Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2008

Συνέχεια Νο 16

Λένε, (θα το έχεις ακούσει κι εσύ), πριν χρόνια, η Κική του Μαστροκώστα, μετέπειτα μαμή του χωριού, που ήταν έγκυος στον όγδοο μήνα , πήγαινε στο χωράφι με τον άνδρα της, είχε αναποδογυρίσει το κάρο τους και βρέθηκε ξαφνικά κάτω απ’ αυτό και ήταν αδύνατο μόνος, ο Μαστροκώστας, να το επαναφέρει στην αρχική του θέση χωρίς να τη χτυπήσει, γι’ αυτό έτρεξε να ζητήσει βοήθεια από το χωριό, αφού ξέζεψε πρώτα τα βόδια και τα έδεσε σ’ ένα δέντρο, ενώ εκείνη ούρλιαζε από τους απανωτούς πόνους που έρχονταν ο ένας δίπλα στον άλλον, κι όσο περνούσε η ώρα κι ο άνδρας της δε φαινόταν, οι πόνοι κόλλησαν μεταξύ τους και δεν άφηναν περιθώριο αναμεταξύ τους για να πάρει η γυναίκα ανάσα κι έτσι όταν ένιωσε το μωρό να σπρώχνει με μανία από κάτω της, βολεύτηκε στριμωχτά, στο πιο άνετο σημείο κάτω από το κάρο με γυρτό το κεφάλι της προς τα δεξιά, με την κοιλιά της καρότσας ν’ ακουμπάει σχεδόν το πάνω μέρος του κεφαλιού της, κι έτσι, ουρλιάζοντας, με γερμένο το κεφάλι προς τα δεξιά και με μάτια θολά από τα δάκρια οδύνης, η Κική, αντίκρισε μέσα στα σκέλια της το πάνω μέρος της κεφαλής της κόρης της και προσπάθησε να το πιάσει, αλλά εκείνο δεν είχε βγει αρκετά. Προσπάθησε να διορθώσει τη στάση της και να κάτσει ανακούρκουδα, αλλά δεν χωρούσε, ούτε με το κεφάλι γυρτό προς τα δεξιά. Κι έτσι ξανάκατσε όπως και πριν, λίγο γυρτά το κορμί προς τα πίσω-αυτό μπορούσε να το κάνει-,και εξακολουθώντας να ουρλιάζει, ξετρελαμένη από τους πόνους, σφίχτηκε τόσο πολύ, που ένιωσε το κεφάλι του παιδιού της να σχίζει το κορμί της από κάτω , «έσπασε η μήτρα μου», σκέφτηκε ουρλιάζοντας και έπιασε επιτέλους το κεφάλι, που είχε ακουμπήσει στο ξερό χώμα από κάτω της. Το έπιασε με τα δυο της χέρια και με γερμένο το κεφάλι της προς τα δεξιά και προς τα πίσω, ένιωσε το υπόλοιπο σώμα του να γλιστράει από μέσα της και να ημερεύει ο πόνος. Το κοίταξε μέσα απ’ τη θολούρα των ματιών της, μαύρο από το ζόρι, ματωμένο γεμάτο βλέννες, το έπιασε και το ακούμπησε στο χώμα από κάτω της. Ποιο ήρεμη τότε, προσπάθησε να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει. Ο λώρος την είχε δεμένη με το παιδί. Το πρώτο της παιδί ήταν. Η Κική προσπάθησε να σκεφτεί τη γέννα της αγελάδας τους. Η μάνα της δεν την άφησε να μπει τότε στο μαντρί, ήταν γύρω στα έντεκα και περίεργη για όλη τη διαδικασία, την παρακολούθησε απ’ το βρώμικο παράθυρο του μαντριού. Είδε τον πατέρα της να χώνει τα δάχτυλά του κάθε τόσο στο πίσω μέρος του ζώου, από εκεί που έβγαζε τα κόπρανά του – ή έτσι νόμισε,-σηκώνοντας την ουρά της αγελάδας, να τη χαϊδεύει τρυφερά κι ύστερα είδε και τους δυο τους να χώνουν τα χέρια τους πίσω της πάλι, και να προσπαθούν ν’ ανοίξουν την τρύπα σιγά-σιγά. Είναι αλήθεια πως ένιωσε σιχασιά για όλα εκείνα. Ήταν όμως πολύ περίεργη να τα δει και να τα μεταφέρει και στις φιλενάδες της. Θυμάται πως άργησε πολύ να γεννήσει η αγελάδα, δυο φορές σταμάτησε την παρακολούθηση για να πάει να κατουρήσει στο αποχωρητήριο που ήταν στην άκρη του οικοπέδου τους, μία για να μπει στο σπίτι να πιει νερό και την τέταρτη, έτσι, γιατί κουράστηκε να περιμένει και να μη γίνεται τίποτα. Το μοσχαράκι, όταν επιτέλους βγήκε, δεν κατάφερε να το δει η Κική, γιατί η μάνα της στεκόταν μπροστά στο παράθυρο και της έκρυβε τη θέα και δεν μπορούσε να βλέπει τις σκηνές που εξελίσσονταν. Εκείνο που είδε ήταν το κόψιμο του λώρου-τότε δεν ήξερε τι ήταν εκείνο το πράγμα, που ήταν σαν τα έντερα από τα πρόβατά τους, που η μάνα της τα μαγείρευε. Ο πατέρα της τον έκοψε και τον έκανε κόμπο. Το ίδιο έντερο είχε το παιδί της δεμένο πάνω της. Τι να έκανε δεν ήξερε και το κεφάλι της είχε κουραστεί με εκείνη τη στάση. Αποφάσισε να μην κάνει τίποτα. Δεν ήταν σίγουρη αν η γυναίκα είναι σαν την αγελάδα. Μάζεψε το μωρό της από τα χώματα το τοποθέτησε μπρούμυτα πάνω στα πόδια της και βάλθηκε να το καθαρίζει με το φουστάνι της. Το μωρό έβγαλε μια κραυγούλα. Ο Μαστροκώστας με τους δυο άνδρες που έφερε για βοήθεια, τους βρήκαν και τους δυο στριμωγμένους κάτω από το κάρο, το μωρό να κοιμάται πάνω στην άδεια κοιλιά της Κικής, σκεπασμένο με την άκρη της φούστας της κι εκείνη να παρατηρεί με προσοχή τις καλοπλανισμένες σανίδες στο κάτω μέρος του κάρου, νοτισμένες απ’ την υγρασία, με μεγάλες μουντζούρες σαν μούντζες, από λάσπη. Από τότε, η Κική, έγινε η μαμή του χωριού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: