Τρίτη 17 Ιουνίου 2008

Συνέχεια Νο 10

Έτσι η παρέα μπήκε στην αντίσταση. Οι τρεις μάνες άλλαξαν από εκείνη τη νύχτα. Ο φόβος εισέβαλε στα φυλλοκάρδια τους χωρίς να του δώσουν την άδεια. Κάθε θόρυβος που ακουγόταν τις νύχτες τους κουρέλιαζε τα νεύρα. Το κρυφτούλι των παιδιών τους με το θάνατο άφηνε τα βαθιά του ίχνη μέσα στην ψυχή και στο κορμί τους. Για την Λέγκω ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα γιατί ο Τάσος ήταν ο άνδρας της, ο γιος της, το κορίτσι της, ο φίλος της, η πίστη της στη ζωή, ο λόγος ύπαρξης της. Όλα, τα πάντα. Οι δυο ζαρωματιές πλάι στο στόμα της έγιναν βαθιές σαν κάποιος να τις χάραξε με το μαχαίρι. Το κορμί της το θέριζε μια παγωμένη ανατριχίλα τις νύχτες, που καθόταν στο σκοτάδι της αυλής και αφουγκραζόταν τον κάθε θόρυβο. Ηρεμούσε μόνο όταν ο γιος της εμφανιζόταν μέσα στο σκοτάδι κάποιες νύχτες μπροστά της. Αγκάλιαζε το κορμί της, που ο φόβος θαρρείς το κόνταινε, το μίκραινε. «Είδες;» της ψιθύριζε. «Δεν σου είπα πως ο θάνατος φοβάται να με ζυγώσει;» και της ζητούσε κάτι να φάει και έφευγε πάλι σαν τον κλέφτη μέσα στη νύχτα. «Σε παρακαλώ να προσέχεις. Θα πεθάνω αν χάσω κι εσένα,» του ψιθύριζε κάθε φορά εκείνη και μέσα σε εκείνες τις λέξεις στρίμωχνε όλη την αγωνία της για τη ζωή του. «Μη στεναχωριέσαι, μάννα, δεν είμαι μονάχος» της χαμογελούσε, «η νίκη είναι δική μας». Η αγαπημένη του έκφραση.
Ο Τάσος δεν φοβόταν, όπως όλη η παρέα του, που καθώς περνούσαν οι μέρες μεγάλωνε, γιατί σχεδόν, κάθε πρωινό μαθαίνανε και για κάποιο παιδί συνομήλικο τους που ανέβηκε στο βουνό. « Έφυγε κι ο Ηλίας του Χρήστου, η Ζωή και ο Αλέξης», της είπε ένα πρωινό η Αναστασία. Και τα τρία παιδιά ήταν φίλοι των δικών τους παιδιών. Ο ένας τραβούσε τον άλλον. Παιδιά που κατανάλωναν τη ζωή τους εκείνη την εποχή στο κρυφτούλι με το θάνατο. Κονταροχτυπιόνταν με τη μοίρα τους, δίχως να σκεφτούν πως μπορεί να ‘ναι η τελευταία μάχη της ζωής τους. Τα νέα του Τάσου έφταναν στο χωριό απ’ τους συντρόφους του που κατέβαιναν, όπως και εκείνος τις νύχτες κρυφά στα σπίτια τους. Τα νέα αυτά τα μοιράζονταν όλο το χωριό, που εκείνη την εποχή ήταν σαν μια γροθιά ενωμένοι. Μέσα σ’ αυτήν την γροθιά δεν χωρούσαν μόνο δυο άνθρωποι. Η Πηνελόπη και ο Σπυράκος. Ήταν οι μόνοι που μπαινοβγαίνανε στην κοινότητα, που την είχαν επιτάξει οι Γερμανοί . Στο σπίτι τους έμενε και ένας αξιωματικός των Ες Ες, ο Χάιντριχ, που μιλούσε Ελληνικά. Η Πηνελόπη τον έπλενε, του σιδέρωνε τα ρούχα, του μαγείρευε και γενικά έκανε ότι περνούσε απ’ το χέρι της για να τον ευχαριστήσει. «Από τέτοιους ανθρώπους μόνο κέρδος έχεις», έλεγε στην Μαρία, την γυναίκα του Γεράσιμου που συνόρευαν οι αυλές τους, όταν εκείνη τη ρωτούσε τι δουλειά έχει ο Σπυράκος με τον Γερμανό. Τους βλέπανε καθημερινά να τριγυρνούνε στο χωριό μαζί. Κάθονταν μαζί στον κήπο τους και του μάθαινε τάβλι. «Είναι πολύ έξυπνος,» έλεγε με περηφάνια στο καφενείο όταν έπιναν μαζί και οι χωρικοί έκαναν προσπάθεια να μην δείξουν την αντιπάθειά τους. «Σε λίγες μέρες έμαθε τάβλι». Τότε ήταν που μετατράπηκε η αδιαφορία των χωριανών του, που χρόνια ένιωθαν για μάνα και γιο, σε φόβο και μίσος.
Τα νέα για τα κατορθώματα του Τάσου και της παρέας του έφταναν και στα δικά τους αυτιά και βέβαια τα μετέφεραν και στον καινούριο φίλο τους, γιατί ο αξιωματικός έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τον Τάσο και για κάθε παλικάρι που εξαφανιζόταν μέσα σε μια νύχτα. Ένιωθαν υποχρεωμένοι λοιπόν να τον βοηθήσουν γιατί κι εκείνος τους βοηθούσε. Τίποτα δεν τους έλειψε απ’ τη στιγμή που ο Γερμανός μπήκε στο σπίτι τους. Ένα πράγμα ήξερε ο Σπυράκος, αν δεν τους πείραζες, δεν σε πείραζαν. Καθόλου δεν καταλάβαινε αυτούς που έπαιρναν τα βουνά. «Ηλίθιους», τους χαρακτήριζε. Για εκείνον οι Γερμανοί σαν κύριοι μπήκαν στην Ελλάδα χωρίς να πειράξουν κανέναν. «Και αν κάποιοι σκοτώθηκαν το ζητούσε ο οργανισμός τους. Σε ποιον κάνεις αντίσταση, βρε; Πού πας ξυπόλητος στ’ αγκάθια;» έλεγε όλο θυμό η Πηνελόπη στην Μαρία.«Τι έχουν; Τα τανκς, το στρατό; Τίποτα. Κάτσε λοιπόν στ’ αυγά σου», συμπλήρωνε κι ο Σπυράκος. « Κι ο Τάσος, της Λέγκως. Ποιος τον πείραξε, μου λες; Οι Γερμανοί; Σημασία δεν του δώσανε ποτέ. Σηκώθηκε και πήρε τα βουνά. Παράτησε τη μάνα του μόνη να τα βγάζει πέρα με τα χωράφια. Γιατί βρε ηλίθιε; Εγώ δηλαδή που έμεινα στο χωριό τι είμαι, βλάκας;»
Τα μετέφερε όλα αυτά η Μαρία, στην Σπυριδούλα. «Πες τους να προσέχουν, τους φοβάμαι,» της έλεγε και εκείνη προειδοποιούσε την κουμπάρα της. «Οι άνθρωποι αυτοί είναι χωρίς ψυχή και μπορεί να γίνουν αμείλικτοι όταν νιώσουν ότι χάνουν ή όταν δεν παίρνουν αυτό που χρειάζονται». «Τι μπορεί να χάνουν απ’ τον αγώνα των παιδιών μας;», απορούσε η Λέγκω. « Τα παιδιά μας κάνουν αυτό που εκείνοι ποτέ δεν θα τολμήσουν να κάνουν. Αυτά, βλέπεις, προσπαθούν να υπερασπίσουν τα όνειρα τους κι εκείνοι προσπαθούν να κρυφτούν απ’ τους εφιάλτες τους», ήταν η εξήγηση της Σπυριδούλας.
