην αλλάξει, φτάνει που η θέα σου θα ομόρφυνε το τοπίο της ψυχής μου. Τώρα δεν υπάρχει η ελπίδα, μόνο η βεβαιότητα εδραιωμένη μέσα μου, ότι χάθηκες για πάντα. Ένας τοίχος κάλυψε τον ορίζοντα της ψυχής μου. Μήπως η ανάγκη του γραψίματος γεννιέται από τη δυστυχία;»
12/10/42. «Λένε πως ότι δεν βλέπουν τα μάτια τα βλέπει η ψυχή! Πως μπόρεσες να μη νιώσεις τόση αγάπη; Οι σκέψεις και τα Γιατί, στρατώνας γεμάτος επίμονα φαντάσματα με μάτια στραμμένα προς τα πίσω».
12/10/42 «(Αργά τη νύχτα, όταν οι σύντροφοι έχουν ήδη κοιμηθεί). « Είναι ωραία η αγωνία μας όταν τη μοιραζόμαστε με τον φίλο μας», έτσι μου είπες τη βραδιά που ήρθες κοντά μου, μια τέτοια νύχτα, που είχαν αποκοιμηθεί όλοι οι σύντροφοί μας. Με βοήθησες να σηκωθώ και πήγαμε παραπέρα. «Είναι ανάγκη να μιλήσουμε,» μου είπες. Το πρόσωπό σου ήταν πιο σκοτεινό απ’ την ίδια εκείνη νύχτα. Πιο πολύ το αισθάνθηκα παρά το είδα. Ένιωθα ένα σπαραγμό, κάτι τρεμόπαιζε μέσα στο στήθος μου, γλυκό και πικρό μαζί. «Τί είναι;» σε ρώτησα. «Η Νίκη είναι έγκυος» κι η γλυκιά αίσθηση το ‘βαλε στα πόδια. «Τι είναι αυτά που λες;» σου είπα κι εσύ μου έπιασες τα χέρια, τα ένωσες μπροστά στο πρόσωπό σου. « Βοήθα μας σε παρακαλώ,» είπες και εγώ ήθελα τόσο πολύ να σε χτυπήσω! Πως τόλμησες; Πήρα μια άγρια εισπνοή με ανοιχτό το στόμα προσπαθώντας να συνέρθω. Δεν είχες το δικαίωμα να μου το πεις.»
22/10/42 «Σήμερα βρέχει και βήχω συνέχεια. Πρέπει να άρπαξα μεγάλο κρύο. Το βράδυ θα κατέβω στο χωριό. Διαταγή των συντρόφων. Φοβούνται το δυνατό μου βήχα. Αν τα καταφέρω θα μείνω λίγες μέρες δίχως να με πάρουν είδηση οι Γερμανοί. Ίσως να έρθω κοντά σου κάποια νύχτα, εκεί, πάνω στο χώμα που σε σκεπάζει, να τα πούμε.»
24/10/42 « Είμαι στο χωριό. Αυτή η καχεκτική, αρρωστιάρικη βροχή, που ρίχνει απ’ το πρωί, μόνο μελαγχολία γεννά. Είμαι αναγκασμένη να είμαι κλεισμένη στο σπίτι μην με πάρει κανένα Γερμανικό μάτι. Ευτυχώς ο Σπυράκος μετά από το θάνατό σου, το έσκασε από το χωριό, γιατί το να σκοτώνεις έναν άνθρωπο που δεν σε έβλαψε ποτέ, δεν χρειάζεται θάρρος, χρειάζεται δειλία κι εκείνος ήταν δειλός, οι δειλοί το σκάνε. Πήγα εχθές το βράδυ στη μάνα σου. Η απώλειά σου χάραξε το πρόσωπό της, το σώμα, τις κινήσεις της, το βάδισμά της. Το ραγισμένο βλέμμα της αιμορραγεί κάτω απ’ τον αβάσταχτο πόνο. Η ανδρογυναίκα Λέγκω σούφρωσε μέσα σ’ ένα μαύρο ύφασμα. Δεν μιλάει πια. Φέρεται σαν να ήταν πάντα μουγκή. Θαρρώ πως δεν θα μιλήσει ποτέ. Το μόνο που είναι ζωντανό πάνω της είναι οι ανοιχτές κυψέλες της μνήμης της μέσα στο αποτσάκισμα των ματιών της. Είναι ένα πλάσμα που ακόμα έχει την ανάγκη του φαγητού αλλά είναι φανερό πως δεν βρίσκει σ’ αυτό καμιά ευχαρίστηση, έχει την ανάγκη του ύπνου μα όχι για τη χαρά της ξεκούρασης ή της αναζωογόνησης, αλλά για να σταματήσει, έστω και για λίγο, το μακρύ ποτάμι της απόγνωσης ».
.
25/10/42 «Αυτά που συμβαίνουν μετά το θάνατό σου, το μυαλό κι οι αισθήσεις δεν τα δέχονται όπως γίνεται κάποιες φορές με το στομάχι μας που δέχεται μεν, αυτά που ο ουρανίσκος δεν αρνήται, μα παραφυλάει ο πεπτικός μηχανισμός, δεν δέχεται να τα επεξεργαστεί και βαραίνουν μέσα σου. Πέρασαν κιόλας σαράντα μέρες από το θάνατό σου. Στο σπίτι σου ετοιμάζουν τα κόλλυβα με την απουσία της μάνας σου. Εκείνη είναι σαν να μην υπάρχει. Η μάνα μου πηγαινοέρχεται και ετοιμάζει τα φαγητά. Δεν μπορώ να βοηθήσω σε τίποτα. Είμαι αναγκασμένη να μένω κλεισμένη στο σπίτι μην με πάρει μάτι κανένας Γερμανός.»
26/10/42 «Σε ξεπροβόδισαν για δεύτερη φορά. Όλο το χωριό ήταν παρόν. Βλέπεις ήσουν ο αγαπημένος τους. Η μάνα σου δεν κουνήθηκε από το σπίτι. Το χωριό μόνο του έκανε το μνημόσυνο. Εγώ σε έκλαψα μόνη, μέσα στον αχερώνα, καθισμένη ανάμεσα στα άχυρα, ανάμεσα στις κρεμασμένες πλεξούδες κρεμμυδιών, σκόρδων, αλλά και στ’ αγαπημένα σου ξερά φρούτα, που τα τσιμπούσαμε ένα-ένα και φώναζε η μάνα μου, όχι γιατί τα τρώγαμε, «για σας τα κάνω μας,» έλεγε-, αλλά γιατί χαλούσαμε τις πλεξούδες κι έπεφταν κάποια φρούτα κάτω. Εκεί μέσα σε έκλαψα νιώθοντας πραγματική ευγνωμοσύνη σε εκείνον τον πυρήνα του νου, που τον ονομάζουμε μνήμη, που σε κρατάει δίπλα μου, πότε με το χέρι απλωμένο να κόβεις σύκο από την πλεξούδα, πότε να ψάχνεις τ’ άχυρα και να βρίσκεις τα κρυμμένα αχλάδια πριν την ωρίμανσή τους, πότε να κουβαλάς τα τσουβάλια το σιτάρι, βοηθώντας τη μάνα μου, πότε να παίζεις με τις ακτίνες του ήλιου που έμπαιναν από τις χαραμάδες της στέγης. Είσαι τόσο κοντά μου και τόσο μακριά μου!»
30/10/42 «Ο βήχας συνεχίζει. Η μάνα μου με βράζει συνέχεια τσάι. Νιώθω μεγάλη κατάπτωση. Η κούραση απ’ το βουνό βγαίνει τώρα. Μου λείπεις αφόρητα. Τελικά πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτό που χάθηκε. Μου λείπει κι η Τασούλα. Άραγε σε ποια βουνά σέρνεται;»
11/11/42 « Μίλησε στην αδερφή σου», μου είπες. « Δουλεύει στο νοσοκομείο, κάπως θα μπορεί να βοηθήσει.» Στο υποσχέθηκα, αλλά ακόμα δεν μπόρεσα να κρατήσω την υπόσχεσή μου γιατί η Νίκη, δεν ήρθε στο σπίτι καθόλου. Κάποια απ’ αυτές τις μέρες θα στείλω την μάνα μου να την ειδοποιήσει να έρθει. Έχω σκοπό να κρατήσω την υπόσχεσή μου. Μείνε ήσυχος. Γιατί κάποιες φορές η έννοια του χρέους να ‘ναι τόσο απίστευτα φρικτή;»
15/10/42 « Ήρθε η Νίκη. Τρόμαξα να τη γνωρίσω. « Πέρνα μέσα» της είπα, «κάνει πολύ κρύο». Πέρασε κι έκλεισα πίσω της την πόρτα. « Δεν ξέρω αν το κρύο είναι τόσο δυνατό, ή είναι κάτι που κατοικεί μέσα μου», είπε. Έμοιαζε με ένα πτώμα που μόλις είχε καταφέρει να επανέρθει στη ζωή. Τα ασπράδια των ματιών της χαράσσονταν από λεπτές, κόκκινες γραμμές, ενώ γύρω-γύρω είχαν μαύρους κύκλους. Τα μάγουλά είχαν βουλιάξει ανάμεσα στην κάτω και την πάνω γνάθο. Οι γραμμές δίπλα στη μύτη της έδειχναν μια κούραση σαραντάχρονης γυναίκας. Την αγκάλιασα. Το κορμί της τρεμούλιασε κάτω απ’ το μπλε παλτό της. « Δεν μπορώ ούτε μαύρα να φορέσω, ούτε στον τάφο του να πάω να κλάψω. Περιμένω να πέσει το σκοτάδι για καλά και σαν το φάντασμα σέρνομαι ανάμεσα στους τάφους, ψάχνοντας μες το σκοτάδι το φρεσκοσκαμμένο χώμα.» Τα δάκρυά της κυλούσαν γοργά στα πλάγια του προσώπου της κι έτρεχαν πάνω στον ώμο μου, και τα δικά μου πάνω στον δικό της. Οι ψυχές μας ενώθηκαν κι άκουγα το ουρλιαχτό τους απ’ τον πόνο του χαμού σου.«Μου είπε πως σου μίλησε», είπε. Κούνησα το κεφάλι μου. « Θα μιλήσω στην Όλγα», της απάντησα. « Όχι», είπε. « Αυτό το παιδί θα το κρατήσω. Αν ζούσε, θα ήταν αλλιώς. Το σκέφτηκα πολύ.» Την κοίταξα. «Είσαι τρελή; Θα σε φάνε!». Μου κράτησε τα χέρια. « Μπορείς να με καταλάβεις; Δεν έχω τίποτα δικό του. Ούτε το δικαίωμα να πω ότι αγαπιόμασταν. Τώρα θα έχω αυτό το παιδί κι εγώ θα ξέρω πως είναι δικό του. Δεν μπορώ να το πετάξω τώρα, είναι σαν να απορρίπτω εκείνον, την αγάπη μας. Καταλαβαίνεις;» Θα φύγει, μου είπε. Σκέφτεται να πάει στην πόλη. Εκεί άγνωστη ανάμεσα σε αγνώστους, «θα επιβιώσω, κι εγώ κι αυτό». Μου έδειξε την κοιλιά της. « Προσπαθώ να την κρύβω για να μην με πάρει κανείς είδηση». Κατάλαβα πως κάτι φοβόταν. Δεν έκανα λάθος. «Ο Σπυράκος», είπε, «δεν ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό στον Τάσο, για να μην γίνει φασαρία. Καιρό τώρα δεν μ’ αφήνει σε ησυχία. Δεν ξέρω γιατί, αλλά, διαισθάνομαι πως ξέρει για μας».Ένα τσίμπημα φόβου χώθηκε μέσα μου. « Τι υποψιάζεσαι;» « Τον αισθάνομαι πίσω μου να έρπει σαν την οχιά. Ακόμη και τώρα, που όλοι λένε πως εξαφανίστηκε. Εγώ πιστεύω πως κάπου εδώ γύρω κρύβεται .Νιώθω ανεπανόρθωτα μόνη και εγκαταλειμμένη. Προχθές το βράδυ, όταν περπατούσα μες το σκοτάδι για να φτάσω στα μνήματα με τεντωμένο τ’ αυτί μου να πιάσει τον οποιοδήποτε ήχο έξω από τον ακανόνιστο ρυθμό των βημάτων μου, αντιλήφθηκα ένα συνεχή θόρυβο πίσω μου, κάτι σαν συμβάδισμα με την περπατησιά τη δική μου. Σταμάτησα απότομα και έστησα αυτί. Ο θόρυβος συνεχίστηκε για δευτερόλεπτα και μετά σταμάτησε απότομα. Προχώρησα ξανά, προσπαθώντας να ηρεμήσω το σφυροκόπημα της καρδιάς μου. Ο βηματισμός συνεχίστηκε. Σταμάτησα απότομα και σε δευτερόλεπτα σταμάτησε το ακροπάτημα πίσω μου. Τότε βεβαιώθηκα, κάποιος με παρακολουθούσε. Επιτάχυνα το βήμα και έκανα έναν μικρό κύκλο για να γυρίσω στο σπίτι μου. Δεν μπορούσα να το διακινδυνέψω να πάω στον Τάσο. Ο Αζόρ εκείνη τη νύχτα δεν έβαλε μέσα γλώσσα. Κάποιος τριγύριζε γύρω απ’ το σπίτι. Ήταν εκείνος, είμαι βέβαιη»
18/10/42 « Έχω μια αίσθηση θυμού και απόγνωσης, που δεν μπορώ να ελέγξω. Τις νύχτες, όταν η σιωπή σφιχταγκαλιάζει το χωριό, σέρνομαι κάτω απ’ τη φτελιά, κάθομαι στη μεριά που πάντα καθόμουν κρατώντας ζεστό δίπλα μου το αποτύπωμα των μηρών σου. Σε μισώ που με άφησες μόνη μου... »
19/10/42 « Προσπαθώ να σκεφτώ, μα νιώθω μέσα στο κεφάλι μου ένα δυνατό πόνο σαν να το έβαλα σε μέγγενη. Τι θα έκανες εσύ;»
25/10/42 « Το κεφάλι μου πονάει ανυπόφερτα. Είναι απόγευμα. Είμαι μόνη, η μάνα μου είναι στο σπίτι σας. Κάνει παρέα στη δική σου. Νιώθω τόσο καταβεβλημένη, που θέλω συνέχεια να κλαίω. Μου λείπεις αφόρητα. Στο ξανάπα; Μου λείπει το γέλιο σου, η αισιοδοξία σου, μου λείπει η εικόνα σου καθισμένος πάνω στη διχάλα της φτελιάς με τις πιτσιλιές του ήλιου άλλοτε ακινητοποιημένες κι άλλοτε να τρεμοπαίζουν πάνω στο πουκάμισό σου, μου λείπει η αγάπη σου, κι ας μην ήταν όπως την ήθελα. Μου λείπει η παρουσία σου. Περίμενε, έρχεται η μάνα μου. Φαίνεται αναστατωμένη…(Λίγο αργότερα) Η μάνα μπήκε κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ακούμπησε την πλάτη πάνω της. Με κοίταξε σαν χαμένη. « Τι έγινε;», ρωτώ. «Η Λέγκω έπνιξε την Πηνελόπη στη κάτω βρύση!». Στην αρχή δεν κατάλαβα. « Τι λες, βρε μάνα, τρελάθηκες;» Όχι, Τάσο, δεν είχα τρελαθεί. Η μάνα σου έπνιξε την Πηνελόπη με το σεγκοντάρισμα του χωριού. Μ’ άφησε εμβρόντητη και ξαναβγήκε. «Όλο το χωριό είναι μαζεμένο στο σπίτι της Λέγκως. Πρέπει να αποφασίσουμε τί πρέπει να κάνουμε», μου είπε. Πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι, πρέπει να πάω κι εγώ.

