Πέμπτη 31 Ιουλίου 2008

Πηνελόπη-Σπυρος Συνέχεια Νο 11

ΠΗΝΕΛΟΠΗ - ΣΠΥΡΟΣ




Ο Σπυρέτος καθόταν πάνω στο κρεβάτι του. Η λάμπα έφεγγε το δωμάτιο. Η μάνα του ήταν ξαπλωμένη στο απέναντι κρεβάτι. Τα μαλλιά της λυτά, τα μάτια της δυο μαύρες τρύπες, το στόμα της πανιασμένο και κάτασπρο σαν το σεντόνι. Κανένας δεν μιλούσε. Κι δυο βυθισμένοι στις σκέψεις και στους φόβους τους, αφουγκράζονταν τη νύχτα. Εκείνος αλλόφρων κοίταζε το κλειστό παράθυρο ενώ σκηνές αποσπασματικές στριφογύριζαν χαοτικά στο μυαλό του. Το πρόσωπο της Νίκης κυριαρχούσε μέσα του.
. Στηρίχτηκε στο κεφαλάρι του κρεβατιού προσπαθώντας να καθησυχάσει τον ταραγμένο του νου και το θυμό του που έμενε από τότε κουλουριασμένος μέσα του. «Τι σκέφτεσαι;» άκουσε την φωνή της μάνας του. «Εκείνη φταίει», είπε και ξαφνικά ακούστηκε η πρώτη πέτρα στο παράθυρο. Τα τζάμια που έσπασαν έκαναν ένα ανατριχιαστικό θόρυβο πέφτοντας πάνω στο δάπεδο του δωματίου. Μάνα και γιος τινάχτηκαν τρομαγμένοι. Μετά ακούστηκε το σπάσιμο των τζαμιών στο δεύτερο παράθυρο κι η πέτρα πέρασε από πάνω τους και προσγειώθηκε στο κρεβάτι. Τινάχτηκαν κι οι δυο και έπεσαν κάτω, ο ένας απ’ την μία μεριά του κρεβατιού κι η άλλη απ’ την άλλη. Οι πέτρες έμπαιναν πια ελεύθερα στο δωμάτιο απ’ τα ανοίγματα των παραθύρων μεγαλώνοντας, σε κάθε εμφάνισή τους, τις τρύπες, που μες το σκοτάδι έμοιαζαν με ανοιχτά στόματα. «Φοβάμαι, μάνα» ψιθύρισε. Η φωνή του χάθηκε κάπου πίσω απ’ τα πανικόβλητα μάτια του. Η μάνα του πετάχτηκε απ’ το χωμάτινο δάπεδο.«Μην είσαι βλάκας»,του ψιθύρισε απότομα,«κανείς δεν σε είδε». Εκείνος την κοίταζε τρομαγμένος. «Αν δεν με είδαν γιατί μας ρίχνουν πέτρες;» Ένας τρελός φόβος τρύπωσε μέσα του.«Πρέπει να βεβαιωθώ»,σκέφτηκε και σηκώθηκε.«Που πας;»φώναξε η Πηνελόπη και έφραξε την πόρτα με το σώμα της.«Θέλω να δω τι γίνεται»,της απάντησε και εκείνη τον έσπρωξε απ’ την πόρτα. «Κάτσε στ’ αυγά σου. Όπου να ‘ναι θα έρθουν οι Γερμανοί». Για μια στιγμή, ένιωσε σιγουριά με τη σκέψη του Χάιντριχ, όρμισε στην πόρτα και την άνοιξε έτοιμος να φοβερίσει τους συγχωριανούς του με την παρουσία των Γερμανών. Η Πηνελόπη δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Οι άνδρες, κρατώντας στα χέρια τους ξύλα και πέτρες πήγαν καταπάνω του. Πανικοβλήθηκε βλέποντας το μίσος στα πρόσωπά τους. «Με είδαν;»σκέφτηκε κι ο τρελός φόβος που τον κυρίεψε πάλι τον ανάγκασε να κρυφτεί πίσω απ’ την Πηνελόπη.«Πρέπει να φύγω»,της ψιθύρισε. «Πίσω όλοι! Δεν το έκανα εγώ. Του το ‘λεγα θα φάει το κεφάλι του!», ούρλιασε προς τους άνδρες που φτάσανε στο κατωθύρι τους, ενώ πισωπατούσε ολοένα, κρατώντας τη μάνα του μπροστά του. Ξαφνικά άρπαξε μια καρέκλα και τη σήκωσε απειλητικά μπροστά τους. «Μην τολμήσει κανείς να κουνηθεί», φώναξε με τα μάτια του στυλωμένα αδιάκοπα σε πρόσωπα που έμοιαζαν με μάσκες. Ξαφνικά, κι ενώ δεν το περίμενε κανείς, πέταξε την καρέκλα κατά πάνω τους και χίμηξε έξω στο φορτωμένο κραυγές και κατάρες φεγγαρόφωτο. Οι φωνές, οι κατάρες και τα τρεχαλητά πίσω του τον ακολουθούσαν μέχρι την κοινότητα, όπου μπήκε μέσα πανικόβλητος. Ένιωσε την αυτοπεποίθησή του να επιστρέφει. Ποιος θα τολμούσε να τον πειράξει όσο υπήρχαν οι Γερμανοί; «Γλίτωσα μα αύριο κιόλας πρέπει να φύγω», σκέφτηκε.
Πράγματι, πριν ξημερώσει η μέρα της κηδείας του Τάσου, ο Σπυρέτος το έσκασε απ’ το χωριό φορτωμένος μ’ ένα μικρό μπογαλάκι τα πράγματα του. «Μόλις ησυχάσουν τα πράγματα θα σου μηνύσω να έρθεις,»του είπε η μάνα του.
Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία του Τάσου. Τέσσερα παλικάρια σήκωσαν το φέρετρο στους ώμους τους. Αγριεμένοι όλοι οι κάτοικοι του χωριού τον συνόδεψαν στον τάφο. Μοιρολόγια και κατάρες γέμισε ο αέρας του χωριού. Η Λέγκω έσερνε το τεράστιο κορμί της πίσω απ’ το φέρετρο. Δυο γυναίκες απ’ τ’ αριστερά και απ’ τα δεξιά την συγκρατούσαν να μην πέσει. Μια μαύρη μαντίλα σκέπαζε όλο της το πρόσωπο, αφήνοντας μια σχισμή ανοιχτή κοντά στα μάτια. Κάθε τόσο τα σήκωνε και κοίταζε μπροστά της το φέρετρο που κουβαλούσε το γιο της.«Δεν είναι ο Τάσος μου»,σπάραζε μέσα της, μα η άγρια φωνή που έβγαινε ορμητική απ’ τα σπλάχνα της και ανατρίχιαζε τους γύρο της, την βεβαίωνε για το αντίθετο. Και γέμιζε πάλι απ’ τα μοιρολόγια της ο αέρας, «τζιέρι’μ, τζιέρι’μ, (ψυχή μου, ψυχή μου),»και θαρρούσες πως καλούσε την ίδια της την ψυχή που είχε ξεκολλήσει από μέσα της και χώθηκε μέσα στο φέρετρο. Η εκκλησία του χωριού που συγκέντρωνε ελάχιστους πιστούς στις λειτουργίες, κείνη την μέρα φάνηκε πολύ μικρή για να χωρέσει τους φίλους του Τάσου. Οι μισοί περίμεναν απ’ έξω και στο τέλος μπήκαν να δώσουν το τελευταίο φιλί στο γιο της.
Οι μέρες περνούσαν κι η Λέγκω έμενε κλεισμένη στο σπίτι της. Σπαραγμός και μίσος πάλευαν μέσα της. Πότε κυριαρχούσε το ένα, πότε το άλλο. Μέσα απ’ τα κλειστά παραθυρόφυλλα ένιωθε τα σπίτια, τους δρόμους, τους ανθρώπους να την πνίγουν. Έβγαινε τότε στον κήπο ψάχνοντας τα σημεία που κράταγαν ακόμα το πόδι του, έψαχνε μες τον αέρα το περαστικό σχήμα του, το πρόσωπό του, τον ήχο της φωνής του. Περπατούσε τα στρωμένα με την τσουγκράνα περάσματα του λαχανόκηπου και ανίχνευε την πατημασιά του πλάι-πλάι με τη δική της, άγγιζε τα φύλλα που κράταγαν το αόρατο αποτύπωμα των δακτύλων του κι ύστερα έμπαινε πάλι μέσα στο σπίτι με τα κλειστά παραθυρόφυλλα για να ουρλιάξει.
Άλλαξε κι ο αέρας του χωριού, βάραινε, τα πρόσωπα αγρίεψαν. Το συνηθισμένο γαλάζιο χρώμα του ουρανού, θαρρείς, είχε γίνει πιο βαθύ, πιο σκληρό και το φως που ξεπρόβαλε είχε κάτι το νοσηρό, το αγωνιώδες. Το ένιωθε κι η Πηνελόπη. Είχε μέρες να βγει απ’ το σπίτι της. Απ’ την ημέρα εκείνη που έφυγε ο γιος της έμενε μόνη της. Ο φόβος μέσα της δεν την άφηνε να ξεμυτίσει. Κάποτε όμως έπρεπε να βγει. Ήταν και η βρύση έξω μακριά απ’ το σπίτι, οι στάμνες είχαν αδειάσει, έπρεπε να τις γεμίσει. Μια φορά, από το σπασμένο παράθυρο φώναξε ένα παιδί που έμενε δίπλα της και του ζήτησε να γεμίσει τη μια τη στάμνα, αλλά και κείνο το «μπάσταρδο» της απάντησε να πάει να τη γεμίσει μόνη της. Ποιόν να στείλει. «Σάμπως έχω κανέναν;» σκεφτόταν,«έναν γιο και κείνον θέλουν να μου τον φάνε, κακόχρονο να ‘χουνε». Κι έτσι το πήρε απόφαση, θα πήγαινε στη βρύση.«Άλλωστε πέρασαν πενήντα μέρες, θα ξεθύμανε το πράμα», σκέφτηκε και σήκωσε τις βαριές στάμνες στα χέρια της. Κανένα δεν συνάντησε στο δρόμο μέχρι την πλατεία. Ο φόβος καταλάγιασε μέσα της. Εκεί όμως στο καφενείο και μπροστά στο καμένο κτήριο της κοινότητας, κάποιοι την είδαν. Βλέποντάς τους να έρχονται κατά πάνω της, ένιωσε το φόβο πάλι να της τρυπάει τα στήθια. Τάχυνε το βήμα, εκείνοι όμως πιο γρήγοροι την έφτασαν. Αισθάνθηκε να την φτύνουν, γύρισε απότομα έτοιμη να ρίξει τη στάμνα πάνω τους, μα είδε τρία ζευγάρια άγρια μάτια κολλημένα πάνω της και δεν το τόλμησε. Αποφάσισε να φύγει δίχως να μιλήσει, δεν ήταν καιρός για παλικαριές. Κανείς Γερμανός δε φαινόταν στο δρόμο. Τάχυνε περισσότερο το βήμα της και σχεδόν τρέχοντας έφτασε στη βρύση.