Οι πληροφορίες που προσπαθούσε ο Σπυράκος να μαζέψει για την παρέα των παιδιών αργούσαν να έρθουν, γιατί οι χωριανοί δεν μιλούσαν μπροστά του. Επειγόταν να δώσει κάτι χειροπιαστό στον φίλο του. Με κάποιο τρόπο έπρεπε να τους δείξει πως είναι μαζί τους ουσιαστικά. Η εμπιστοσύνη κερδίζεται, δεν χαρίζεται. Βαθειά μέσα του ήξερε πως ο Τάσος ήταν αυτός που ήθελε να παραδώσει στους Γερμανούς. Η σκηνή με το παγωμένο πρόσωπο της Νίκης που τον κάρφωνε, κυριαρχούσε μέσα του.
«Τι είναι αυτά που λες, Σπύρο;» Τί της είχε πει; Ότι την ξεχώριζε απ’ όλες τις κοπέλες του χωριού και θα ήθελε να είναι μαζί. Ο τοίχος που είχε υψώσει ανάμεσά τους εκείνη τη στιγμή, η Νίκη, δε θα μπορούσε να τον σηκώσει μόνη της. Κάτι υπήρχε πίσω απ’ αυτό ή κάποιος, ίσως. Η ματαιοδοξία του και προπάντων η αυτοπεποίθησή του που έφτανε ως το ναρκισσισμό, δεν του άφηναν χώρο να σκεφτεί μία άρνηση από μέρους της. «Δεν σε είδα έτσι ποτέ και ούτε έχω σκοπό να σε δω στο μέλλον», του είπε. Αν του έριχνε χαστούκι θα ένιωθε λιγότερη ντροπή. Είχε συνηθίσει να αυτοθαυμάζεται και έτρεφε μεγάλη εκτίμηση προς τη νοημοσύνη του. Η απροσδόκητη άρνηση της τον χτύπησε σαν κεραυνός. Ήταν σαν ράπισμα, σαν να του ξέσκισε το προστατευτικό περίβλημα της σιγουριάς του. Αυτός την είχε κάνει κιόλας κτήμα του στις σκέψεις του. Εκείνο το βράδυ ήθελε να τη σκοτώσει. Θεώρησε μεγάλη αχαριστία από μέρους της την άρνησή να δει την τύχη που την προσφερόταν και βέβαια, την αδυναμία της να τον δει όπως έβλεπε εκείνος τον εαυτό του. Αυτό συνέβη πριν δύο μήνες. Περίμενε να περάσουν δυο μέρες από εκείνη την κουβέντα μεταξύ τους, να κατακάτσει ο θυμός του, πριν πάει να τη βρει και να λογαριαστεί μαζί της. Μέσα του βασίλευε η ελπίδα ότι κάτι μπορεί να άλλαξε, ίσως μπορεί να το σκέφτηκε ώριμα. Περίμενε πρώτα να καλύψει η νύχτα όλες τις σκιές στο δρόμο και ξεκίνησε για το σπίτι της, που ήταν στην άκρη του χωριού, πρώτο όταν έμπαινες ερχόμενος από το Κιλκίς. Ο αέρας ήταν φορτωμένος υγρασία, κάτι ανάμεσα σε ομίχλη και βροχή. Το φεγγάρι που ανάτελλε ήταν κατά τα τρία τέταρτα γεμάτο, αλλά το έκρυβαν τα σύννεφα. Το κρύο ήταν δαγκωτό, κρύο ψιλό και διαπεραστικό. Κοντοστάθηκε όταν πλησίασε στο σπίτι της. Το αμυδρό φως της λάμπας διακρινόταν από το μπροστινό παράθυρο. Προσπάθησε να ανακαλύψει τη φιγούρα της πίσω απ’ την κουρτίνα. Και ξαφνικά, κι ενώ ετοιμαζόταν να δρασκελίσει το δρόμο για να φτάσει μπροστά στο σπίτι, μια σκιά άνοιξε την μικρή ξύλινη πόρτα του κήπου και μπήκε με μεγάλη προφύλαξη μέσα. Ο Αζόρ έτρεξε κοντά στον εισβολέα, χωρίς να γαυγίσει κουνώντας την ουρά του, που σημαίνει πως ο άγνωστος ήταν οικείο πρόσωπο. Η ανδρική σιλουέτα έσκυψε και τον χάιδεψε προκαλώντας κλαψουρίσματα χαράς και ενθουσιασμού από το σκύλο. Σε λίγο διέσχισε τον κήπο και με τον σκύλο να τον ακολουθεί κουνώντας την ουρά του έφτασε στην πόρτα του σπιτιού, η οποία άνοιξε αμέσως, σαν κάποιος να περίμενε πίσω της και μπήκαν μέσα ο άνδρας και το σκυλί. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους. Έτρεξε κατά εκεί και κρύφτηκε πίσω απ’ το χοντρό κορμό της δάφνης που ήταν μπροστά στο φωτισμένο παράθυρο. Άκουσε το ξαφνικό γαύγισμα του σκύλου από μέσα. Έμεινε τελείως ακίνητος προσπαθώντας να ελέγξει την ταραγμένη του ανάσα. Μέσα στο σπίτι δεν ακουγόταν τίποτα άλλο από τα γρυλίσματα του Αζόρ, που έγιναν μαλακότερα, ώσπου ήσυχος απ’ την ακινησία της νύχτας, ηρέμισε. Σε λίγο είδε τις σκιές τους να περνούν μπροστά απ’ το φωτισμένο παράθυρο και να πάνε προς το κρεβάτι. Κάθισαν στην άκρη του και τότε διέκρινε και αναγνώρισε την ανδρική σιλουέτα. Ήταν ο Τάσος. Οι κόμποι στα χέρια του που έσφιγγαν τον κορμό της δάφνης έγιναν κάτασπροι. Πως βρέθηκε εδώ; αναρωτήθηκε. Είχε τρεις μήνες που ήταν εξαφανισμένος από το χωριό. Και τι γύρευε στο σπίτι της Νίκης; Ξαφνικά πέρασε απ’ το μυαλό του ο Χάιντριχ. Έπρεπε να τον ειδοποιήσει. Οι δυο σκιές μέσα στο σπίτι αγκαλιάστηκαν. Ένιωσε να κλονίζεται σαν να τον χτύπησαν στο πρόσωπο. «Ήρεμα, Σπύρο», μουρμούρισε στον εαυτό του. Κάτι του έλεγε πως αυτή τη νύχτα θα έπιανε λαυράκι. Η βροχή δυνάμωσε κι οι σταγόνες έπεφταν παγωμένες σαν σκάγια στην πλάτη του. Δεν τον ένοιαζε καθόλου. Έστησε αυτί. Μιλούσε η Νίκη κλαίγοντας. Οι λυγμοί της, αν και συγκρατημένοι, έμοιαζαν με κλάμα μικρού παιδιού. «Τι θα κάνουμε, Τάσο;»Τι συμβαίνει; Αναρωτήθηκε. Γιατί κλαίει στην αγκαλιά του; «Όλα θα φτιάξουν, θα δεις,» της έλεγε σκουπίζοντας τα μάτια της με την παλάμη του. «Θα μιλήσω σήμερα κιόλας στη μάνα μου και θα το σκάσουμε οι δυο μας στη Θεσσαλονίκη για να παντρευτούμε. Εκεί κανείς δεν μας ξέρει. Μετά εσύ θα πας να μείνεις με τη μάνα μου κι εγώ θα γυρίσω όταν ηρεμίσουν τα πράγματα. Δίπλα στη μάνα μου δεν θα έχεις τίποτα να φοβηθείς.» «Και το μωρό;» ρώτησε εκείνη. «Όταν με το καλό φτάσει η ώρα θα γεννηθεί στο σπίτι μας». Κοκάλωσε ανίσχυρος καρφωμένος στη γη. Αυτό ήταν! Γι’ αυτό τον απέρριψε.