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2008

Συνέχεια Νο 12

Ούτε για δευτερόλεπτο έμεινε άδειο το σπίτι της Λέγκως. Όλο το χωριό περνούσε καθημερινά από κει, κρατώντας πάντα κάτι για κείνη. Πότε φαγητό, πότε γάλα, πότε καφέ. Οι δυο φίλες της ανάλαβαν την περιποίηση των ανθρώπων που μπαινοβγαίνανε . Οι καφέδες μπόλικοι. Οι δουλειές του σπιτιού άρχιζαν και τέλειωναν απ’ τις γυναίκες. Οι άντρες καθάριζαν το μαντρί και περιποιούνταν τα ζώα. Ανάλαβαν ακόμα και τη σπορά των χωραφιών. Οι γυναίκες μόλις τέλειωναν με τις δουλειές του σπιτιού, έπαιρναν τα εργόχειρά τους και κάθονταν μέσα, κοντά στη Λέγκω να της κάνουν παρέα. Οι άντρες κάθονταν στα χόρτα της αυλής και κάθε τόσο έβγαζαν τις ταμπακέρες τους και έστριβαν τσιγάρο, το έβρεχαν με την γλώσσα τους και το έβαζαν στο στόμα. Σαράντα μέρες κράτησε όλος αυτός ο σαματάς στο σπίτι της Λέγκως. Η ίδια δεν ήταν εκεί, δεν ήταν στο σπίτι όπου το γέμιζαν καθημερινά τόσοι άνθρωποι. Το άδειο της σχήμα ήταν μόνο εκεί. Έτρωγε το φαγητό που της ετοιμάζανε δίχως να νιώθει τη γεύση του, ξάπλωνε στο κρεβάτι να κοιμηθεί χωρίς να αισθάνεται αν το στρώμα του είναι μαλακό ή σκληρό. Η Λέγκω απουσίαζε απ’ το δωμάτιο, απ’ το σπίτι, το γεμάτο ανθρώπους. Ύστερα απ’ το σαραντάμερο άρχισαν να αραιώνουν τις επισκέψεις οι χωριανοί, ώσπου έμειναν μόνο οι δυο φίλες της. Η Αναστασία και η Σπυριδούλα. Φοβόντουσαν να την αφήσουν τελείως μόνη, άνοιγαν διάφορες συζητήσεις με την ελπίδα να την κάνουν να ενδιαφερθεί για κάτι. Άδικος κόπος. Η Λέγκω έμενε αμέτοχη κι αδιάφορη σ’ όλες τις προσπάθειές τους. Λέξη δεν έβγαλε απ’ το στόμα της απ’ την μέρα της κηδείας. Το βλέμμα της έμενε ακίνητο για ώρες κάτω στο πάτωμα κι οι φίλες της έβλεπαν μόνο τη μύτη της να ξεπροβάλει κάτω απ’ το σφιχτοδεμένο μαύρο τσεμπέρι. Τίποτα δεν την άγγιζε. Εκείνο το θεόρατο κορμί της μάζεψε, μίκραινε κι έγινε ένα στοιβαγμένο κρέας σκεπασμένο με μαύρο ρούχο. Τα δυνατά της χέρια ξεχώριζαν μέσα από τα μανίκια της μάλλινης ζακέτας της, αδύνατα και εύθραυστα, να τινάζονται αδύναμα. Ολόκληρο το κορμί της τιναζόταν μπρος πίσω. Μια άβυσσος χρόνου τη χώριζε απ’ το όλο ζωντάνια πλάσμα που ήταν πριν το θάνατο του γιου της. Το μόνο διάλειμμα απ’ την ακινησία του κορμιού της, ήταν το περπάτημα στον κήπο, να ψάχνει χνάρια απ’ τις πατημασιές του Τάσου, που ίσως την προηγουμένη της είχαν ξεφύγει .
Ώσπου μια μέρα μες τα μουρμουρητά των δυο φιλενάδων της που μιλούσαν στην κουζίνα, άκουσε το όνομα της Πηνελόπης. Ασυναίσθητα τέντωσε την προσοχή της. «Πήγαινε στη βρύση σου λέω,»είπε η Αναστασία. «Α! την πρόστυχη, πως δεν ντράπηκε να βγει στον κόσμο;»απάντησε η άλλη. Τότε ήταν που σηκώθηκε απ’ το ντιβάνι και πήγε στην πόρτα της κουζίνας. Οι γυναίκες την κοίταξαν ξαφνιασμένες. «Τι είναι Λέγκω;»μίλησε η μία. «Ποιος πήγε στη βρύση;»ρώτησε και οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. «Αυτή η βρώμα», απάντησε η Αναστασία. «Πότε;» ξαναρώτησε η Λέγκω και η φωνή της ξαφνικά ακούστηκε δυνατή όπως πρώτα. «Πριν από λίγο», είπε η γυναίκα, κι εκείνη είχε βγει κιόλας απ’ την πόρτα. «Λέγκω», φώναξε η Αναστασία από πίσω της, μα αυτή δεν άκουγε τίποτα άλλο απ’ το, «πριν από λίγο». Την έβλεπαν να περπατάει μπροστά τους στητή με αποφασιστικό βήμα και θυμήθηκαν την παλιά Λέγκω με το αλογίσιο περπάτημα. Οι φίλες της φοβισμένες την ακολούθησαν, μα καμιά τους δεν μπορούσε να τη προφτάσει, έτσι, καθώς πηδούσε τα λιθάρια και τα χαντάκια του δρόμου. Όσους συναντούσαν στο δρόμο τις ακολουθούσαν, βέβαιοι πως κάτι κακό θα συνέβαινε στο τέλος αυτού του δρόμου. Από μακριά είδαν την Πηνελόπη να γεμίζει τις στάμνες της. Την είδε πρώτη η Λέγκω. Στάθηκε και την κοίταξε για λίγο, όσο για να πάρει μια ανάσα. Έφτασε κοντά της και κείνη γύρισε τρομαγμένη και την κοίταξε. Τα ρουθούνια της ανοιγόκλεισαν ανεπαίσθητα. Η έκφρασή της, έκφραση κυνηγημένου ζώου που το παγιδεύσανε. Παράτησε τη στάμνα και στάθηκε αντίκρυ της, δαρμένη απ’ τον φόβο που κυρίευσε το ανατριχιασμένο της κορμί. Τα δυο πρόσωπα αντίκρυ το ένα απ’ το άλλο. Το ένα φοβισμένο, πανικόβλητο, το άλλο αλλοιωμένο από ένα μορφασμό μιας άφωνης κραυγής που δεν την ακούς, αλλά την βλέπεις.
Η Λέγκω, αντιλήφθηκε το φόβο μέσα στα μάτια της άλλης, αλλά πίσω από το φόβο πρόσεξε και μια ψυχρή κι σχεδόν απρόσωπη κακία, κάτι σαν παλιά παρουσία μέσα τους και απόρησε πως τόσα χρόνια δεν την είχε παρατηρήσει. Τα μάτια της μίκρυναν, έγιναν μία σχισμή. Απότομα έσκυψε και πήρε μια πέτρα και την εκσφενδόνισε κατευθείαν στο κεφάλι της, έπειτα, και πριν συνέρθει η άλλη έσκυψε και πήρε αυτή φορά και με τα δυο της χέρια ότι πέτρες βρέθηκαν μπροστά της και τις έριξε κι αυτές κατευθείαν στο κεφάλι της. Η Πηνελόπη, στην προσπάθεια να γλιτώσει απ’ την μανία της, γλίστρησε πάνω στα χυμένα νερά, σκόνταψε κι έπεσε το μισό κορμί της στη μαγάρα του στάσιμου από χρόνια νερού, μέσα στην τεράστια γούρνα που είχε κάτω η βρύση. Τίποτα όμως δεν σταματούσε τη Λέγκω. Οι πέτρες έπεφταν βροχή πάνω στο κεφάλι της Πηνελόπης, χωρίς να της δώσει την ευκαιρία να τραβηχτεί απ’ την γούρνα. Το νερό κοκκίνισε απ’ το αίμα μα αυτό δεν σταμάτησε την οργή της Λέγκως. Το κεφάλι της Πηνελόπης άνοιξε και τα αίματα γέμιζαν τα μάτια της στην προσπάθειά της να το κρατήσει πάνω απ’ το νερό. Προσπαθούσε να πιαστεί από κάπου για να ισορροπήσει το κορμί της που γλιστρούσε στα γλοιώδη τοιχώματα της γούρνας. «Φόνισσα, σταμάτα» φώναζε πανικόβλητη, πιασμένη στα δίκτυα της αγωνίας, καταπίνοντας νερό και αίμα μαζί. «Δεν το κάναμε εμείς. Δεν φταίμε εμείς, οι Γερμανοί….» Η φωνή της πνίγηκε, πανικοβλήθηκε για τα καλά. Η φριχτή υποψία πως εκείνα τα λόγια θα ήταν τα τελευταία της, πέρασε από το μυαλό της σαν αστραπή. Ξαφνικά, με την άκρη του ματιού της, είδε τους συγχωριανούς τους, που έστεκαν παραπέρα και τις παρακολουθούσαν κι ένιωσε την ελπίδα να φουντώνει μέσα της. «Βοήθεια!» φώναξε, μα ούτε εκείνη, τη μοναδική στιγμή τρόμου της, οι άνθρωποι που βρίσκονταν στην ακτίνα της φωνής της, λες και είχαν πεθάνει, δεν την άκουγαν. Η ελπίδα πήδησε από μέσα της τρομαγμένη. «Είμαι χαμένη,» σκέφτηκε και ένιωσε τα χέρια της Λέγκως να της πιέζουν το κεφάλι. Το τεράστιο πόδι της δρασκέλισε το κορμί της, που τώρα το έσφιγγε ανάμεσα στα σκέλια της. Η Λέγκω έβλεπε το νευρώδη σώμα της να χτυπιέται ανάμεσα στα πόδια της, το πρόσωπό της να μορφάζει αγριεμένο, πανικόβλητο, η φωνή της ένα διαπεραστικό κρώξιμο και το αίμα να τρέχει ανεμπόδιστο όπου το άλικο σχημάτιζε σχέδια σαν τις νευρώσεις του μαρμάρου πάνω στο καφετί, θολό νερό της γούρνας. Χτυπιόταν πάνω στα γλινερά τοιχώματα της γούρνας, μα τα χέρια της Λέγκως πατούσαν το κεφάλι της, κρατώντας το κάτω απ’ το νερό και χαλάρωσαν μόνο όταν το κορμί ημέρεψε και σταμάτησε να χτυπιέται ανάμεσα στα πόδια της. Ξεκόλλησε από πάνω της όταν η τελευταία φυσαλίδα από την αναπνοή της ανέβηκε στην βρωμερή επιφάνεια. Κοίταξε για μια στιγμή το αίμα που έτρεχε απ’ το χτυπημένο κεφάλι της Πηνελόπης και διαλύονταν στο νερό και γίνονταν ροζ. Ύστερα έλυσε την μαντίλα της που είχε πέσει στο λαιμό της, την ξανάδεσε στο κεφάλι της, αφήνοντας τη μικρή σχισμή κοντά στη μύτη και ξεκίνησε για το σπίτι. Το κορμί της θαρρείς και ξαναπήρε την παλιά του μορφή, έγινε τεράστιο.

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2008

Πηνελόπη-Σπυρος Συνέχεια Νο 11

ΠΗΝΕΛΟΠΗ - ΣΠΥΡΟΣ




Ο Σπυρέτος καθόταν πάνω στο κρεβάτι του. Η λάμπα έφεγγε το δωμάτιο. Η μάνα του ήταν ξαπλωμένη στο απέναντι κρεβάτι. Τα μαλλιά της λυτά, τα μάτια της δυο μαύρες τρύπες, το στόμα της πανιασμένο και κάτασπρο σαν το σεντόνι. Κανένας δεν μιλούσε. Κι δυο βυθισμένοι στις σκέψεις και στους φόβους τους, αφουγκράζονταν τη νύχτα. Εκείνος αλλόφρων κοίταζε το κλειστό παράθυρο ενώ σκηνές αποσπασματικές στριφογύριζαν χαοτικά στο μυαλό του. Το πρόσωπο της Νίκης κυριαρχούσε μέσα του.
. Στηρίχτηκε στο κεφαλάρι του κρεβατιού προσπαθώντας να καθησυχάσει τον ταραγμένο του νου και το θυμό του που έμενε από τότε κουλουριασμένος μέσα του. «Τι σκέφτεσαι;» άκουσε την φωνή της μάνας του. «Εκείνη φταίει», είπε και ξαφνικά ακούστηκε η πρώτη πέτρα στο παράθυρο. Τα τζάμια που έσπασαν έκαναν ένα ανατριχιαστικό θόρυβο πέφτοντας πάνω στο δάπεδο του δωματίου. Μάνα και γιος τινάχτηκαν τρομαγμένοι. Μετά ακούστηκε το σπάσιμο των τζαμιών στο δεύτερο παράθυρο κι η πέτρα πέρασε από πάνω τους και προσγειώθηκε στο κρεβάτι. Τινάχτηκαν κι οι δυο και έπεσαν κάτω, ο ένας απ’ την μία μεριά του κρεβατιού κι η άλλη απ’ την άλλη. Οι πέτρες έμπαιναν πια ελεύθερα στο δωμάτιο απ’ τα ανοίγματα των παραθύρων μεγαλώνοντας, σε κάθε εμφάνισή τους, τις τρύπες, που μες το σκοτάδι έμοιαζαν με ανοιχτά στόματα. «Φοβάμαι, μάνα» ψιθύρισε. Η φωνή του χάθηκε κάπου πίσω απ’ τα πανικόβλητα μάτια του. Η μάνα του πετάχτηκε απ’ το χωμάτινο δάπεδο.«Μην είσαι βλάκας»,του ψιθύρισε απότομα,«κανείς δεν σε είδε». Εκείνος την κοίταζε τρομαγμένος. «Αν δεν με είδαν γιατί μας ρίχνουν πέτρες;» Ένας τρελός φόβος τρύπωσε μέσα του.«Πρέπει να βεβαιωθώ»,σκέφτηκε και σηκώθηκε.«Που πας;»φώναξε η Πηνελόπη και έφραξε την πόρτα με το σώμα της.«Θέλω να δω τι γίνεται»,της απάντησε και εκείνη τον έσπρωξε απ’ την πόρτα. «Κάτσε στ’ αυγά σου. Όπου να ‘ναι θα έρθουν οι Γερμανοί». Για μια στιγμή, ένιωσε σιγουριά με τη σκέψη του Χάιντριχ, όρμισε στην πόρτα και την άνοιξε έτοιμος να φοβερίσει τους συγχωριανούς του με την παρουσία των Γερμανών. Η Πηνελόπη δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Οι άνδρες, κρατώντας στα χέρια τους ξύλα και πέτρες πήγαν καταπάνω του. Πανικοβλήθηκε βλέποντας το μίσος στα πρόσωπά τους. «Με είδαν;»σκέφτηκε κι ο τρελός φόβος που τον κυρίεψε πάλι τον ανάγκασε να κρυφτεί πίσω απ’ την Πηνελόπη.«Πρέπει να φύγω»,της ψιθύρισε. «Πίσω όλοι! Δεν το έκανα εγώ. Του το ‘λεγα θα φάει το κεφάλι του!», ούρλιασε προς τους άνδρες που φτάσανε στο κατωθύρι τους, ενώ πισωπατούσε ολοένα, κρατώντας τη μάνα του μπροστά του. Ξαφνικά άρπαξε μια καρέκλα και τη σήκωσε απειλητικά μπροστά τους. «Μην τολμήσει κανείς να κουνηθεί», φώναξε με τα μάτια του στυλωμένα αδιάκοπα σε πρόσωπα που έμοιαζαν με μάσκες. Ξαφνικά, κι ενώ δεν το περίμενε κανείς, πέταξε την καρέκλα κατά πάνω τους και χίμηξε έξω στο φορτωμένο κραυγές και κατάρες φεγγαρόφωτο. Οι φωνές, οι κατάρες και τα τρεχαλητά πίσω του τον ακολουθούσαν μέχρι την κοινότητα, όπου μπήκε μέσα πανικόβλητος. Ένιωσε την αυτοπεποίθησή του να επιστρέφει. Ποιος θα τολμούσε να τον πειράξει όσο υπήρχαν οι Γερμανοί; «Γλίτωσα μα αύριο κιόλας πρέπει να φύγω», σκέφτηκε.
Πράγματι, πριν ξημερώσει η μέρα της κηδείας του Τάσου, ο Σπυρέτος το έσκασε απ’ το χωριό φορτωμένος μ’ ένα μικρό μπογαλάκι τα πράγματα του. «Μόλις ησυχάσουν τα πράγματα θα σου μηνύσω να έρθεις,»του είπε η μάνα του.
Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία του Τάσου. Τέσσερα παλικάρια σήκωσαν το φέρετρο στους ώμους τους. Αγριεμένοι όλοι οι κάτοικοι του χωριού τον συνόδεψαν στον τάφο. Μοιρολόγια και κατάρες γέμισε ο αέρας του χωριού. Η Λέγκω έσερνε το τεράστιο κορμί της πίσω απ’ το φέρετρο. Δυο γυναίκες απ’ τ’ αριστερά και απ’ τα δεξιά την συγκρατούσαν να μην πέσει. Μια μαύρη μαντίλα σκέπαζε όλο της το πρόσωπο, αφήνοντας μια σχισμή ανοιχτή κοντά στα μάτια. Κάθε τόσο τα σήκωνε και κοίταζε μπροστά της το φέρετρο που κουβαλούσε το γιο της.«Δεν είναι ο Τάσος μου»,σπάραζε μέσα της, μα η άγρια φωνή που έβγαινε ορμητική απ’ τα σπλάχνα της και ανατρίχιαζε τους γύρο της, την βεβαίωνε για το αντίθετο. Και γέμιζε πάλι απ’ τα μοιρολόγια της ο αέρας, «τζιέρι’μ, τζιέρι’μ, (ψυχή μου, ψυχή μου),»και θαρρούσες πως καλούσε την ίδια της την ψυχή που είχε ξεκολλήσει από μέσα της και χώθηκε μέσα στο φέρετρο. Η εκκλησία του χωριού που συγκέντρωνε ελάχιστους πιστούς στις λειτουργίες, κείνη την μέρα φάνηκε πολύ μικρή για να χωρέσει τους φίλους του Τάσου. Οι μισοί περίμεναν απ’ έξω και στο τέλος μπήκαν να δώσουν το τελευταίο φιλί στο γιο της.
Οι μέρες περνούσαν κι η Λέγκω έμενε κλεισμένη στο σπίτι της. Σπαραγμός και μίσος πάλευαν μέσα της. Πότε κυριαρχούσε το ένα, πότε το άλλο. Μέσα απ’ τα κλειστά παραθυρόφυλλα ένιωθε τα σπίτια, τους δρόμους, τους ανθρώπους να την πνίγουν. Έβγαινε τότε στον κήπο ψάχνοντας τα σημεία που κράταγαν ακόμα το πόδι του, έψαχνε μες τον αέρα το περαστικό σχήμα του, το πρόσωπό του, τον ήχο της φωνής του. Περπατούσε τα στρωμένα με την τσουγκράνα περάσματα του λαχανόκηπου και ανίχνευε την πατημασιά του πλάι-πλάι με τη δική της, άγγιζε τα φύλλα που κράταγαν το αόρατο αποτύπωμα των δακτύλων του κι ύστερα έμπαινε πάλι μέσα στο σπίτι με τα κλειστά παραθυρόφυλλα για να ουρλιάξει.
Άλλαξε κι ο αέρας του χωριού, βάραινε, τα πρόσωπα αγρίεψαν. Το συνηθισμένο γαλάζιο χρώμα του ουρανού, θαρρείς, είχε γίνει πιο βαθύ, πιο σκληρό και το φως που ξεπρόβαλε είχε κάτι το νοσηρό, το αγωνιώδες. Το ένιωθε κι η Πηνελόπη. Είχε μέρες να βγει απ’ το σπίτι της. Απ’ την ημέρα εκείνη που έφυγε ο γιος της έμενε μόνη της. Ο φόβος μέσα της δεν την άφηνε να ξεμυτίσει. Κάποτε όμως έπρεπε να βγει. Ήταν και η βρύση έξω μακριά απ’ το σπίτι, οι στάμνες είχαν αδειάσει, έπρεπε να τις γεμίσει. Μια φορά, από το σπασμένο παράθυρο φώναξε ένα παιδί που έμενε δίπλα της και του ζήτησε να γεμίσει τη μια τη στάμνα, αλλά και κείνο το «μπάσταρδο» της απάντησε να πάει να τη γεμίσει μόνη της. Ποιόν να στείλει. «Σάμπως έχω κανέναν;» σκεφτόταν,«έναν γιο και κείνον θέλουν να μου τον φάνε, κακόχρονο να ‘χουνε». Κι έτσι το πήρε απόφαση, θα πήγαινε στη βρύση.«Άλλωστε πέρασαν πενήντα μέρες, θα ξεθύμανε το πράμα», σκέφτηκε και σήκωσε τις βαριές στάμνες στα χέρια της. Κανένα δεν συνάντησε στο δρόμο μέχρι την πλατεία. Ο φόβος καταλάγιασε μέσα της. Εκεί όμως στο καφενείο και μπροστά στο καμένο κτήριο της κοινότητας, κάποιοι την είδαν. Βλέποντάς τους να έρχονται κατά πάνω της, ένιωσε το φόβο πάλι να της τρυπάει τα στήθια. Τάχυνε το βήμα, εκείνοι όμως πιο γρήγοροι την έφτασαν. Αισθάνθηκε να την φτύνουν, γύρισε απότομα έτοιμη να ρίξει τη στάμνα πάνω τους, μα είδε τρία ζευγάρια άγρια μάτια κολλημένα πάνω της και δεν το τόλμησε. Αποφάσισε να φύγει δίχως να μιλήσει, δεν ήταν καιρός για παλικαριές. Κανείς Γερμανός δε φαινόταν στο δρόμο. Τάχυνε περισσότερο το βήμα της και σχεδόν τρέχοντας έφτασε στη βρύση.

Τρίτη 17 Ιουνίου 2008

Συνέχεια Νο 10

Έτσι η παρέα μπήκε στην αντίσταση. Οι τρεις μάνες άλλαξαν από εκείνη τη νύχτα. Ο φόβος εισέβαλε στα φυλλοκάρδια τους χωρίς να του δώσουν την άδεια. Κάθε θόρυβος που ακουγόταν τις νύχτες τους κουρέλιαζε τα νεύρα. Το κρυφτούλι των παιδιών τους με το θάνατο άφηνε τα βαθιά του ίχνη μέσα στην ψυχή και στο κορμί τους. Για την Λέγκω ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα γιατί ο Τάσος ήταν ο άνδρας της, ο γιος της, το κορίτσι της, ο φίλος της, η πίστη της στη ζωή, ο λόγος ύπαρξης της. Όλα, τα πάντα. Οι δυο ζαρωματιές πλάι στο στόμα της έγιναν βαθιές σαν κάποιος να τις χάραξε με το μαχαίρι. Το κορμί της το θέριζε μια παγωμένη ανατριχίλα τις νύχτες, που καθόταν στο σκοτάδι της αυλής και αφουγκραζόταν τον κάθε θόρυβο. Ηρεμούσε μόνο όταν ο γιος της εμφανιζόταν μέσα στο σκοτάδι κάποιες νύχτες μπροστά της. Αγκάλιαζε το κορμί της, που ο φόβος θαρρείς το κόνταινε, το μίκραινε. «Είδες;» της ψιθύριζε. «Δεν σου είπα πως ο θάνατος φοβάται να με ζυγώσει;» και της ζητούσε κάτι να φάει και έφευγε πάλι σαν τον κλέφτη μέσα στη νύχτα. «Σε παρακαλώ να προσέχεις. Θα πεθάνω αν χάσω κι εσένα,» του ψιθύριζε κάθε φορά εκείνη και μέσα σε εκείνες τις λέξεις στρίμωχνε όλη την αγωνία της για τη ζωή του. «Μη στεναχωριέσαι, μάννα, δεν είμαι μονάχος» της χαμογελούσε, «η νίκη είναι δική μας». Η αγαπημένη του έκφραση.
Ο Τάσος δεν φοβόταν, όπως όλη η παρέα του, που καθώς περνούσαν οι μέρες μεγάλωνε, γιατί σχεδόν, κάθε πρωινό μαθαίνανε και για κάποιο παιδί συνομήλικο τους που ανέβηκε στο βουνό. « Έφυγε κι ο Ηλίας του Χρήστου, η Ζωή και ο Αλέξης», της είπε ένα πρωινό η Αναστασία. Και τα τρία παιδιά ήταν φίλοι των δικών τους παιδιών. Ο ένας τραβούσε τον άλλον. Παιδιά που κατανάλωναν τη ζωή τους εκείνη την εποχή στο κρυφτούλι με το θάνατο. Κονταροχτυπιόνταν με τη μοίρα τους, δίχως να σκεφτούν πως μπορεί να ‘ναι η τελευταία μάχη της ζωής τους. Τα νέα του Τάσου έφταναν στο χωριό απ’ τους συντρόφους του που κατέβαιναν, όπως και εκείνος τις νύχτες κρυφά στα σπίτια τους. Τα νέα αυτά τα μοιράζονταν όλο το χωριό, που εκείνη την εποχή ήταν σαν μια γροθιά ενωμένοι. Μέσα σ’ αυτήν την γροθιά δεν χωρούσαν μόνο δυο άνθρωποι. Η Πηνελόπη και ο Σπυράκος. Ήταν οι μόνοι που μπαινοβγαίνανε στην κοινότητα, που την είχαν επιτάξει οι Γερμανοί . Στο σπίτι τους έμενε και ένας αξιωματικός των Ες Ες, ο Χάιντριχ, που μιλούσε Ελληνικά. Η Πηνελόπη τον έπλενε, του σιδέρωνε τα ρούχα, του μαγείρευε και γενικά έκανε ότι περνούσε απ’ το χέρι της για να τον ευχαριστήσει. «Από τέτοιους ανθρώπους μόνο κέρδος έχεις», έλεγε στην Μαρία, την γυναίκα του Γεράσιμου που συνόρευαν οι αυλές τους, όταν εκείνη τη ρωτούσε τι δουλειά έχει ο Σπυράκος με τον Γερμανό. Τους βλέπανε καθημερινά να τριγυρνούνε στο χωριό μαζί. Κάθονταν μαζί στον κήπο τους και του μάθαινε τάβλι. «Είναι πολύ έξυπνος,» έλεγε με περηφάνια στο καφενείο όταν έπιναν μαζί και οι χωρικοί έκαναν προσπάθεια να μην δείξουν την αντιπάθειά τους. «Σε λίγες μέρες έμαθε τάβλι». Τότε ήταν που μετατράπηκε η αδιαφορία των χωριανών του, που χρόνια ένιωθαν για μάνα και γιο, σε φόβο και μίσος.