Τη γλύτωσε τότε γιατί το μυστικό τον έπιασε εξ απίνης. Δεν θα του ξέφευγε την επόμενη φορά.
Κι έτσι άρχισε να παρακολουθεί το σπίτι του Τάσου τις νύχτες.
Η απόφαση, έμαθαν αργότερα, πάρθηκε απ’ την παρέα, με επτά απ’ τα δέκα χέρια υπέρ. Έως τότε δεν ζύγωναν το χωριό τους απ’ το φόβο της αναγνώρισης. Χτυπούσαν στο Κιλκίς ή στη Θεσσαλονίκη, που ήταν μεγάλες πόλεις και τα ίχνη τους κρύβονταν καλά. Αυτή τη φορά αποφάσισαν να χτυπήσουν την κοινότητα του χωριού. Εκεί που είχαν τα γραφεία τους οι Γερμανοί. Τη δουλειά τη μελέτησαν καλά για να μην κάνουν ζημιά στο υπόλοιπο χωριό. Την ανάθεσαν στον Τάσο και στον φίλο του τον Ηλία, γιο του Χρήστου. Και οι δυο ξέρανε το χωριό καλά. Ο ένας θα έμπαινε απ’ τα δυτικά και ο άλλος απ’ το βόρειο μέρος του χωριού. Στις δώδεκα ακριβώς θα έπρεπε να είναι κι οι δυο πίσω απ’ το κτίριο της κοινότητας. Τα δυο παιδιά χώρισαν δίνοντας τα χέρια. «Καλή τύχη, φίλε».
Παρά τέταρτο ο Τάσος βρισκόταν κοντά στο σπίτι του. Το κτίριο της κοινότητας ήταν απέναντι. Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να δει τη μάνα του. Έτσι για λίγα λεπτά. Προλάβαινε. Δρασκελίζει το πίσω μέρος του φράχτη και σχεδόν, έρποντας ανάμεσα στην πλεγμένη βλάστηση, με σιγανά βήματα μπαίνει στο σπίτι. Φτάνει το κρεβάτι της, αλλά δεν προλαβαίνει να την ξυπνήσει. Εκείνη είναι κιόλας ξυπνητή. Το ένστικτο της την προειδοποίησε για τον ερχομό του. Τον αρπάζει στα χέρια της, «φύγε», του ψιθυρίζει με αγωνία. Η διαίσθηση μέσα της, σαν μακρόσυρτο βουητό την προειδοποιεί να τον προφυλάξει. «Έβλεπα άσχημο όνειρο, φύγε.» Τον σπρώχνει προς την πόρτα. Ο Τάσος γελώντας την αγκαλιάζει. «Στάσου, ρε μάνα, να σε δω λίγο και θα φύγω αμέσως, δεν έχω πολύ χρόνο.» «Φύγε, φύγε», εκείνη φωνάζει και εκείνος σαστισμένος απ’ την αγωνία που διαβάζει στα μάτια της, βγαίνει σαν τον κλέφτη πάλι απ’ την πόρτα και δρασκελίζει τον φράχτη. Η ώρα είναι δώδεκα παρά πέντε. Το κτίριο της κοινότητας ασπρίζει απέναντί του φρεσκοασβεστωμένο. Πρέπει να φύγει. Μα κάτι τον κρατάει κολλημένο στο χώμα. Πρώτη φορά βλέπει τη μάνα του έτσι. Ένα κακό προαίσθημα του σφίγγει το στήθος. Συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις, μέρες τώρα, για να τα οργανώσει όλα κατά τον καλύτερο τρόπο, δίχως να ξεχάσει τίποτα, η καρδιά του όμως χτυπάει τόσο δυνατά και τόσο γρήγορα, που ανασαίνει με δυσκολία. «Α, ρε μάνα, μ’ έκοψες τα πόδια», μουρμουρίζει μέσα στα δόντια του. Σέρνεται στο χώμα και ετοιμάζεται να περάσει απέναντι. Πρώτα βλέπει τη λάμψη κι ύστερα νιώθει τη σφαίρα να του καίει την κοιλιά. Διπλώνεται και προσπαθεί να σηκωθεί για να τρέξει προς τα πίσω, στο φράχτη. Τότε ακριβώς η νύχτα φωτίζει με δεκάδες αστραπές γύρω του. Ένα δεύτερο κάψιμο νιώθει στην πλάτη κι ύστερα στον ώμο. Ακούει την κραυγή της μάνας του που καλύπτει όλους τους ήχους γύρω του. «Παιδί μου», και οι φλόγες απέναντι στην κοινότητα φέρνουν τη μέρα πρόωρα. «Τα κατάφερε ο Ηλίας», σκέφτεται και ένα άλλο κάψιμο του τρυπάει το κεφάλι. Νιώθει τη Λέγκω να πέφτει πάνω του. Ακούει το μούγκρισμα πληγωμένου θεριού που βγαίνει απ’ το λαιμό της. Βλέπει τα τρελά της μάτια, γεμάτα άγριες αποχρώσεις, να κοιτάζουν αλαφιασμένα γύρω της πετώντας σπίθες τρέλας. Αρπάζεται από τα χέρια της. Για μια στιγμή καταφέρνει να σηκωθεί διπλωμένος στα δύο κι αμέσως ξαναπέφτει πάνω στην Λέγκω που ουρλιάζει. Για μια στιγμή σηκώνει τα μάτια του. Η αγωνία, σαν κουρτίνα φλεγόμενη, έχει σκεπάσει τη ματιά του. Στα χείλη του διαγράφονται λέξεις που δεν μπορεί να τις καταλάβει η Λέγκω. Σκύβει πάνω του. «Πες μου», του λέει. Στο πρόσωπό του φαίνονται οι σπασμοί της επιθανάτιας αγωνίας. « Η Νίκη, μάνα, είναι….» Κάτι ακόμα προσπαθεί να ψελλίσει, μα δεν τα καταφέρνει. « Ναι, Τάσο μου, είναι δική μας, η νίκη είναι δική σας, παιδί μου,» ουρλιάζει τα ίδια λόγια του γιου της όταν προσπαθούσε να της δώσει κουράγιο. Τα χέρια του κρατούνε με δύναμη το νυχτικό της, κάτι ακόμα θέλει να της πει και σαλεύει τη γλώσσα του με αγωνία και κόπο, ψελλίζοντας κάτι που δεν μπορεί να φτάσει στ’ αυτιά της. Τα μάτια του κολλάνε στα δικά της για δευτερόλεπτα. Ασάλευτα τα πάντα γύρω τους. Ως κι η σιωπή έχει βουβαθεί. Μόνο για λίγο, κι ύστερα το τσακισμένο κεφάλι του δεν αντέχει, πέφτει στα χέρια της. Ανελέητο φως γύρω τους απ’ τις φλόγες στην κοινότητα, στα μάτια της Λέγκως, αντάριασμα, παραφορά. Κι ύστερα η κραυγή της σπάει τη σιωπή σε χιλιάδες μικρά κομματάκια, γυναίκες και άνδρες εμφανίζονται γύρω τους με πετρωμένα από τη φρίκη πρόσωπα, σαν να ‘ταν κρυμμένοι πίσω από τις πόρτες τους και περίμεναν ένα σινιάλο για να βγουν. Ο σπαραχτικός θρήνος της Λέγκως, τρυπάει τη νύχτα και σουβλίζει τις καρδιές τους. Μια οιμωγή από γυναικεία στόματα γεμίζει τον αέρα. Μια θρηνωδία για τον Τάσο που τίποτα πάνω στο πληγωμένο κορμί του, που το σκεπάζει σχεδόν, το τεράστιο σώμα της μάνας του, δεν θυμίζει το παλικάρι που γνωρίζανε. Η μύτη και τα ζυγωματικά του έχουν γίνει θρύψαλα. Στη θέση του προσώπου του υπάρχει τώρα ένας άμορφος πολτός, που ξέρναει αίμα και βάφει το χώμα του δρόμου κόκκινο. Κάτω από το σώμα του είχε σχηματισθεί μια κόκκινη λίμνη. Οι κρυμμένοι Γερμανοί μπροστά σ’ εκείνες τις δεκάδες κραυγές ανατριχιάζουν. Βλέπουν τις φλόγες που ξεπηδούνε απ’ την κοινότητα και τρέχουν μήπως μπορέσουν να σώσουν κάτι. Το σώμα του Τάσου μεταφέρεται απ’ τους άνδρες στο σπίτι τους. Η λάμπα φέγγει τη σάλα κι οι γυναίκες αναλαμβάνουν το καθάρισμά απ’ τα αίματα και το στόλισμα του για τον κάτω κόσμο ενώ η Λέγκω σπαράζει μισολιπόθυμη στο χωμάτινο δάπεδο. Γαμπρό τον ντύνουν κι αφού τελειώνουν, τη σηκώνουν, τη βάζουν να κάτσει κοντά του και κάθονται και εκείνες γύρω του να τον μοιρολογήσουν. Τρομαχτική νύχτα. Μέσα οι κραυγές της Λέγκως, που κάθε λίγο ξεσηκώνουν το θρήνο και των άλλων γυναικών και έξω απ’ το σπίτι οι άνδρες, κάτω απ’ το αντιφέγγισμα της φλόγας που έτρωγε αχόρταγα τα υπάρχοντα των Γερμανών μέσα και έξω απ’ την κοινότητα, καπνίζουν και ρουφούνε τις μύτες τους σε κάθε ξέσπασμα της Λέγκως. Όταν χαράζει δύο άνδρες πίσω απ’ το σπίτι ετοιμάζουν την κάσα, πριονίζοντας και καρφώνοντας τα ξύλα, που μέσα στο χάραμα σφυροκοπούσαν στ’ αυτιά τους με τα βαριά ζυγισμένα χτυπήματα, που το καθένα τους φαίνονταν να ’ναι το τελευταίο αλλά δεν ήτανε και επαναλαμβάνονταν τεντώνοντας τα κουρασμένα νεύρα τους. Όταν τέλειωσαν ένα λευκό σεντόνι ντύνει το αδούλευτο ξύλο και τοποθετούν το σώμα του μέσα που οι γυναίκες το σκεπάζουν με χρυσάνθεμα. Η Λέγκω παρακολουθεί όλες τις διαδικασίες κλαίγοντας, διορθώνοντας τις ατέλειες. Από το στόμα της βγαίνουν πότε κραυγές, πότε θρήνοι, πότε μοιρολόγια, πότε κουβέντες με αποδέχτη τον γιο της. Η φωνή της βράχνιασε. Τα μάτια της δεν φεύγουν ούτε λεπτό απ’ το άσπρο, στραπατσαρισμένο πρόσωπο του παιδιού της. Βελούδο πορφυρό το φως της λάμπας πέφτει στα κλειστά του βλέφαρα, φως που δεν θ’ αγγίξει τ’ ωραίο πρόσωπο και που δεν θα χαϊδέψει τα μάγουλά του ποτέ πια. Τα χέρια της χαϊδεύουν εκείνο το πρόσωπο και τα στεγνά πανιασμένα χείλια της του μιλούν. «Σήκω γιε μου. Σήκω λουλούδι μου. Σήκω καμάρι μου. Αροθύμεσεσα, πούλιμ’[1] (Σε νοστάλγησα, πουλί μου). Στα έλεγα εγώ η άμοιρη. Θα σε σκοτώσουν, σου έλεγα. Δεν με άκουγες Τάσο μου, δεν με άκουγες την έρμη….» Το στόμα της δεν σταματάει να του μιλά και τα δάχτυλα των χεριών της ακολουθούν το περίγραμμα του τσακισμένου προσώπου του, τα χείλη του, τα δόντια του, τα σταυρωμένα χέρια του. Το μυαλό της προσπαθεί να συγκεντρώσει όλες τις μνήμες, όλες τις εικόνες να τις δέσει σε άλμπουμ μέσα της. Μικρές σταγόνες ιδρώτα γυαλίζουν κάθε τόσο στο πρόσωπό της που ύστερα από λίγο βαραίνουν και κυλούν προς τα κάτω. Η Σπυριδούλα τη σκουπίζει με μια βρεγμένη πετσέτα το πρόσωπο, κάθε φορά που πηγαίνει να λιποθυμήσει ή νιώθει την τρέλα να ξεφεύγει απ’ το κουτί του μυαλού της. Κοιτάει το ακίνητο κορμί του γιου της με την ελπίδα πως δεν είναι πεθαμένο, πως είναι άρρωστο ή κοιμισμένο. Εκείνη όμως η φριχτή ακινησία γεμίζει το μυαλό της απόγνωση.