Τα νέα για τα κατορθώματα του Τάσου και της παρέας του έφταναν και στα δικά τους αυτιά και βέβαια τα μετέφεραν και στον καινούριο φίλο τους, γιατί ο αξιωματικός έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τον Τάσο και για κάθε παλικάρι που εξαφανιζόταν μέσα σε μια νύχτα. Ένιωθαν υποχρεωμένοι λοιπόν να τον βοηθήσουν γιατί κι εκείνος τους βοηθούσε. Τίποτα δεν τους έλειψε απ’ τη στιγμή που ο Γερμανός μπήκε στο σπίτι τους. Ένα πράγμα ήξερε ο Σπυράκος, αν δεν τους πείραζες, δεν σε πείραζαν. Καθόλου δεν καταλάβαινε αυτούς που έπαιρναν τα βουνά. «Ηλίθιους», τους χαρακτήριζε. Για εκείνον οι Γερμανοί σαν κύριοι μπήκαν στην Ελλάδα χωρίς να πειράξουν κανέναν. «Και αν κάποιοι σκοτώθηκαν το ζητούσε ο οργανισμός τους. Σε ποιον κάνεις αντίσταση, βρε; Πού πας ξυπόλητος στ’ αγκάθια;» έλεγε όλο θυμό η Πηνελόπη στην Μαρία.«Τι έχουν; Τα τανκς, το στρατό; Τίποτα. Κάτσε λοιπόν στ’ αυγά σου», συμπλήρωνε κι ο Σπυράκος. « Κι ο Τάσος, της Λέγκως. Ποιος τον πείραξε, μου λες; Οι Γερμανοί; Σημασία δεν του δώσανε ποτέ. Σηκώθηκε και πήρε τα βουνά. Παράτησε τη μάνα του μόνη να τα βγάζει πέρα με τα χωράφια. Γιατί βρε ηλίθιε; Εγώ δηλαδή που έμεινα στο χωριό τι είμαι, βλάκας;»
Τα μετέφερε όλα αυτά η Μαρία, στην Σπυριδούλα. «Πες τους να προσέχουν, τους φοβάμαι,» της έλεγε και εκείνη προειδοποιούσε την κουμπάρα της. «Οι άνθρωποι αυτοί είναι χωρίς ψυχή και μπορεί να γίνουν αμείλικτοι όταν νιώσουν ότι χάνουν ή όταν δεν παίρνουν αυτό που χρειάζονται». «Τι μπορεί να χάνουν απ’ τον αγώνα των παιδιών μας;», απορούσε η Λέγκω. « Τα παιδιά μας κάνουν αυτό που εκείνοι ποτέ δεν θα τολμήσουν να κάνουν. Αυτά, βλέπεις, προσπαθούν να υπερασπίσουν τα όνειρα τους κι εκείνοι προσπαθούν να κρυφτούν απ’ τους εφιάλτες τους», ήταν η εξήγηση της Σπυριδούλας.
Οι πληροφορίες που προσπαθούσε ο Σπυράκος να μαζέψει για την παρέα των παιδιών αργούσαν να έρθουν, γιατί οι χωριανοί δεν μιλούσαν μπροστά του. Επειγόταν να δώσει κάτι χειροπιαστό στον φίλο του. Με κάποιο τρόπο έπρεπε να τους δείξει πως είναι μαζί τους ουσιαστικά. Η εμπιστοσύνη κερδίζεται, δεν χαρίζεται. Βαθειά μέσα του ήξερε πως ο Τάσος ήταν αυτός που ήθελε να παραδώσει στους Γερμανούς. Η σκηνή με το παγωμένο πρόσωπο της Νίκης που τον κάρφωνε, κυριαρχούσε μέσα του.
«Τι είναι αυτά που λες, Σπύρο;» Τί της είχε πει; Ότι την ξεχώριζε απ’ όλες τις κοπέλες του χωριού και θα ήθελε να είναι μαζί. Ο τοίχος που είχε υψώσει ανάμεσά τους εκείνη τη στιγμή, η Νίκη, δε θα μπορούσε να τον σηκώσει μόνη της. Κάτι υπήρχε πίσω απ’ αυτό ή κάποιος, ίσως. Η ματαιοδοξία του και προπάντων η αυτοπεποίθησή του που έφτανε ως το ναρκισσισμό, δεν του άφηναν χώρο να σκεφτεί μία άρνηση από μέρους της. «Δεν σε είδα έτσι ποτέ και ούτε έχω σκοπό να σε δω στο μέλλον», του είπε. Αν του έριχνε χαστούκι θα ένιωθε λιγότερη ντροπή. Είχε συνηθίσει να αυτοθαυμάζεται και έτρεφε μεγάλη εκτίμηση προς τη νοημοσύνη του. Η απροσδόκητη άρνηση της τον χτύπησε σαν κεραυνός. Ήταν σαν ράπισμα, σαν να του ξέσκισε το προστατευτικό περίβλημα της σιγουριάς του. Αυτός την είχε κάνει κιόλας κτήμα του στις σκέψεις του. Εκείνο το βράδυ ήθελε να τη σκοτώσει. Θεώρησε μεγάλη αχαριστία από μέρους της την άρνησή να δει την τύχη που την προσφερόταν και βέβαια, την αδυναμία της να τον δει όπως έβλεπε εκείνος τον εαυτό του. Αυτό συνέβη πριν δύο μήνες. Περίμενε να περάσουν δυο μέρες από εκείνη την κουβέντα μεταξύ τους, να κατακάτσει ο θυμός του, πριν πάει να τη βρει και να λογαριαστεί μαζί της. Μέσα του βασίλευε η ελπίδα ότι κάτι μπορεί να άλλαξε, ίσως μπορεί να το σκέφτηκε ώριμα. Περίμενε πρώτα να καλύψει η νύχτα όλες τις σκιές στο δρόμο και ξεκίνησε για το σπίτι της, που ήταν στην άκρη του χωριού, πρώτο όταν έμπαινες ερχόμενος από το Κιλκίς. Ο αέρας ήταν φορτωμένος υγρασία, κάτι ανάμεσα σε ομίχλη και βροχή. Το φεγγάρι που ανάτελλε ήταν κατά τα τρία τέταρτα γεμάτο, αλλά το έκρυβαν τα σύννεφα. Το κρύο ήταν δαγκωτό, κρύο ψιλό και διαπεραστικό. Κοντοστάθηκε όταν πλησίασε στο σπίτι της. Το αμυδρό φως της λάμπας διακρινόταν από το μπροστινό παράθυρο. Προσπάθησε να ανακαλύψει τη φιγούρα της πίσω απ’ την κουρτίνα. Και ξαφνικά, κι ενώ ετοιμαζόταν να δρασκελίσει το δρόμο για να φτάσει μπροστά στο σπίτι, μια σκιά άνοιξε την μικρή ξύλινη πόρτα του κήπου και μπήκε με μεγάλη προφύλαξη μέσα. Ο Αζόρ έτρεξε κοντά στον εισβολέα, χωρίς να γαυγίσει κουνώντας την ουρά του, που σημαίνει πως ο άγνωστος ήταν οικείο πρόσωπο. Η ανδρική σιλουέτα έσκυψε και τον χάιδεψε προκαλώντας κλαψουρίσματα χαράς και ενθουσιασμού από το σκύλο. Σε λίγο διέσχισε τον κήπο και με τον σκύλο να τον ακολουθεί κουνώντας την ουρά του έφτασε στην πόρτα του σπιτιού, η οποία άνοιξε αμέσως, σαν κάποιος να περίμενε πίσω της και μπήκαν μέσα ο άνδρας και το σκυλί. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους. Έτρεξε κατά εκεί και κρύφτηκε πίσω απ’ το χοντρό κορμό της δάφνης που ήταν μπροστά στο φωτισμένο παράθυρο. Άκουσε το ξαφνικό γαύγισμα του σκύλου από μέσα. Έμεινε τελείως ακίνητος προσπαθώντας να ελέγξει την ταραγμένη του ανάσα. Μέσα στο σπίτι δεν ακουγόταν τίποτα άλλο από τα γρυλίσματα του Αζόρ, που έγιναν μαλακότερα, ώσπου ήσυχος απ’ την ακινησία της νύχτας, ηρέμισε. Σε λίγο είδε τις σκιές τους να περνούν μπροστά απ’ το φωτισμένο παράθυρο και να πάνε προς το κρεβάτι. Κάθισαν στην άκρη του και τότε διέκρινε και αναγνώρισε την ανδρική σιλουέτα. Ήταν ο Τάσος. Οι κόμποι στα χέρια του που έσφιγγαν τον κορμό της δάφνης έγιναν κάτασπροι. Πως βρέθηκε εδώ; αναρωτήθηκε. Είχε τρεις μήνες που ήταν εξαφανισμένος από το χωριό. Και τι γύρευε στο σπίτι της Νίκης; Ξαφνικά πέρασε απ’ το μυαλό του ο Χάιντριχ. Έπρεπε να τον ειδοποιήσει. Οι δυο σκιές μέσα στο σπίτι αγκαλιάστηκαν. Ένιωσε να κλονίζεται σαν να τον χτύπησαν στο πρόσωπο. «Ήρεμα, Σπύρο», μουρμούρισε στον εαυτό του. Κάτι του έλεγε πως αυτή τη νύχτα θα έπιανε λαυράκι. Η βροχή δυνάμωσε κι οι σταγόνες έπεφταν παγωμένες σαν σκάγια στην πλάτη του. Δεν τον ένοιαζε καθόλου. Έστησε αυτί. Μιλούσε η Νίκη κλαίγοντας. Οι λυγμοί της, αν και συγκρατημένοι, έμοιαζαν με κλάμα μικρού παιδιού. «Τι θα κάνουμε, Τάσο;»Τι συμβαίνει; Αναρωτήθηκε. Γιατί κλαίει στην αγκαλιά του; «Όλα θα φτιάξουν, θα δεις,» της έλεγε σκουπίζοντας τα μάτια της με την παλάμη του. «Θα μιλήσω σήμερα κιόλας στη μάνα μου και θα το σκάσουμε οι δυο μας στη Θεσσαλονίκη για να παντρευτούμε. Εκεί κανείς δεν μας ξέρει. Μετά εσύ θα πας να μείνεις με τη μάνα μου κι εγώ θα γυρίσω όταν ηρεμίσουν τα πράγματα. Δίπλα στη μάνα μου δεν θα έχεις τίποτα να φοβηθείς.» «Και το μωρό;» ρώτησε εκείνη. «Όταν με το καλό φτάσει η ώρα θα γεννηθεί στο σπίτι μας». Κοκάλωσε ανίσχυρος καρφωμένος στη γη. Αυτό ήταν! Γι’ αυτό τον απέρριψε.
Τη γλύτωσε τότε γιατί το μυστικό τον έπιασε εξ απίνης. Δεν θα του ξέφευγε την επόμενη φορά.
Κι έτσι άρχισε να παρακολουθεί το σπίτι του Τάσου τις νύχτες.
Η απόφαση, έμαθαν αργότερα, πάρθηκε απ’ την παρέα, με επτά απ’ τα δέκα χέρια υπέρ. Έως τότε δεν ζύγωναν το χωριό τους απ’ το φόβο της αναγνώρισης. Χτυπούσαν στο Κιλκίς ή στη Θεσσαλονίκη, που ήταν μεγάλες πόλεις και τα ίχνη τους κρύβονταν καλά. Αυτή τη φορά αποφάσισαν να χτυπήσουν την κοινότητα του χωριού. Εκεί που είχαν τα γραφεία τους οι Γερμανοί. Τη δουλειά τη μελέτησαν καλά για να μην κάνουν ζημιά στο υπόλοιπο χωριό. Την ανάθεσαν στον Τάσο και στον φίλο του τον Ηλία, γιο του Χρήστου. Και οι δυο ξέρανε το χωριό καλά. Ο ένας θα έμπαινε απ’ τα δυτικά και ο άλλος απ’ το βόρειο μέρος του χωριού. Στις δώδεκα ακριβώς θα έπρεπε να είναι κι οι δυο πίσω απ’ το κτίριο της κοινότητας. Τα δυο παιδιά χώρισαν δίνοντας τα χέρια. «Καλή τύχη, φίλε».
Παρά τέταρτο ο Τάσος βρισκόταν κοντά στο σπίτι του. Το κτίριο της κοινότητας ήταν απέναντι. Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να δει τη μάνα του. Έτσι για λίγα λεπτά. Προλάβαινε. Δρασκελίζει το πίσω μέρος του φράχτη και σχεδόν, έρποντας ανάμεσα στην πλεγμένη βλάστηση, με σιγανά βήματα μπαίνει στο σπίτι. Φτάνει το κρεβάτι της, αλλά δεν προλαβαίνει να την ξυπνήσει. Εκείνη είναι κιόλας ξυπνητή. Το ένστικτο της την προειδοποίησε για τον ερχομό του. Τον αρπάζει στα χέρια της, «φύγε», του ψιθυρίζει με αγωνία. Η διαίσθηση μέσα της, σαν μακρόσυρτο βουητό την προειδοποιεί να τον προφυλάξει. «Έβλεπα άσχημο όνειρο, φύγε.» Τον σπρώχνει προς την πόρτα. Ο Τάσος γελώντας την αγκαλιάζει. «Στάσου, ρε μάνα, να σε δω λίγο και θα φύγω αμέσως, δεν έχω πολύ χρόνο.» «Φύγε, φύγε», εκείνη φωνάζει και εκείνος σαστισμένος απ’ την αγωνία που διαβάζει στα μάτια της, βγαίνει σαν τον κλέφτη πάλι απ’ την πόρτα και δρασκελίζει τον φράχτη. Η ώρα είναι δώδεκα παρά πέντε. Το κτίριο της κοινότητας ασπρίζει απέναντί του φρεσκοασβεστωμένο. Πρέπει να φύγει. Μα κάτι τον κρατάει κολλημένο στο χώμα. Πρώτη φορά βλέπει τη μάνα του έτσι. Ένα κακό προαίσθημα του σφίγγει το στήθος. Συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις, μέρες τώρα, για να τα οργανώσει όλα κατά τον καλύτερο τρόπο, δίχως να ξεχάσει τίποτα, η καρδιά του όμως χτυπάει τόσο δυνατά και τόσο γρήγορα, που ανασαίνει με δυσκολία. «Α, ρε μάνα, μ’ έκοψες τα πόδια», μουρμουρίζει μέσα στα δόντια του. Σέρνεται στο χώμα και ετοιμάζεται να περάσει απέναντι. Πρώτα βλέπει τη λάμψη κι ύστερα νιώθει τη σφαίρα να του καίει την κοιλιά. Διπλώνεται και προσπαθεί να σηκωθεί για να τρέξει προς τα πίσω, στο φράχτη. Τότε ακριβώς η νύχτα φωτίζει με δεκάδες αστραπές γύρω του. Ένα δεύτερο κάψιμο νιώθει στην πλάτη κι ύστερα στον ώμο. Ακούει την κραυγή της μάνας του που καλύπτει όλους τους ήχους γύρω του. «Παιδί μου», και οι φλόγες απέναντι στην κοινότητα φέρνουν τη μέρα πρόωρα. «Τα κατάφερε ο Ηλίας», σκέφτεται και ένα άλλο κάψιμο του τρυπάει το κεφάλι. Νιώθει τη Λέγκω να πέφτει πάνω του. Ακούει το μούγκρισμα πληγωμένου θεριού που βγαίνει απ’ το λαιμό της. Βλέπει τα τρελά της μάτια, γεμάτα άγριες αποχρώσεις, να κοιτάζουν αλαφιασμένα γύρω της πετώντας σπίθες τρέλας. Αρπάζεται από τα χέρια της. Για μια στιγμή καταφέρνει να σηκωθεί διπλωμένος στα δύο κι αμέσως ξαναπέφτει πάνω στην Λέγκω που ουρλιάζει. Για μια στιγμή σηκώνει τα μάτια του. Η αγωνία, σαν κουρτίνα φλεγόμενη, έχει σκεπάσει τη ματιά του. Στα χείλη του διαγράφονται λέξεις που δεν μπορεί να τις καταλάβει η Λέγκω. Σκύβει πάνω του. «Πες μου», του λέει. Στο πρόσωπό του φαίνονται οι σπασμοί της επιθανάτιας αγωνίας. « Η Νίκη, μάνα, είναι….» Κάτι ακόμα προσπαθεί να ψελλίσει, μα δεν τα καταφέρνει. « Ναι, Τάσο μου, είναι δική μας, η νίκη είναι δική σας, παιδί μου,» ουρλιάζει τα ίδια λόγια του γιου της όταν προσπαθούσε να της δώσει κουράγιο. Τα χέρια του κρατούνε με δύναμη το νυχτικό της, κάτι ακόμα θέλει να της πει και σαλεύει τη γλώσσα του με αγωνία και κόπο, ψελλίζοντας κάτι που δεν μπορεί να φτάσει στ’ αυτιά της. Τα μάτια του κολλάνε στα δικά της για δευτερόλεπτα. Ασάλευτα τα πάντα γύρω τους. Ως κι η σιωπή έχει βουβαθεί. Μόνο για λίγο, κι ύστερα το τσακισμένο κεφάλι του δεν αντέχει, πέφτει στα χέρια της. Ανελέητο φως γύρω τους απ’ τις φλόγες στην κοινότητα, στα μάτια της Λέγκως, αντάριασμα, παραφορά. Κι ύστερα η κραυγή της σπάει τη σιωπή σε χιλιάδες μικρά κομματάκια, γυναίκες και άνδρες εμφανίζονται γύρω τους με πετρωμένα από τη φρίκη πρόσωπα, σαν να ‘ταν κρυμμένοι πίσω από τις πόρτες τους και περίμεναν ένα σινιάλο για να βγουν. Ο σπαραχτικός θρήνος της Λέγκως, τρυπάει τη νύχτα και σουβλίζει τις καρδιές τους. Μια οιμωγή από γυναικεία στόματα γεμίζει τον αέρα. Μια θρηνωδία για τον Τάσο που τίποτα πάνω στο πληγωμένο κορμί του, που το σκεπάζει σχεδόν, το τεράστιο σώμα της μάνας του, δεν θυμίζει το παλικάρι που γνωρίζανε. Η μύτη και τα ζυγωματικά του έχουν γίνει θρύψαλα. Στη θέση του προσώπου του υπάρχει τώρα ένας άμορφος πολτός, που ξέρναει αίμα και βάφει το χώμα του δρόμου κόκκινο. Κάτω από το σώμα του είχε σχηματισθεί μια κόκκινη λίμνη. Οι κρυμμένοι Γερμανοί μπροστά σ’ εκείνες τις δεκάδες κραυγές ανατριχιάζουν. Βλέπουν τις φλόγες που ξεπηδούνε απ’ την κοινότητα και τρέχουν μήπως μπορέσουν να σώσουν κάτι. Το σώμα του Τάσου μεταφέρεται απ’ τους άνδρες στο σπίτι τους. Η λάμπα φέγγει τη σάλα κι οι γυναίκες αναλαμβάνουν το καθάρισμά απ’ τα αίματα και το στόλισμα του για τον κάτω κόσμο ενώ η Λέγκω σπαράζει μισολιπόθυμη στο χωμάτινο δάπεδο. Γαμπρό τον ντύνουν κι αφού τελειώνουν, τη σηκώνουν, τη βάζουν να κάτσει κοντά του και κάθονται και εκείνες γύρω του να τον μοιρολογήσουν. Τρομαχτική νύχτα. Μέσα οι κραυγές της Λέγκως, που κάθε λίγο ξεσηκώνουν το θρήνο και των άλλων γυναικών και έξω απ’ το σπίτι οι άνδρες, κάτω απ’ το αντιφέγγισμα της φλόγας που έτρωγε αχόρταγα τα υπάρχοντα των Γερμανών μέσα και έξω απ’ την κοινότητα, καπνίζουν και ρουφούνε τις μύτες τους σε κάθε ξέσπασμα της Λέγκως. Όταν χαράζει δύο άνδρες πίσω απ’ το σπίτι ετοιμάζουν την κάσα, πριονίζοντας και καρφώνοντας τα ξύλα, που μέσα στο χάραμα σφυροκοπούσαν στ’ αυτιά τους με τα βαριά ζυγισμένα χτυπήματα, που το καθένα τους φαίνονταν να ’ναι το τελευταίο αλλά δεν ήτανε και επαναλαμβάνονταν τεντώνοντας τα κουρασμένα νεύρα τους. Όταν τέλειωσαν ένα λευκό σεντόνι ντύνει το αδούλευτο ξύλο και τοποθετούν το σώμα του μέσα που οι γυναίκες το σκεπάζουν με χρυσάνθεμα. Η Λέγκω παρακολουθεί όλες τις διαδικασίες κλαίγοντας, διορθώνοντας τις ατέλειες. Από το στόμα της βγαίνουν πότε κραυγές, πότε θρήνοι, πότε μοιρολόγια, πότε κουβέντες με αποδέχτη τον γιο της. Η φωνή της βράχνιασε. Τα μάτια της δεν φεύγουν ούτε λεπτό απ’ το άσπρο, στραπατσαρισμένο πρόσωπο του παιδιού της. Βελούδο πορφυρό το φως της λάμπας πέφτει στα κλειστά του βλέφαρα, φως που δεν θ’ αγγίξει τ’ ωραίο πρόσωπο και που δεν θα χαϊδέψει τα μάγουλά του ποτέ πια. Τα χέρια της χαϊδεύουν εκείνο το πρόσωπο και τα στεγνά πανιασμένα χείλια της του μιλούν. «Σήκω γιε μου. Σήκω λουλούδι μου. Σήκω καμάρι μου. Αροθύμεσεσα, πούλιμ’[1] (Σε νοστάλγησα, πουλί μου). Στα έλεγα εγώ η άμοιρη. Θα σε σκοτώσουν, σου έλεγα. Δεν με άκουγες Τάσο μου, δεν με άκουγες την έρμη….» Το στόμα της δεν σταματάει να του μιλά και τα δάχτυλα των χεριών της ακολουθούν το περίγραμμα του τσακισμένου προσώπου του, τα χείλη του, τα δόντια του, τα σταυρωμένα χέρια του. Το μυαλό της προσπαθεί να συγκεντρώσει όλες τις μνήμες, όλες τις εικόνες να τις δέσει σε άλμπουμ μέσα της. Μικρές σταγόνες ιδρώτα γυαλίζουν κάθε τόσο στο πρόσωπό της που ύστερα από λίγο βαραίνουν και κυλούν προς τα κάτω. Η Σπυριδούλα τη σκουπίζει με μια βρεγμένη πετσέτα το πρόσωπο, κάθε φορά που πηγαίνει να λιποθυμήσει ή νιώθει την τρέλα να ξεφεύγει απ’ το κουτί του μυαλού της. Κοιτάει το ακίνητο κορμί του γιου της με την ελπίδα πως δεν είναι πεθαμένο, πως είναι άρρωστο ή κοιμισμένο. Εκείνη όμως η φριχτή ακινησία γεμίζει το μυαλό της απόγνωση.
Ο αέρας έξω στον μικρό κήπο που έζωνε γύρω- γύρω όλο το σπίτι, βάραινε και στο χόρτο απλώθηκε μια λεπτή μεμβράνη υγρασίας. Οι άνδρες, που δεν μπορούνε να κάτσουν καταγής, κάθε τόσο αναστενάζουν, κουβεντιάζουν δυνατά κι άλλοτε πάλι χαμηλώνουν τη φωνή τους και μιλούνε ψιθυριστά. Ακούγοντας κάθε τόσο τα ξεσπάσματα των γυναικών, ρουφούνε τις μύτες τους κι νιώθουν την οργή τους να τους πιέζει. Καθισμένοι ανακούρκουδα στον κήπο καπνίζοντας μέσα στην αυγή που προχώρησε, συζητώντας προσπαθούνε να ξεμπλέξουν το κουβάρι της προδοσίας. Γιατί για προδοσία πρόκειται. Γι’ αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Αρχίζουν να ενώνουν εικόνες, λόγια, βλέμματα, ήχους κι όλα μαζί να αποκτούν νόημα, σκελετό και να εμφανίζεται μπροστά τους μια ιστορία με αρχή και τέλος με πρωταγωνιστή τον Σπυράκο. Η γνώση αυτή τρυπώνει στην ψυχή τους και καίει σαν θυμωμένη φωτιά. Φουντώνει με τις σκέψεις τους. Στην αρχή αρχίζουν να τον βρίζουν και να τον καταριούνται. Η οργή δεν ξεθυμαίνει, φουντώνει μέσα τους, αγριεύει τα πρόσωπα τους. Οι καύτρες των τσιγάρων τους μοιάζουν με μικροσκοπικά κόκκινα μάτια που ανάβουν κι σβήνουν. Ο Χρήστος, φίλος του άνδρα της Λέγκως, κρατάει στο χέρι του ένα μικρό σουγιά και κάθε λίγο κόβει μ’ αυτό ένα κομμάτι ξύλου, από τα δέντρα της αυλής, το καθαρίζει από τη φλούδα του, και μόλις τελειώνει ξανακόβει άλλο κομμάτι και επαναλαμβάνει την ίδια διαδικασία. Έχει μαζέψει δίπλα του ένα μικρό μάτσο καθαρισμένα κομμάτια ξύλου. μοιάζει ολότελα απασχολημένος από εκείνη τη λεπτή δουλειά με τις προσεκτικές κινήσεις του σουγιά στα χέρια του. Αν δεν προσέξει κανείς το λαιμό του που προσπαθεί να συγκρατήσει το καρύδι της οργής που έχει καθίσει στο λαρύγγι του, θα νομίσει πως βρέθηκε εκεί κατά λάθος. Το μόνιμο και ειρωνικό χαμόγελο που κρεμόταν πάντα από τα χείλη του εξαφανίστηκε, μόνο οι άδειες ρυτίδες απ’ αυτό παρέμειναν γύρω στα μάτια και το στόμα του. Μια καινούρια, δυνατή κραυγή της Λέγκως τον κάνει να στρέψει το κεφάλι του προς την πόρτα του σπιτιού. Πάει δισταχτικά προς τα εκεί. Την κοιτάζει απ’ την ορθάνοιχτη πόρτα. Σηκώνει κι εκείνη τα μάτια της τα μάτια της. Η ματιά της εντατική, επείγουσα, που
πυρώνει σαν κάρβουνο το στήθος του. Πιάνει πάλι να ξύνει το κομμάτι του ξύλου που κρατάει στο χέρι.
Την αγαπάει τη Λέγκω. Την αγαπάει από μικρός. Δεν τόλμησε ποτέ να της το πει, πόσο μάλλον να της το δείξει. Είχε κάνει την επιλογή της κι εκείνος την σεβάστηκε. Τη μέρα που η Λέγκω παντρεύτηκε τον Τάσο, μέθυσε για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του. Εκείνη τη νύχτα αποχαιρέτισε, στην φαντασία μόνο, αγαπημένη του, και την έθαψε μέσα του βαθειά. Τα χρόνια περνούσαν, παντρεύτηκε εν τω μεταξύ και εκείνος, η Λέγκω χήρεψε κι εκείνος εξακολουθεί να την αγαπάει και να πονάει μέσα του με το δικό της πόνο. Ο Τάσος, ο άνδρας της, ήταν φίλος και πόνεσε κι ο ίδιος για το χαμό του. Η αγάπη του όμως για τη Λέγκω γαντζωμένη σφιχτά μέσα του.
Πρώτος σηκώνεται ο γέρο Στάθης. Ο Τάσος του είχε φτιάξει το φούρνο του. «Σκοθέστεν»[2](Σηκωθείτε), είπε δυνατά κι οι υπόλοιποι σαν να περίμεναν αυτό το σύνθημα σηκώνονται και αποφασιστικά βγαίνουν απ’ την αυλή. Κανείς δεν μιλάει. Το βαρύ κι αποφασιστικό τους βήμα ακούγεται πάνω στο χωμάτινο δρόμο, μπροστά απ’ τις ανταύγειες της φωτιάς που φέγγουν τα βήματά τους κι ύστερα μπροστά στο σπίτι της Πηνελόπης. Βλέπουν φως στο παράθυρο. Πρώτος πάλι ο κυρ Στάθης σκύβει και παίρνει μια πέτρα και την εκσφενδονίζει στο φωτισμένο παράθυρο. Ο κρότος των σπασμένων τσαμιών είναι το σινιάλο και για τους υπόλοιπους. Βροχή πέφτουνε οι πέτρες μέσα στο σπίτι απ’ το κατεστραμμένο παράθυρο. Κάποιος από μέσα σβήνει τη λάμπα. Το σκοτάδι γεμίζει από απειλητικές φωνές γεμάτες οργή. «Έβγωσον οξωκά, χαμαζετζή»[3] «Σπιούνε» «Τομάρ». (Βγες έξω προδότη,σπιούνε,τομάρι).

Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

Συνέχεια Νο 9

Έτσι πρόωρα ο θάνατος πέρασε το κατώφλι του σπιτιού της και η ζωή της φρέναρε μπροστά σε ένα αόρατο χέρι. Στα δέκα οκτώ της χρόνια η Λέγκω έμεινε χήρα. Εκείνες τις τραγικές μέρες, τα ξεσπάσματα υστερίας της μάζευαν όλο το χωριό γύρω της. Το ξετρελαμένο μυαλό της είχε γαντζωθεί απελπισμένα στη σκέψη ότι έχανε και το παιδί της. Δεν το έχασε. Ήταν αυτό που έσωσε τη ζωή της, όταν ένιωσε να κατρακυλά στο βάραθρο. Χάρη σε εκείνο διατήρησε τη συνοχή της και ανέλαβε καθήκοντα για τα οποία θεωρούσε τον εαυτό της ανέτοιμο. Σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, γυναίκες του χωριού την προστάτευαν με την καθημερινή παρουσία τους δίπλα της. Οι άνδρες μαζεύονταν στην αυλή και συμπαραστέκονταν κι αυτοί με τον τρόπο τους. Ο πατέρας της δεν υπήρχε πια. Δεν ξεπέρασε ποτέ το φευγιό της Φανής. Κάθε μέρα που περνούσε βυθιζόταν χωρίς σωτηρία στο πηγάδι της πιο μαύρης απελπισίας. Η ανάμνησή της τον κυνηγούσε σαν ένας υπόκωφος πόνος που τον χτυπούσε στο στομάχι και τον δίπλωνε στα δύο. Πέθανε μετά δύο χρόνια από ακατάσχετη αιμορραγία. Γαστρορραγία, είπε ο γιατρός.
Η μάνα της, απασχολημένη με το έργο της επιβίωσης και αποκατάστασης της άλλης κόρης, για μια στιγμή έδειξε πως δεν θα άφηνε τις καταστάσεις να την υπερβούν. Μόλις όμως «ταχτοποιήθηκε» κι η Λέγκω, άφησε τον εαυτό της. Στην κυριολεξία αποσύρθηκε. Απλά και ήσυχα έφυγε, κι εκείνη, ένα βράδυ από κοντά τους , ένα χρόνο μετά το γάμο τους.
Σε επτά μήνες, από το θάνατο του Τάσου ήρθε και ο γιος της, μ’ ένα χαμόγελο σαν του πατέρα του. Του έδωσε το όνομά του και το βάπτισε η φίλη της η Σπυριδούλα, που έμενε δίπλα της. Εκείνη την εποχή της απόλυτης ψυχικής μάρανσης, η αγάπη για το γιο της ήταν το μόνο που της είχε απομείνει Ήταν, όχι μόνο το κουράγιο, αλλά όλα όσα ενώνονται για να συνδέσουν την θέληση και την επιθυμία της για ζωή. Έστρεψε όλη της την ενέργεια σε εκείνον όπως σπρώχνουν τα φυτά το φύλλωμα τους στο φως του παράθυρου. Ήταν ένα φως που ξαφνικά μπήκε στη ζωή της και την φώτισε. Ακόμα και τις νύχτες, όταν ακουμπούσε με το χέρι την άδεια θέση του άνδρα δίπλα της κι ένιωθε να συσσωρεύετε η απελπισία μέσα της, το χαμόγελο του γιου της ήταν εκείνο που τη γαλήνευε
Τα χρόνια δύσκολα, η φτώχια τους ακολουθούσε καταποδιαστά και εκείνη έπρεπε να τα καταφέρει με τα χωράφια μόνη της και με εκείνον λεχούδι. Το πρωί, ξέκλεβε λίγο χρόνο για να πάει στα μνήματα, ν’ ανταλλάξει λίγες κουβέντες με τον Τάσο, γι’ αυτά που δεν προλάβανε να πούνε και για τα καινούρια που ήρθαν και δεν τα γνώριζε εκείνος κι εκεί, μέσα στην απόλυτη μοναξιά, ανάμεσα στη σιωπή των πεθαμένων, του έλεγε με όλες τις λεπτομέρειες, τα νέα για το γιο τους, τις δυσκολίες με τα χωράφια, του μιλούσε για τη βοήθεια των συγχωριανών και ειδικότερα του αγαπημένου του φίλου, Χρίστου, στο όργωμα και στο θέρος. Αυτό που δεν παρέλειπε ποτέ να του πει, ήταν το πόσο πολύ της έλειπε. Μέσα σε κείνο το ασάλευτο τοπίο η κουβέντα με τον Τάσο ηρεμούσε ψυχή της και έκανε τη ζωή υποφερτή.
Έτσι περνούσαν τα χρόνια έχοντας δίπλα της τον μικρό Τάσο, που χρόνο με το χρόνο μεγάλωνε και ήταν η χαρά και η περηφάνια όλου του χωριού. Λίγο η ορφάνια του, λίγο ο καλός του χαραχτήρας, λίγο εκείνο το αμήχανο χαμόγελο, όταν έτριβε το λοβό του αυτιού του, το ταλέντο και ο ειδικός τρόπος που είχε να συνεργάζεται με τους ανθρώπους, τους κέρδιζε όλους. Ήταν κι η αισιοδοξία μια από τις πλευρές του χαρακτήρα του που τον έκαναν αξιαγάπητο. Από τα δέκα του χρόνια βοηθούσε την μάνα του κανονικά σαν μεγάλος άνδρας. Ξεκινούσανε χαράματα για τα χωράφια, άλλοτε διαβαίνοντας εκείνους τους χαραγμένους με βαθιές σχισμές από την ξηρασία δρόμους, πάνω σε πατημένα, από τις ρόδες των κάρων, φίδια και βατράχους και σ’ άλλες φορές να προσπαθούν να κουνήσουν τα πόδια τους μέσα στις λάσπες που γέμιζαν οι λαστιχένιες μπότες τους. Μαζί κουβαλούσανε το σιτάρι στον μύλο, που ήταν έξω από το χωριό και μαζί έπειτα το αλεύρι από το μύλο στο σπίτι. Με κείνο το τσουβάλι έπρεπε να περάσουνε το χειμώνα.
Στα δέκα πέντε του χρόνια ο Τάσος έφτιαξε μόνος του ένα καρότσι, με υλικά που τα έβρισκε κατά καιρούς από τη φύση ή πεταμένα από τους ανθρώπους, τελείως άχρηστα δηλαδή, γιατί εκείνη την εποχή για να πετάξει κάποιος κάτι θα έπρεπε να μην του χρησίμευε σε τίποτα. Εκείνο το καρότσι έγινε το θαύμα όλου του χωριού και από τη μια μέρα στην άλλη ο γιος της έγινε ο τεχνίτης του χωριού, που κατασκεύαζε από πιρούνια μέχρι μαντριά για τα ζώα. Για τη μάνα του και για εκείνον, εκείνο το καρότσι, άλλαξε τη ζωή τους προς το καλύτερο. Σταματήσανε να κουβαλάνε τα βάρη στις πλάτες τους. Το καρότσι έγινε το δεξί τους χέρι. Με εκείνο στο χωράφι, στον μύλο, με εκείνο στο παζάρι, για να ανταλλάξουνε τα αυγά, το βούτυρο, το γάλα, το σιτάρι και να πάρουνε τη ζάχαρη, το πετμέζι, κανένα φιρίκι. Αυτά αγοράζανε από το παζάρι, τα υπόλοιπα τους τα πρόσφερε η γη. Οι πατάτες, τα κρεμμύδια, οι ντομάτες, τα λαχανικά γενικώς, έβγαιναν από τον κήπο τους που τον καλλιεργούσανε οι δυο τους, με τη βοήθεια της Ελένης και της Τασούλας. Η Ελένη ήταν φίλη του Τάσου από τα μικρά τους χρόνια. Η Λέγκω την ξεχώριζε από όλα τα κορίτσια που έκανε παρέα ο γιος της. Ήταν η κόρη της Αναστασίας, που μαζί με την Σπυριδούλα, ήταν οι αγαπημένες της φιλενάδες. Μεγαλώσανε μαζί, όπως τα παιδιά τους. Η Τασούλα ήταν κόρη της Σπυριδούλας, νονά του Τάσου. Τα τρία παιδιά ήταν πολύ αγαπημένα. Τους έβλεπε η Λέγκω και τους χαιρόταν. Ακόμα και τις δουλειές των σπιτιών τις έκαναν μοιρασμένα. Μια φύτευαν στο ένα σπίτι, μια πότιζαν στο άλλο, μια σκάλιζαν στο τρίτο. Και στα τρία σπίτια δεν υπήρχαν άνδρες μεγάλοι να δουλέψουν τα κτήματα. Οι πατέρες των κοριτσιών ήταν συνήθως εξορίες και φυλακές. Κι έτσι τα τρία παιδιά μοιράζονταν τις δουλειές και μόλις τις τέλειωναν τρέχανε στο μικρό δασίλιο στην άκρη του χωριού. Ήταν η περιοχή του χωριού με πολλά δέντρα και άφθονα νερά, που συγκέντρωνε κόσμο και απ’ τα γύρω χωριά. Η Ελένη ήταν ένα κορίτσι με ζωντάνια, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της, ιδιαίτερα έξυπνο, σοβαρό με κρίση πάνω σε πολλά ζητήματα. Διάβαζε ότι έπεφτε στα χέρια της. Της θύμιζε τον εαυτό της, τότε που ζούσε με τους γονείς της και την Φανή. Είχε ξεσκονίσει όλα τα βιβλία του πατέρα της Λέγκως. Όπως και τα βιβλία του δικού της πατέρα, που τα κουβαλούσε από τις εξορίες και τις φυλακές. Κορίτσι ανήσυχο, της έδινε την εντύπωση πολλές φορές πως δεν τη χωρούσε το χωριό. Ήθελε κι άλλους ορίζοντες ανοιχτούς. Όταν γυρνούσε ο πατέρας της, η Ελένη εξαφανιζόταν για μέρες κι ήταν κολλημένη πάνω του, γιατί τον θαύμαζε για τις ιδέες του και για τον αγώνα που έδινε για να τις υλοποιήσει. Πιο πολιτικοποιημένη από όλη την παρέα, προσπαθούσε να πείσει και τους άλλους δύο να ενεργοποιηθούν κι εκείνοι. Την μάλωνε πολλές φορές η Λέγκω γι’ αυτό. Δεν ήθελε να δει το γιο της να μπερδεύεται με αυτά τα πράγματα. Δεν ήθελε να τον τρέχουν φυλακές κι εξορίες.
Την εποχή, λοιπόν, εκείνη που η Λέγκω δεν νοιαζόταν ή δεν έδειχνε ενδιαφέρον για τα προβλήματα του κόσμου, οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο και άλλαξαν όλα στο χωριό. Άφησαν ελεύθερους τους κομμουνιστές, που τους είχαν μαζεμένους σε φυλακές και εξορίες σαν εχθρούς του λαού, για να τους επιστρατεύσουν μαζί με τους υπόλοιπους. Μέσα σ’ εκείνους ήταν και οι άνδρες της Σπυριδούλας και της Αναστασίας. Ένας ενθουσιασμός είχε καταλάβει το χωριό. Μια έξαψη, ένας αναβρασμός, μια ορμή, ένα πάθος, κυμάτιζαν μαζί με τη σημαία στην κοινότητα, σε όλες τις ψυχές των νέων του χωριού. Ήταν όλοι έτοιμοι να υπερασπίσουν τα όνειρά τους, που τη δεδομένη στιγμή είχαν άμεση εξάρτηση από την πατρίδα τους. Οι παλιοί, αυτοί που πριν χρόνια αναγκάστηκαν να παρατήσουν τις περιουσίες τους και να φύγουν κυνηγημένοι από ένα πόλεμο στα παράλια του Πόντου, ήταν μαζεμένοι, φοβισμένοι. Των νέων όμως η οργή έβγαινε από μέσα τους δυνατή σαν ουρλιαχτό, αυθεντική.
Έτσι ξεκίνησαν για τον πόλεμο. Μ’ ένα ουρλιαχτό. «Θα τους τσακίσουμε». Ασυναίσθητα η Λέγκω σκέφτηκε τότε πως ευτυχώς, ο Τάσος είναι μόνο δεκαεπτά χρόνων. Όπως όλες οι μάνες που είχαν γιους, είχε χάσει την περιφερειακή της όραση και έβλεπε τα πράγματα σε σχέση μόνο με το παιδί της. Ο Τάσος της θα κινδύνευε και τίποτα άλλο δεν την ενδιέφερε. Του το είπε κάποια στιγμή, ενώ ο Τάσος ήταν σκυμμένος στον κήπο και σκάλιζε το σπανάκι. «Ευτυχώς που είσαι μικρός ακόμα!». Σήκωσε απότομα τα μάτια του και την κοίταξε κι ενώ εκείνη, προσπάθησε να αποφύγει την αποδοκιμασία στο βλέμμα του, εκείνος σηκώθηκε και άφησε την τσάπα στα πόδια του. Αμήχανα αφαιρούσε ένα μαύρο στεφάνι λάσπης που είχε μαζευτεί στα νύχια του από το υγρό χώμα. «Μη με κάνεις να ντρέπομαι για σένα», της είπε και μπήκε στο σπίτι. Πάγωσε. «Τι είναι αυτά που λες»; Έτρεξε πίσω του. «Μην το συζητήσουμε, γιατί θα μαλώσουμε. Πρέπει να ξέρεις όμως πως εγώ ντρέπομαι που θα κάτσω στο σπίτι και δεν θα πάρω μέρος σ’ αυτόν τον πόλεμο». Η Λέγκω κατάλαβε πως η συζήτηση δεν έπρεπε να συνεχιστεί γιατί θα εξελισσόταν σε πυρωμένο σίδερο που θα έκαιγε και τους δυο. Τον κοίταξε κρυφά. Έτριβε το λοβό του δεξιού του αυτιού. Αυτή του την κίνηση τη γνώριζε καλά. Την έκανε όταν ένιωθε αμηχανία ή πολλή οργή. Είχε αλλάξει ο Τάσος της, έδειχνε σαν να είχε αλλάξει μέσα του η θέα των πραγμάτων, του κόσμου όλου. Σαν να τον αφύπνισε το άδικο. Τα μάτια του πολλές φορές τα έπιανε νάναι χαμένα , σαν σε άλλο κόσμο, ερμητικά κλεισμένος. Κι άλλες φορές πάλι, έβλεπε μέσα σ’ αυτά να κατοικεί τόση οργή που την τρόμαζε. Οι τρίχες στο πρόσωπο του πλήθαιναν και τις έκοβε με το ψαλίδι, δεν τον άφηνε να βάλει ακόμα ξυράφι. Ήταν μεγαλόσωμος για την ηλικία του, στα δεκαεπτά του φαινόταν εικοσάρης. Είχε και τη συμπεριφορά εικοσάρη, ίσως απ’ τις πολλές ευθύνες που τον είχε φορτώσει από μικρό. Εκείνη τη μέρα τον είδε πολύ θυμωμένο και δεν τόλμησε να συνεχίσει την κουβέντα τους, καταλάβαινε πως δεν θα τους έβγαζε πουθενά. Γνώριζε πως ότι πίστευε ο γιος της το υποστήριζε με πάθος. Κατάλαβε επίσης, πως αν ήταν λίγο μεγαλύτερος και τον δέχονταν στο στρατό θα είχε φύγει ότι κι αν έλεγε εκείνη. Οι ειδήσεις από το μέτωπο των Ελλήνων ξεσήκωναν όλους στο χωριό. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, από τα ορθάνοιχτα παράθυρα φωνές ούρλιαζαν « Τα μάθατε; Πήραμε την Κορυτσά» και γέμιζε η πλατεία του χωριού από κόσμο που αγκαλιάζονταν, έκλαιγαν, τραγουδούσαν. Κάθε νίκη των Ελλήνων έβγαζε όλο το χωριό στο δρόμο.