Ο αέρας έξω στον μικρό κήπο που έζωνε γύρω- γύρω όλο το σπίτι, βάραινε και στο χόρτο απλώθηκε μια λεπτή μεμβράνη υγρασίας. Οι άνδρες, που δεν μπορούνε να κάτσουν καταγής, κάθε τόσο αναστενάζουν, κουβεντιάζουν δυνατά κι άλλοτε πάλι χαμηλώνουν τη φωνή τους και μιλούνε ψιθυριστά. Ακούγοντας κάθε τόσο τα ξεσπάσματα των γυναικών, ρουφούνε τις μύτες τους κι νιώθουν την οργή τους να τους πιέζει. Καθισμένοι ανακούρκουδα στον κήπο καπνίζοντας μέσα στην αυγή που προχώρησε, συζητώντας προσπαθούνε να ξεμπλέξουν το κουβάρι της προδοσίας. Γιατί για προδοσία πρόκειται. Γι’ αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Αρχίζουν να ενώνουν εικόνες, λόγια, βλέμματα, ήχους κι όλα μαζί να αποκτούν νόημα, σκελετό και να εμφανίζεται μπροστά τους μια ιστορία με αρχή και τέλος με πρωταγωνιστή τον Σπυράκο. Η γνώση αυτή τρυπώνει στην ψυχή τους και καίει σαν θυμωμένη φωτιά. Φουντώνει με τις σκέψεις τους. Στην αρχή αρχίζουν να τον βρίζουν και να τον καταριούνται. Η οργή δεν ξεθυμαίνει, φουντώνει μέσα τους, αγριεύει τα πρόσωπα τους. Οι καύτρες των τσιγάρων τους μοιάζουν με μικροσκοπικά κόκκινα μάτια που ανάβουν κι σβήνουν. Ο Χρήστος, φίλος του άνδρα της Λέγκως, κρατάει στο χέρι του ένα μικρό σουγιά και κάθε λίγο κόβει μ’ αυτό ένα κομμάτι ξύλου, από τα δέντρα της αυλής, το καθαρίζει από τη φλούδα του, και μόλις τελειώνει ξανακόβει άλλο κομμάτι και επαναλαμβάνει την ίδια διαδικασία. Έχει μαζέψει δίπλα του ένα μικρό μάτσο καθαρισμένα κομμάτια ξύλου. μοιάζει ολότελα απασχολημένος από εκείνη τη λεπτή δουλειά με τις προσεκτικές κινήσεις του σουγιά στα χέρια του. Αν δεν προσέξει κανείς το λαιμό του που προσπαθεί να συγκρατήσει το καρύδι της οργής που έχει καθίσει στο λαρύγγι του, θα νομίσει πως βρέθηκε εκεί κατά λάθος. Το μόνιμο και ειρωνικό χαμόγελο που κρεμόταν πάντα από τα χείλη του εξαφανίστηκε, μόνο οι άδειες ρυτίδες απ’ αυτό παρέμειναν γύρω στα μάτια και το στόμα του. Μια καινούρια, δυνατή κραυγή της Λέγκως τον κάνει να στρέψει το κεφάλι του προς την πόρτα του σπιτιού. Πάει δισταχτικά προς τα εκεί. Την κοιτάζει απ’ την ορθάνοιχτη πόρτα. Σηκώνει κι εκείνη τα μάτια της τα μάτια της. Η ματιά της εντατική, επείγουσα, που
πυρώνει σαν κάρβουνο το στήθος του. Πιάνει πάλι να ξύνει το κομμάτι του ξύλου που κρατάει στο χέρι.
Την αγαπάει τη Λέγκω. Την αγαπάει από μικρός. Δεν τόλμησε ποτέ να της το πει, πόσο μάλλον να της το δείξει. Είχε κάνει την επιλογή της κι εκείνος την σεβάστηκε. Τη μέρα που η Λέγκω παντρεύτηκε τον Τάσο, μέθυσε για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του. Εκείνη τη νύχτα αποχαιρέτισε, στην φαντασία μόνο, αγαπημένη του, και την έθαψε μέσα του βαθειά. Τα χρόνια περνούσαν, παντρεύτηκε εν τω μεταξύ και εκείνος, η Λέγκω χήρεψε κι εκείνος εξακολουθεί να την αγαπάει και να πονάει μέσα του με το δικό της πόνο. Ο Τάσος, ο άνδρας της, ήταν φίλος και πόνεσε κι ο ίδιος για το χαμό του. Η αγάπη του όμως για τη Λέγκω γαντζωμένη σφιχτά μέσα του.
Πρώτος σηκώνεται ο γέρο Στάθης. Ο Τάσος του είχε φτιάξει το φούρνο του. «Σκοθέστεν»[2](Σηκωθείτε), είπε δυνατά κι οι υπόλοιποι σαν να περίμεναν αυτό το σύνθημα σηκώνονται και αποφασιστικά βγαίνουν απ’ την αυλή. Κανείς δεν μιλάει. Το βαρύ κι αποφασιστικό τους βήμα ακούγεται πάνω στο χωμάτινο δρόμο, μπροστά απ’ τις ανταύγειες της φωτιάς που φέγγουν τα βήματά τους κι ύστερα μπροστά στο σπίτι της Πηνελόπης. Βλέπουν φως στο παράθυρο. Πρώτος πάλι ο κυρ Στάθης σκύβει και παίρνει μια πέτρα και την εκσφενδονίζει στο φωτισμένο παράθυρο. Ο κρότος των σπασμένων τσαμιών είναι το σινιάλο και για τους υπόλοιπους. Βροχή πέφτουνε οι πέτρες μέσα στο σπίτι απ’ το κατεστραμμένο παράθυρο. Κάποιος από μέσα σβήνει τη λάμπα. Το σκοτάδι γεμίζει από απειλητικές φωνές γεμάτες οργή. «Έβγωσον οξωκά, χαμαζετζή»[3] «Σπιούνε» «Τομάρ». (Βγες έξω προδότη,σπιούνε,τομάρι).

Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

Συνέχεια Νο 9

Έτσι πρόωρα ο θάνατος πέρασε το κατώφλι του σπιτιού της και η ζωή της φρέναρε μπροστά σε ένα αόρατο χέρι. Στα δέκα οκτώ της χρόνια η Λέγκω έμεινε χήρα. Εκείνες τις τραγικές μέρες, τα ξεσπάσματα υστερίας της μάζευαν όλο το χωριό γύρω της. Το ξετρελαμένο μυαλό της είχε γαντζωθεί απελπισμένα στη σκέψη ότι έχανε και το παιδί της. Δεν το έχασε. Ήταν αυτό που έσωσε τη ζωή της, όταν ένιωσε να κατρακυλά στο βάραθρο. Χάρη σε εκείνο διατήρησε τη συνοχή της και ανέλαβε καθήκοντα για τα οποία θεωρούσε τον εαυτό της ανέτοιμο. Σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, γυναίκες του χωριού την προστάτευαν με την καθημερινή παρουσία τους δίπλα της. Οι άνδρες μαζεύονταν στην αυλή και συμπαραστέκονταν κι αυτοί με τον τρόπο τους. Ο πατέρας της δεν υπήρχε πια. Δεν ξεπέρασε ποτέ το φευγιό της Φανής. Κάθε μέρα που περνούσε βυθιζόταν χωρίς σωτηρία στο πηγάδι της πιο μαύρης απελπισίας. Η ανάμνησή της τον κυνηγούσε σαν ένας υπόκωφος πόνος που τον χτυπούσε στο στομάχι και τον δίπλωνε στα δύο. Πέθανε μετά δύο χρόνια από ακατάσχετη αιμορραγία. Γαστρορραγία, είπε ο γιατρός.
Η μάνα της, απασχολημένη με το έργο της επιβίωσης και αποκατάστασης της άλλης κόρης, για μια στιγμή έδειξε πως δεν θα άφηνε τις καταστάσεις να την υπερβούν. Μόλις όμως «ταχτοποιήθηκε» κι η Λέγκω, άφησε τον εαυτό της. Στην κυριολεξία αποσύρθηκε. Απλά και ήσυχα έφυγε, κι εκείνη, ένα βράδυ από κοντά τους , ένα χρόνο μετά το γάμο τους.
Σε επτά μήνες, από το θάνατο του Τάσου ήρθε και ο γιος της, μ’ ένα χαμόγελο σαν του πατέρα του. Του έδωσε το όνομά του και το βάπτισε η φίλη της η Σπυριδούλα, που έμενε δίπλα της. Εκείνη την εποχή της απόλυτης ψυχικής μάρανσης, η αγάπη για το γιο της ήταν το μόνο που της είχε απομείνει Ήταν, όχι μόνο το κουράγιο, αλλά όλα όσα ενώνονται για να συνδέσουν την θέληση και την επιθυμία της για ζωή. Έστρεψε όλη της την ενέργεια σε εκείνον όπως σπρώχνουν τα φυτά το φύλλωμα τους στο φως του παράθυρου. Ήταν ένα φως που ξαφνικά μπήκε στη ζωή της και την φώτισε. Ακόμα και τις νύχτες, όταν ακουμπούσε με το χέρι την άδεια θέση του άνδρα δίπλα της κι ένιωθε να συσσωρεύετε η απελπισία μέσα της, το χαμόγελο του γιου της ήταν εκείνο που τη γαλήνευε
Τα χρόνια δύσκολα, η φτώχια τους ακολουθούσε καταποδιαστά και εκείνη έπρεπε να τα καταφέρει με τα χωράφια μόνη της και με εκείνον λεχούδι. Το πρωί, ξέκλεβε λίγο χρόνο για να πάει στα μνήματα, ν’ ανταλλάξει λίγες κουβέντες με τον Τάσο, γι’ αυτά που δεν προλάβανε να πούνε και για τα καινούρια που ήρθαν και δεν τα γνώριζε εκείνος κι εκεί, μέσα στην απόλυτη μοναξιά, ανάμεσα στη σιωπή των πεθαμένων, του έλεγε με όλες τις λεπτομέρειες, τα νέα για το γιο τους, τις δυσκολίες με τα χωράφια, του μιλούσε για τη βοήθεια των συγχωριανών και ειδικότερα του αγαπημένου του φίλου, Χρίστου, στο όργωμα και στο θέρος. Αυτό που δεν παρέλειπε ποτέ να του πει, ήταν το πόσο πολύ της έλειπε. Μέσα σε κείνο το ασάλευτο τοπίο η κουβέντα με τον Τάσο ηρεμούσε ψυχή της και έκανε τη ζωή υποφερτή.
Έτσι περνούσαν τα χρόνια έχοντας δίπλα της τον μικρό Τάσο, που χρόνο με το χρόνο μεγάλωνε και ήταν η χαρά και η περηφάνια όλου του χωριού. Λίγο η ορφάνια του, λίγο ο καλός του χαραχτήρας, λίγο εκείνο το αμήχανο χαμόγελο, όταν έτριβε το λοβό του αυτιού του, το ταλέντο και ο ειδικός τρόπος που είχε να συνεργάζεται με τους ανθρώπους, τους κέρδιζε όλους. Ήταν κι η αισιοδοξία μια από τις πλευρές του χαρακτήρα του που τον έκαναν αξιαγάπητο. Από τα δέκα του χρόνια βοηθούσε την μάνα του κανονικά σαν μεγάλος άνδρας. Ξεκινούσανε χαράματα για τα χωράφια, άλλοτε διαβαίνοντας εκείνους τους χαραγμένους με βαθιές σχισμές από την ξηρασία δρόμους, πάνω σε πατημένα, από τις ρόδες των κάρων, φίδια και βατράχους και σ’ άλλες φορές να προσπαθούν να κουνήσουν τα πόδια τους μέσα στις λάσπες που γέμιζαν οι λαστιχένιες μπότες τους. Μαζί κουβαλούσανε το σιτάρι στον μύλο, που ήταν έξω από το χωριό και μαζί έπειτα το αλεύρι από το μύλο στο σπίτι. Με κείνο το τσουβάλι έπρεπε να περάσουνε το χειμώνα.
Στα δέκα πέντε του χρόνια ο Τάσος έφτιαξε μόνος του ένα καρότσι, με υλικά που τα έβρισκε κατά καιρούς από τη φύση ή πεταμένα από τους ανθρώπους, τελείως άχρηστα δηλαδή, γιατί εκείνη την εποχή για να πετάξει κάποιος κάτι θα έπρεπε να μην του χρησίμευε σε τίποτα. Εκείνο το καρότσι έγινε το θαύμα όλου του χωριού και από τη μια μέρα στην άλλη ο γιος της έγινε ο τεχνίτης του χωριού, που κατασκεύαζε από πιρούνια μέχρι μαντριά για τα ζώα. Για τη μάνα του και για εκείνον, εκείνο το καρότσι, άλλαξε τη ζωή τους προς το καλύτερο. Σταματήσανε να κουβαλάνε τα βάρη στις πλάτες τους. Το καρότσι έγινε το δεξί τους χέρι. Με εκείνο στο χωράφι, στον μύλο, με εκείνο στο παζάρι, για να ανταλλάξουνε τα αυγά, το βούτυρο, το γάλα, το σιτάρι και να πάρουνε τη ζάχαρη, το πετμέζι, κανένα φιρίκι. Αυτά αγοράζανε από το παζάρι, τα υπόλοιπα τους τα πρόσφερε η γη. Οι πατάτες, τα κρεμμύδια, οι ντομάτες, τα λαχανικά γενικώς, έβγαιναν από τον κήπο τους που τον καλλιεργούσανε οι δυο τους, με τη βοήθεια της Ελένης και της Τασούλας. Η Ελένη ήταν φίλη του Τάσου από τα μικρά τους χρόνια. Η Λέγκω την ξεχώριζε από όλα τα κορίτσια που έκανε παρέα ο γιος της. Ήταν η κόρη της Αναστασίας, που μαζί με την Σπυριδούλα, ήταν οι αγαπημένες της φιλενάδες. Μεγαλώσανε μαζί, όπως τα παιδιά τους. Η Τασούλα ήταν κόρη της Σπυριδούλας, νονά του Τάσου. Τα τρία παιδιά ήταν πολύ αγαπημένα. Τους έβλεπε η Λέγκω και τους χαιρόταν. Ακόμα και τις δουλειές των σπιτιών τις έκαναν μοιρασμένα. Μια φύτευαν στο ένα σπίτι, μια πότιζαν στο άλλο, μια σκάλιζαν στο τρίτο. Και στα τρία σπίτια δεν υπήρχαν άνδρες μεγάλοι να δουλέψουν τα κτήματα. Οι πατέρες των κοριτσιών ήταν συνήθως εξορίες και φυλακές. Κι έτσι τα τρία παιδιά μοιράζονταν τις δουλειές και μόλις τις τέλειωναν τρέχανε στο μικρό δασίλιο στην άκρη του χωριού. Ήταν η περιοχή του χωριού με πολλά δέντρα και άφθονα νερά, που συγκέντρωνε κόσμο και απ’ τα γύρω χωριά. Η Ελένη ήταν ένα κορίτσι με ζωντάνια, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της, ιδιαίτερα έξυπνο, σοβαρό με κρίση πάνω σε πολλά ζητήματα. Διάβαζε ότι έπεφτε στα χέρια της. Της θύμιζε τον εαυτό της, τότε που ζούσε με τους γονείς της και την Φανή. Είχε ξεσκονίσει όλα τα βιβλία του πατέρα της Λέγκως. Όπως και τα βιβλία του δικού της πατέρα, που τα κουβαλούσε από τις εξορίες και τις φυλακές. Κορίτσι ανήσυχο, της έδινε την εντύπωση πολλές φορές πως δεν τη χωρούσε το χωριό. Ήθελε κι άλλους ορίζοντες ανοιχτούς. Όταν γυρνούσε ο πατέρας της, η Ελένη εξαφανιζόταν για μέρες κι ήταν κολλημένη πάνω του, γιατί τον θαύμαζε για τις ιδέες του και για τον αγώνα που έδινε για να τις υλοποιήσει. Πιο πολιτικοποιημένη από όλη την παρέα, προσπαθούσε να πείσει και τους άλλους δύο να ενεργοποιηθούν κι εκείνοι. Την μάλωνε πολλές φορές η Λέγκω γι’ αυτό. Δεν ήθελε να δει το γιο της να μπερδεύεται με αυτά τα πράγματα. Δεν ήθελε να τον τρέχουν φυλακές κι εξορίες.
Την εποχή, λοιπόν, εκείνη που η Λέγκω δεν νοιαζόταν ή δεν έδειχνε ενδιαφέρον για τα προβλήματα του κόσμου, οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο και άλλαξαν όλα στο χωριό. Άφησαν ελεύθερους τους κομμουνιστές, που τους είχαν μαζεμένους σε φυλακές και εξορίες σαν εχθρούς του λαού, για να τους επιστρατεύσουν μαζί με τους υπόλοιπους. Μέσα σ’ εκείνους ήταν και οι άνδρες της Σπυριδούλας και της Αναστασίας. Ένας ενθουσιασμός είχε καταλάβει το χωριό. Μια έξαψη, ένας αναβρασμός, μια ορμή, ένα πάθος, κυμάτιζαν μαζί με τη σημαία στην κοινότητα, σε όλες τις ψυχές των νέων του χωριού. Ήταν όλοι έτοιμοι να υπερασπίσουν τα όνειρά τους, που τη δεδομένη στιγμή είχαν άμεση εξάρτηση από την πατρίδα τους. Οι παλιοί, αυτοί που πριν χρόνια αναγκάστηκαν να παρατήσουν τις περιουσίες τους και να φύγουν κυνηγημένοι από ένα πόλεμο στα παράλια του Πόντου, ήταν μαζεμένοι, φοβισμένοι. Των νέων όμως η οργή έβγαινε από μέσα τους δυνατή σαν ουρλιαχτό, αυθεντική.
Έτσι ξεκίνησαν για τον πόλεμο. Μ’ ένα ουρλιαχτό. «Θα τους τσακίσουμε». Ασυναίσθητα η Λέγκω σκέφτηκε τότε πως ευτυχώς, ο Τάσος είναι μόνο δεκαεπτά χρόνων. Όπως όλες οι μάνες που είχαν γιους, είχε χάσει την περιφερειακή της όραση και έβλεπε τα πράγματα σε σχέση μόνο με το παιδί της. Ο Τάσος της θα κινδύνευε και τίποτα άλλο δεν την ενδιέφερε. Του το είπε κάποια στιγμή, ενώ ο Τάσος ήταν σκυμμένος στον κήπο και σκάλιζε το σπανάκι. «Ευτυχώς που είσαι μικρός ακόμα!». Σήκωσε απότομα τα μάτια του και την κοίταξε κι ενώ εκείνη, προσπάθησε να αποφύγει την αποδοκιμασία στο βλέμμα του, εκείνος σηκώθηκε και άφησε την τσάπα στα πόδια του. Αμήχανα αφαιρούσε ένα μαύρο στεφάνι λάσπης που είχε μαζευτεί στα νύχια του από το υγρό χώμα. «Μη με κάνεις να ντρέπομαι για σένα», της είπε και μπήκε στο σπίτι. Πάγωσε. «Τι είναι αυτά που λες»; Έτρεξε πίσω του. «Μην το συζητήσουμε, γιατί θα μαλώσουμε. Πρέπει να ξέρεις όμως πως εγώ ντρέπομαι που θα κάτσω στο σπίτι και δεν θα πάρω μέρος σ’ αυτόν τον πόλεμο». Η Λέγκω κατάλαβε πως η συζήτηση δεν έπρεπε να συνεχιστεί γιατί θα εξελισσόταν σε πυρωμένο σίδερο που θα έκαιγε και τους δυο. Τον κοίταξε κρυφά. Έτριβε το λοβό του δεξιού του αυτιού. Αυτή του την κίνηση τη γνώριζε καλά. Την έκανε όταν ένιωθε αμηχανία ή πολλή οργή. Είχε αλλάξει ο Τάσος της, έδειχνε σαν να είχε αλλάξει μέσα του η θέα των πραγμάτων, του κόσμου όλου. Σαν να τον αφύπνισε το άδικο. Τα μάτια του πολλές φορές τα έπιανε νάναι χαμένα , σαν σε άλλο κόσμο, ερμητικά κλεισμένος. Κι άλλες φορές πάλι, έβλεπε μέσα σ’ αυτά να κατοικεί τόση οργή που την τρόμαζε. Οι τρίχες στο πρόσωπο του πλήθαιναν και τις έκοβε με το ψαλίδι, δεν τον άφηνε να βάλει ακόμα ξυράφι. Ήταν μεγαλόσωμος για την ηλικία του, στα δεκαεπτά του φαινόταν εικοσάρης. Είχε και τη συμπεριφορά εικοσάρη, ίσως απ’ τις πολλές ευθύνες που τον είχε φορτώσει από μικρό. Εκείνη τη μέρα τον είδε πολύ θυμωμένο και δεν τόλμησε να συνεχίσει την κουβέντα τους, καταλάβαινε πως δεν θα τους έβγαζε πουθενά. Γνώριζε πως ότι πίστευε ο γιος της το υποστήριζε με πάθος. Κατάλαβε επίσης, πως αν ήταν λίγο μεγαλύτερος και τον δέχονταν στο στρατό θα είχε φύγει ότι κι αν έλεγε εκείνη. Οι ειδήσεις από το μέτωπο των Ελλήνων ξεσήκωναν όλους στο χωριό. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, από τα ορθάνοιχτα παράθυρα φωνές ούρλιαζαν « Τα μάθατε; Πήραμε την Κορυτσά» και γέμιζε η πλατεία του χωριού από κόσμο που αγκαλιάζονταν, έκλαιγαν, τραγουδούσαν. Κάθε νίκη των Ελλήνων έβγαζε όλο το χωριό στο δρόμο.