Ο Τάσος έδειχνε να χάνει το ενδιαφέρον του για οτιδήποτε δεν είχε σχέση με τον πόλεμο. Τον παρατηρούσε γεμάτη αγωνία και ενώ ο φόβος σαν ερπετό έβγαινε από μέσα της, τον καμάρωνε. Καμάρωνε την γέννηση πολιτικής συνείδησης μέσα του. Αυτό δεν του το είχε διδάξει. Καμάρωνε τον ενθουσιασμό του που τον είχε μεταδώσει και στην ίδια και παρόλο που προσπαθούσε να τον κρύψει, περίμενε κι εκείνη, με καρδιοχτύπι τα νέα. Η υποψία πως δεν ήταν μόνο ο πόλεμος που απασχολούσε το παιδί της, ήρθε αργότερα. Ήταν κάποια βράδια που εξαφανιζόταν για περισσότερες ώρες από ότι συνήθιζε, ήταν ίσως οι στιγμές στον κήπο, που δεν την έβλεπε, αλλά εκείνη τον παρατηρούσε κρυφά πίσω απ’ την κουρτίνα να τρίβει με μανία το αυτί του. Κάποιες φορές ένιωθε την ψυχή του να μην κατοικεί μέσα του, ήταν αλλού. Βεβαιώθηκε κάποιο βράδυ όταν γύρισε σε κακή κατάσταση στο σπίτι. Τον ρώτησε τι είχε. Και εκείνος έπεσε πάνω στο ντιβάνι της κουζίνας και έκλαψε σαν μικρό παιδί. Σπαρταρούσε στο κλάμα. Τρόμαξε η Λέγκω. Κάθισε δίπλα του πήρε το κεφάλι του και το ακούμπησε στα πόδια της. Χαϊδεύοντας τα μαλλιά του τρυφερά προσπάθησε να μάθει τι συμβαίνει. Κάποια στιγμή ψέλλισε γεμάτος παράπονο. «Γι’ αυτά δεν μου μίλησες ποτέ, μάνα!» Ένιωσε ένα δυνατό τσίμπημα μέσα της. Αυτός είναι έρωτας, σκέφτηκε.
Το ένστικτό της επικεντρωμένο πάντα στον αγώνα της επιβίωσής τους, πού να της μείνει ενέργεια να του μιλήσει για έρωτα. Τι ήξερε άλλωστε, να του πει; Από την άλλη, τον θεωρούσε μικρό ακόμα για να δικαιούται να μάθει γι’ αυτά τα πράγματα. Έτσι τον έβλεπε. Χρόνια προσπαθούσε να ατσαλώσει την ψυχή του από τις δοκιμασίες και τους κινδύνους τους συνηθισμένους. Ο έρωτας δεν είναι κίνδυνος, έτσι ήξερε. Δεν είναι πόνος, δεν είναι απόγνωση, όπως αυτή που έβλεπε στα μάτια του παιδιού της εκείνη τη στιγμή. Προσπάθησε να τον πείσει να της εμπιστευτεί για όσα τον απασχολούσαν, για να δούνε μαζί τις πραγματικές τους διαστάσεις. Άδικος κόπος. Δεν της μίλησε ποτέ για εκείνη την κρίση, παρά την αγάπη που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον. «Πέρασε, ξέχνα το», ήταν η απάντησή του καθώς εκείνη προσπάθησε πολλές φορές να μάθει.
Κάποια μέρα που έλειπε ο Τάσος από το σπίτι, φώναξε την Ελένη. Την ξεκαθάρισε απ’ την αρχή πως δεν ήθελε να την ψαρέψει, απλώς ανησυχούσε για τον Τάσο και θα ήθελε να τον βοηθήσει. Στα μάτια της Ελένης διάβασε πως πράγματι κάτι συνέβαινε που δεν θέλησε να της πει. « Δεν είναι κάτι που θα πρέπει να σε ανησυχεί», της είπε. «Είναι ερωτευμένος; Μόνο αυτό πες μου» Και τότε πρόσεξε μια σκιά να καλύπτει, μόνο για μια στιγμή, τα όμορφα, μεγάλα της μάτια. Μια υποψία πέρασε ξαφνικά από το μυαλό της Λέγκως. Μια υποψία που έγινε βεβαιότητα στη συνέχεια της κουβέντας τους. Η Ελένη ήταν ερωτευμένη με τον Τάσο. « Έχε τον εμπιστοσύνη, κάποια στιγμή που θα νιώσει βέβαιος για αυτά που νιώθει θα σου μιλήσει. Άλλωστε ξέρεις πόσο σε αγαπάει». Σοβαρή, μετρημένη, δεν της άφησε περιθώρια για συνέχιση της κουβέντας τους για εκείνο το θέμα. « Κάνε υπομονή, έχεις καλό γιο.» Όταν έφυγε η Ελένη προσπάθησε να καταλάβει από μόνη της. Κρυφή ελπίδα της από χρόνια από τότε που τα παιδιά μεγάλωναν μαζί, ήταν κάποτε να τα δει μαζί. Με τον καιρό η ελπίδα της χάθηκε βλέποντας τα παιδιά απλώς να γίνονται φίλοι. Τίποτα δεν έδειχνε πως αυτό με τον καιρό μπορούσε ν’ αλλάξει. Ο Τάσος την αγαπούσε σαν αδερφή του. Και για την Ελένη το ίδιο πίστευε. Εκείνη η σκιά στα μάτια της; Τι συμβαίνει; Αναρωτήθηκε. Με ποια ήταν ερωτευμένος ο Τάσος; Ο καιρός περνούσε κι εκεί που η συμπεριφορά του Τάσου ηρέμησε, έδειχνε σαν να μην τον απασχολούσε τίποτα το εξαιρετικό, κάποιο απόγευμα η Λέγκω, που καθόταν μπροστά στο παράθυρό τους, που έβλεπε στον κήπο της Αναστασίας, είδε ξαφνικά τον γιο της ν’ αρπάζει στην αγκαλιά του την Ελένη και να την φέρνει γύρους γελώντας. Τράβηξε με τρόπο την κουρτίνα για να μην την βλέπουν και προσπάθησε ν’ ακούσει. Το μόνο που άκουσε ήταν το «Σσς» της Ελένης. «Θα σ’ ακούσουν». Την άφησε κάτω και κάθισαν δίπλα-δίπλα στα χόρτα και τον έβλεπε να της εξιστορεί κάτι πολύ συγκινημένος, που πρέπει να είχε μεγάλο ενδιαφέρον. Η Ελένη τον άκουγε γελαστή, με προσοχή. Δεν κατάλαβε τίποτα η Λέγκω. Ήθελε να μάθει την πηγή της χαράς του. Μα δεν τον ρώτησε όταν σε λίγο μπήκε στο σπίτι. Έψαξε το πρόσωπό του. Ένιωσε τη χαρά του που προσπαθούσε να την κρύψει μέσα σ’ ένα σοβαρό, καθημερινό πρόσωπο. « Κάνε υπομονή» της είχε πει η Ελένη. Αυτό έπρεπε να κάνει. Εκείνο που την ενδιέφερε ήταν ότι ο γιος της ήταν ευτυχισμένος εκείνη τη στιγμή. Φαινόταν να είχε βρει την έξοδο κινδύνου από το πρόβλημά του.
Ο πόλεμος με τους Ιταλούς έμεινε στη μέση, κι ενώ οι φαντάροι μας γύριζαν πίσω ένας- ένας με τα πόδια απ’ το αλβανικό μέτωπο, διασχίζοντας βουνά και πεδιάδες, μαθαίνοντας να κοιμούνται περπατώντας, να περνούν ακρωτηριασμένα ή νεκρά κορμιά, σημαδεμένοι ισόβια από την παραφροσύνη του πολέμου και την ωμότητα του ανθρώπου, τα κύματα ενός άλλου πολέμου μπήκαν στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί εισέβαλαν στην χώρα. Οι Έλληνες ξαφνιάστηκαν, πιάστηκαν απροετοίμαστοι. Κουρασμένοι από έναν πόλεμο που δεν τον επεδίωξαν αλλά ήταν υποχρεωμένοι να τον αντιμετωπίσουν, δεν άντεχαν έναν άλλον, χειρότερο από τον πρώτο. Ένας ολόκληρος λαός πισωγύρισε μαζεύοντας τις σημαίες της νίκης τους με τους Ιταλούς, μπροστά στην δύναμη των Γερμανών. Στο χωριό βλέπανε με μάτια διάπλατα την ιστορία να εξελίσσεται μπροστά τους δίχως να καταλαβαίνουνε τίποτα. Οι Γερμανοί επιτάξανε την κοινότητα και το σχολείο. Η βρώμα κι η δυσωδία μπήκε από τα διαβρωμένα κουφώματα των σπιτιών. Ο αέρας γέμισε σιωπή, απειλή, φόβο.
Οι μήνες περνούσαν, η παρέα άλλαξε. Αναπτύχθηκε σιγά- σιγά, μέσα στην ψυχή τους μια αγέρωχη, νεανική αίσθηση αδικίας. Μια έρπουσα κρυφή οργή έκανε τα μάτια τους να πετούνε σπίθες μίσους για τους ανθρώπους που από την μια στιγμή στην άλλη έφεραν τα πάνω κάτω στη χώρα τους. Τους έπνιγε η έξαλλη και ανήμπορη οργή των ανθρώπων που βλέπουν να τους αδικούν, να τους βιάζουν και δεν μπορούν να αντιδράσουν. Η Λέγκω το έβλεπε αυτό και το λεπίδι του φόβου της την προειδοποιούσε για τον κίνδυνο. Μια στρατιά καταχανάδων έκανε την εμφάνισή της μέσα της. Ο φόβος τύλιξε τα πλοκάμια του και ρουφούσε από όλες τις γωνιές του μυαλού της κάθε ενέργεια. «Τι σου συμβαίνει, παιδί μου;» Ρώτησε τον γιο της μια μέρα που τον ένιωθε σαν άγριο ταύρο. «Αχ, βρε μάνα, νιώθω πολύ θυμωμένος.» Η μάνα του τον κοίταξε και έκλεισε τα μάτια για ν’ αποφύγει τον τρόμο που ερχόταν, που τον ένιωθε, τον μύριζε. Έφτανε στα αυτιά της σαν ηχώ της κόλασης.
Ήξερε πως ανεπίσημα η αντίσταση άρχισε από τον λαό. Καθημερινά νέοι από όλη την Ελλάδα έμπαιναν στον αγώνα ενάντια στους Γερμανούς. Η φήμη γι’ αυτόν τον αγώνα έφτασε και στο χωριό τους και άρχισε να ταράζει τα φαινομενικά ήρεμα νερά των νέων του χωριού. Ένας- ένας άρχισαν να εγκαταλείπουν το μικρόκοσμό τους τις νύχτες και να ανεβαίνουν στα βουνά για να μπουν σε ομάδες κρούσης εναντίον των Γερμανών. Κάποιοι έμεναν πίσω για να βοηθήσουν στις γεωργικές εργασίες που θα τέλειωναν δύσκολα δίχως τα στιβαρά χέρια των νέων και βέβαια να βοηθήσουν εκ των έσω. Ο αέρας έμοιαζε να τρέμει αδιάλειπτα από κάτι απροσδιόριστο και αυτό το τρεμούλιασμα έσμιγε με την αναταραχή που κρυφά η φανερά είχε κυριεύσει όλους τους. Όλος ο τόπος έβραζε και αφουγκραζόταν. Στο χωριό έμεναν κυρίως Πόντιοι, τρεις οικογένειες βλάχων και τρεις οικογένειες με Σλαβική καταγωγή, που οι Πόντιοι τους είχαν βρει εκεί όταν πρωτοήρθαν στην περιοχή. Επίσης έμενε και μια γυναίκα, η Πηνελόπη, με τον γιο της τον Σπύρο, ένα χρόνο μεγαλύτερο από τον Τάσο. Η Πηνελόπη ήταν μια γυναίκα μικρόσωμη, ξερακιανή με εντυπωσιακά μεγάλα αυτιά, που κάλυπτε το πάνω μέρος τους με τα μαλλιά της, στερεώνοντας τα με τσιμπιδάκια πίσω απ’ αυτά. Τα μάτια της μικρά σαν τρύπες με δυο σμιχτά φρύδια, που το ένα ήταν σηκωμένο και έδιναν στο πρόσωπό της μία μόνιμη ειρωνική όψη. Οι φούστες που φορούσε ήταν όλες μακριές, με μια ποδιά πάγια δεμένη στην μέση της. Ο μικρός γιος της ήταν πιστό αντίγραφο δικό της. Αδύνατος, με τεράστια αυτιά, (αυτιάγκο τον φωνάζανε οι συνομήλικοι του,) και σηκωμένο το ένα του φρύδι, πιστό αντίγραφο της μάνας του. Οι δυο τους, κάποια στιγμή, εμφανίστηκαν απ’ το πουθενά στο σπίτι κάποιας ηλικιωμένης ντόπιας που ζούσε μόνη σε ένα σπίτι μεγάλο για τα δεδομένα του χωριού, που το κληρονόμησε απ’ τον άνδρα της, έναν απ’ τους παλιούς κατοίκους της περιοχής. Η γριά την παρουσίασε σαν ανιψιά της, κόρη της αδερφής της απ’ την Πελοπόννησο. Όλοι στο χωριό μάθανε πως είχε χάσει τον άνδρα της στο Αλβανικό και ήρθε, μαζί με το γιο της, στη θεία της για να μην την αφήσουν μόνη, μεγάλη γυναίκα. Ήταν πειστικοί με τις πληροφορίες που δώσανε για τον εαυτό τους και κανείς δεν μπήκε στον κόπο να κάνει ερωτήσεις, αφού κανείς δεν πολυενδιαφερόταν. Είχαν σοβαρότερα θέματα να τους απασχολούν. Κι έτσι, η Πηνελόπη και ο Σπύρος ξέμειναν στο χωριό.(Σπυράκο τον λέγανε οι κάτοικοι του χωριού, γιατί ήταν κολλημένος στο φουστάνι της μάνας του και όλο έκλαιγε. Το παρατσούκλι τον ακολούθησε κι όταν μεγάλωσε, γιατί δεν άλλαξε η συμπεριφορά του σε σχέση με την μάνα του). Με τα χρόνια κανείς δεν πίστεψε στο χωριό την ιστορία της Πηνελόπης, γιατί εντωμεταξύ η θεία της πέθανε και της άφησε το σπίτι που έμενε μαζί με τα χωράφια και κανείς, όλα εκείνα τα χρόνια, δεν εμφανίστηκε σαν συγγενής της γριάς ή της Πηνελόπης. Ούτε στην κηδεία ήρθε κανείς. Κι έτσι ένα μυστήριο περιέκλειε την ιστορία της Πηνελόπης, που στην αρχή και για λίγο απασχόλησε το χωριό, αλλά σύντομα σταμάτησαν να ασχολούνται. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια και πραγματικά τελείως τυχαία να μάθουν την ιστορία τους. Ήταν ένα καλοκαίρι, που όπως κάθε χρόνο, ήρθαν να κατασκηνώσουν οι φαντάροι στην άκρη του χωριού, μέσα στο δασίλιο. Ένας φαντάρος απ’ τα μέρη της την αναγνώρισε κι από στόμα σε στόμα έμαθε το χωριό για τον άνδρα που την άφησε έγκυο και την εγκατέλειψε. Ήταν ένας πλανόδιος που πουλούσε στην περιοχή τους, και συχνά στο χωριό της, πράγματα για το σπίτι. Από πιρούνια μέχρι σεντόνια. Μετά από κάποιους μήνες απ’ την εξαφάνιση του πλανόδιου, η Πηνελόπη, κατάλαβε την εγκυμοσύνη της, όταν πρόσεξε τους συγχωριανούς της να παρατηρούν περίεργα την κοιλιά της και το έσκασε απ’ το χωριό με τη βοήθεια της μάνας της. Το πώς κατέληξε στο χωριό δεν το μάθανε, ούτε μάθανε ποτέ, αν η γριά θεία της, γνώριζε για το νόθο
Η συμπεριφορά της απέναντι στους χωριανούς ήταν υπεροπτική και απαξιωτική παρ’ όλη την προσπάθεια που κάνανε εκείνοι να νιώθει δική τους. Είχε έναν μόνιμο θυμό πάνω της, που αντανακλούσε και στο στεγνό πρόσωπό της, που θαρρείς τον είχε χρόνια φυλαγμένο μέσα της και κατά καιρούς τον περνούσε απ’ τον τροχό της κακίας και τον ανανέωνε για να μην τον χάσει. Σε ένα χωριό που ανακατεύθηκαν τέσσερεις πολιτισμοί, διασταυρώθηκαν οι επιρροές τους, συγκρούστηκαν πολλές φορές, αλλά τελικά αγαπήθηκαν οι διαφορετικές αντιλήψεις και οι τρόποι ζωής, η Πηνελόπη δεν κατάφερε να αφομοιωθεί. Κι ο γιος της αργότερα, όταν πήγαινε στο σχολείο με τ’ άλλα παιδιά του χωριού, είχε πάντα ένα μόνιμο περιφρονητικό ύφος όταν τους κοίταζε, σαν να τους ξεπερνούσε στο μυαλό, στις γνώσεις κι έβλεπε τα ενδιαφέροντά τους σαν πράγματα κατώτερης ποιότητας. Μάνα και γιος κρατούσαν μια στάση ρατσιστική απέναντί τους και θεωρούσαν μόνο τον εαυτό τους Έλληνες. Τους μετανάστες τους θεωρούσαν Τούρκους και τους άλλους Βούλγαρους. Μόνο με τους βλάχους είχαν κάποιες παρτίδες κι αυτό μόνο σε ότι είχε σχέση με τα χωράφια και τα ζώα. Είχαν το μεγαλύτερο κλήρο απ’ όλους τους υπόλοιπους, κληρονομιά της μακαρίτισσας. Εκείνα τα χωράφια τα νοίκιαζαν στους βλάχους και παίρνανε χρήματα, αλεύρι, γάλα και το τυρί τους. «Οι αριστοκράτες» τους λέγανε οι χωριανοί, γιατί ήταν οι μόνοι που δεν δούλευαν τα χωράφια τους. Εκείνοι κορόιδευαν την γλώσσα τους και ούτε λόγος βέβαια για επαφή μαζί τους. Ο Σπυράκος δεν έκανε παρέα ποτέ με τα παιδιά του χωριού, γιατί η μάνα του τον απέτρεπε να συναναστρέφεται με «αμόρφωτους αλήτες».Το βλέμμα μάνας και γιου ήταν γεμάτο πανουργία. Δεν εμπιστεύονταν κανένα ταμπουρωμένοι σε μια μόνιμη καχυποψία. Κλεισμένοι στον εαυτό τους, μίζεροι, θρησκόληπτοι, με μια αλλοπρόσαλλη σκληρότητα. Ο Σπυράκος μεγαλώνοντας ξεχείλιζε από μια διανοητική έπαρση, λόγω της προφοράς του, που την θεωρούσε πιο Ελληνική από εκείνη των Ποντίων. Ντυμένος πάντα καλά, σε σχέση με τα υπόλοιπα χωριατόπαιδα, κοιτούσε με περιφρόνηση τα παλιά, μπαλωμένα ρούχα τους και τις στρεβλωμένες απ’ τα πολλά πατήματα σόλες των παπουτσιών τους. Η Λέγκω πολλές φορές προσπάθησε να τους προσεγγίσει, γιατί νόμιζε πως αυτό που τους χρειάζονταν ήταν οι φίλοι. Η προσπάθεια είχε αποβεί μάταιη. Η Πηνελόπη έκλεινε τις πόρτες για κάθε μορφή επικοινωνίας, κι έτσι και εκείνη σταμάτησε.
Ήταν ένα πρωί του Σεπτέμβρη, όταν η Σπυριδούλα άκουσε τις φωνές της Λέγκως. Βγήκε από το σπίτι και μπήκε στον μικρό κήπο που έζωνε γύρω- γύρω όλο το σπίτι και πάσχισε να διακρίνει πίσω απ’ τις κουρτίνες του παραθύρου τους, προσπαθώντας να αρπάξει ένα κομμάτι απ’ το οικογενειακό καυγά που εξελισσόταν στο εσωτερικό του σπιτιού. Αφού κατέβαλε απεγνωσμένες προσπάθειες και δεν κατάφερε να βγάλει νόημα από τα ουρλιαχτά μπήκε μέσα με το θάρρος που της έδινε η διπλή ιδιότητά της, της Νονάς και της φίλης. Ο Τάσος καθόταν στην καρέκλα και είχε σκυμμένο το κεφάλι στο τραπέζι. Το χέρι του έτριβε με μανία το δεξί αυτί του. Η Λέγκω μπροστά του, με το μάτια γεμάτα άγριες αποχρώσεις να πετούνε σπίθες οργής καταπάνω του. Η Σπυριδούλα πήγε κοντά της και την έπιασε απ’ τους ώμους. Πρώτη φορά την έβλεπε έτσι. «Τι έγινε, Λέγκω, τι πάθατε;» Γύρισε και την κοίταξε. «Έλα να μάθεις τα μαντάτα μας, Σπυριδούλα». Την έπιασε απ’ το χέρι και την τράβηξε θυμωμένα προς τον γιο της, που σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε με ένα βλέμμα που ζητούσε βοήθεια. « Άκου τι λέει», ωρυόταν η Λέγκω, «Άκου τι λέει. Θα κάνει, λέει, αντίσταση! Ποιος μωρέ, εσύ; Τι θαρρείς πως είσαι, ε; η τελευταία τρύπα του ζουρνά. Θα σε λιώσουν, βρε, θα σε τσαλαπατήσουν!» Τα χέρια της χειρονομούσαν άγρια στον αέρα. Σαν καταρράκτης χύνονταν οι λέξεις απ’ το στόμα της και έπιαναν φωτιά. Η Σπυριδούλα προσπάθησε να την ηρεμήσει. «Κάτσε να μιλήσουμε, να μου εξηγήσεις, έτσι που φωνάζεις δεν καταλαβαίνω τίποτα» της είπε. «Τρελή είσαι κι εσύ;» την άρπαξε απ’ τα μούτρα. «Δεν καταλαβαίνεις; Ο κανακάρης μου θέλει ν’ ανέβει το βράδυ στο βουνό. Θα κάνει λέει αντίσταση, ακούς; Αντίσταση.» Γύρισε και την κοίταξε παρακλητικά. «Πες του, βρε, Σπυριδούλα, τι είναι ο πόλεμος»! Ο Τάσος προσπαθούσε να αρθρώσει κουβέντα μα εκείνη δεν του έδινε χώρο. Τα μάτια της άγρια, διεισδυτικά τα ένιωθε να τον χαρακώνουν σαν κοφτερό μαχαίρι.«Μάνα, σταμάτα!» φώναζε ο Τάσος. «Δεν καταλαβαίνεις πως το καθήκον μου είναι να είμαι δίπλα στους φίλους μου που έχουν τόσους μήνες φευγάτοι. Αν δεν βγούμε όλοι στους δρόμους οι Γερμανοί δεν πρόκειται να φύγουν ποτέ.» Τα μάτια του ήταν γεμάτα από ένα νεανικό, ασυγκράτητο πάθος, που φούσκωνε μέσα του, μπήκε στο αίμα του, κυκλοφορούσε ήδη στις αρτηρίες του. «Πουθενά δεν θα πας, ακούς;» ούρλιαζε η Λέγκω, σαν να μην την άγγιξαν τα λόγια του. «Εδώ θα κάτσεις. Η θέση σου είναι εδώ στο σπίτι σου, στα χωράφια μας. Αυτοί που πάνε έχουν άλλους πίσω τους. Ακούς; Εσύ ποιον θα αφήσεις; Εμένα; Ξέγραψε με εμένα. Αν φύγεις, θα πεθάνω!» Έπεσε αποκαμωμένη δίπλα του. Τα χέρια της απλώθηκαν και μάζεψαν τα δικά του. Η φωνή της μαλάκωσε, κουρασμένη. Τα μάτια της έψαξαν τα δικά του παρακλητικά. «Μην φύγεις, Τάσο, ο πόλεμος δεν είναι παιχνίδι, γιε μου. Θα σκοτωθείς, μόνο εσένα έχω. Ας πάνε οι άλλοι. Εσύ μείνε στο σπίτι μας, σε χρειάζεται, σε χρειάζομαι!» Τα λόγια είναι περιττά όταν η ψυχή δεν θέλει να ακούσει. Κι η ψυχή του Τάσου κάλπαζε ήδη με καβαλάρη το νεανικό του πάθος. Κοίταξε τη νονά του. «Μίλα και συ νονά, εμένα δεν με ακούει. Ντρέπομαι, καταλαβαίνετε; Ντρέπομαι να κάθομαι να φυλάω τη μάνα μου, ενώ όλα τα παιδιά της ηλικίας μου κάτι κάνουν, κάτι προσφέρουν αυτή τη στιγμή. Ακόμα και τα κορίτσια έφυγαν.» Αγκάλιασε την μάνα του απ’ τους ώμους. « Θα πάω, μάνα» της είπε αποφασιστικά. « Δεν βλέπεις πως δεν έχω άλλη επιλογή; Σου αρέσει να κάθομαι δίπλα σου και να παριστάνω πως δεν ξέρω τι συμβαίνει γύρω μου;» Της έπιασε τα χέρια που ήταν κρεμασμένα μπροστά του, άψυχα, παρατημένα, σαν να σταμάτησε το αίμα στις φλέβες τους. « Και εσύ και εγώ θα ντρεπόμαστε αργότερα και ας μην το παραδέχεσαι τώρα. Θα ντρέπεσαι όταν θα σε ρωτάνε τι έκανε ο γιος σου την ώρα που το σπίτι σου έπαιρνε φωτιά, την ώρα που η χώρα σου κινδύνευε. Τι θα λες; Καθόταν και με φύλαγε;» Η Λέγκω δεν μιλούσε. Η Σπυριδούλα πήγε κοντά της. « Έχει δίκαιο, όλοι οι νέοι πολεμούν» της είπε. « Και όλοι σκοτώνονται» μούγκρισε εκείνη, και κούνησε το κεφάλι της. Η ψυχή της αιωρούνταν εξουδετερωμένη. Ο Τάσος ένιωσε την ανάγκη να αστειευτεί. « Ο θάνατος δεν θα τολμήσει να ξαναπεράσει το κατωθύρι μας» της είπε, «η νίκη θα είναι δική μας», κι η Λέγκω ξανακούνησε το κεφάλι της. Το ίδιο βράδυ ο Τάσος έφυγε από το σπίτι του και μαζί του έφυγαν η Ελένη κι η Τασούλα. Εκείνες δεν είχαν το κουράγιο να το πουν στις μάνες τους. Έφυγαν κρυφά.
Συνεχίζεται……..