Ο Τάσος έδειχνε να χάνει το ενδιαφέρον του για οτιδήποτε δεν είχε σχέση με τον πόλεμο. Τον παρατηρούσε γεμάτη αγωνία και ενώ ο φόβος σαν ερπετό έβγαινε από μέσα της, τον καμάρωνε. Καμάρωνε την γέννηση πολιτικής συνείδησης μέσα του. Αυτό δεν του το είχε διδάξει. Καμάρωνε τον ενθουσιασμό του που τον είχε μεταδώσει και στην ίδια και παρόλο που προσπαθούσε να τον κρύψει, περίμενε κι εκείνη, με καρδιοχτύπι τα νέα. Η υποψία πως δεν ήταν μόνο ο πόλεμος που απασχολούσε το παιδί της, ήρθε αργότερα. Ήταν κάποια βράδια που εξαφανιζόταν για περισσότερες ώρες από ότι συνήθιζε, ήταν ίσως οι στιγμές στον κήπο, που δεν την έβλεπε, αλλά εκείνη τον παρατηρούσε κρυφά πίσω απ’ την κουρτίνα να τρίβει με μανία το αυτί του. Κάποιες φορές ένιωθε την ψυχή του να μην κατοικεί μέσα του, ήταν αλλού. Βεβαιώθηκε κάποιο βράδυ όταν γύρισε σε κακή κατάσταση στο σπίτι. Τον ρώτησε τι είχε. Και εκείνος έπεσε πάνω στο ντιβάνι της κουζίνας και έκλαψε σαν μικρό παιδί. Σπαρταρούσε στο κλάμα. Τρόμαξε η Λέγκω. Κάθισε δίπλα του πήρε το κεφάλι του και το ακούμπησε στα πόδια της. Χαϊδεύοντας τα μαλλιά του τρυφερά προσπάθησε να μάθει τι συμβαίνει. Κάποια στιγμή ψέλλισε γεμάτος παράπονο. «Γι’ αυτά δεν μου μίλησες ποτέ, μάνα!» Ένιωσε ένα δυνατό τσίμπημα μέσα της. Αυτός είναι έρωτας, σκέφτηκε.
Το ένστικτό της επικεντρωμένο πάντα στον αγώνα της επιβίωσής τους, πού να της μείνει ενέργεια να του μιλήσει για έρωτα. Τι ήξερε άλλωστε, να του πει; Από την άλλη, τον θεωρούσε μικρό ακόμα για να δικαιούται να μάθει γι’ αυτά τα πράγματα. Έτσι τον έβλεπε. Χρόνια προσπαθούσε να ατσαλώσει την ψυχή του από τις δοκιμασίες και τους κινδύνους τους συνηθισμένους. Ο έρωτας δεν είναι κίνδυνος, έτσι ήξερε. Δεν είναι πόνος, δεν είναι απόγνωση, όπως αυτή που έβλεπε στα μάτια του παιδιού της εκείνη τη στιγμή. Προσπάθησε να τον πείσει να της εμπιστευτεί για όσα τον απασχολούσαν, για να δούνε μαζί τις πραγματικές τους διαστάσεις. Άδικος κόπος. Δεν της μίλησε ποτέ για εκείνη την κρίση, παρά την αγάπη που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον. «Πέρασε, ξέχνα το», ήταν η απάντησή του καθώς εκείνη προσπάθησε πολλές φορές να μάθει.
Κάποια μέρα που έλειπε ο Τάσος από το σπίτι, φώναξε την Ελένη. Την ξεκαθάρισε απ’ την αρχή πως δεν ήθελε να την ψαρέψει, απλώς ανησυχούσε για τον Τάσο και θα ήθελε να τον βοηθήσει. Στα μάτια της Ελένης διάβασε πως πράγματι κάτι συνέβαινε που δεν θέλησε να της πει. « Δεν είναι κάτι που θα πρέπει να σε ανησυχεί», της είπε. «Είναι ερωτευμένος; Μόνο αυτό πες μου» Και τότε πρόσεξε μια σκιά να καλύπτει, μόνο για μια στιγμή, τα όμορφα, μεγάλα της μάτια. Μια υποψία πέρασε ξαφνικά από το μυαλό της Λέγκως. Μια υποψία που έγινε βεβαιότητα στη συνέχεια της κουβέντας τους. Η Ελένη ήταν ερωτευμένη με τον Τάσο. « Έχε τον εμπιστοσύνη, κάποια στιγμή που θα νιώσει βέβαιος για αυτά που νιώθει θα σου μιλήσει. Άλλωστε ξέρεις πόσο σε αγαπάει». Σοβαρή, μετρημένη, δεν της άφησε περιθώρια για συνέχιση της κουβέντας τους για εκείνο το θέμα. « Κάνε υπομονή, έχεις καλό γιο.» Όταν έφυγε η Ελένη προσπάθησε να καταλάβει από μόνη της. Κρυφή ελπίδα της από χρόνια από τότε που τα παιδιά μεγάλωναν μαζί, ήταν κάποτε να τα δει μαζί. Με τον καιρό η ελπίδα της χάθηκε βλέποντας τα παιδιά απλώς να γίνονται φίλοι. Τίποτα δεν έδειχνε πως αυτό με τον καιρό μπορούσε ν’ αλλάξει. Ο Τάσος την αγαπούσε σαν αδερφή του. Και για την Ελένη το ίδιο πίστευε. Εκείνη η σκιά στα μάτια της; Τι συμβαίνει; Αναρωτήθηκε. Με ποια ήταν ερωτευμένος ο Τάσος; Ο καιρός περνούσε κι εκεί που η συμπεριφορά του Τάσου ηρέμησε, έδειχνε σαν να μην τον απασχολούσε τίποτα το εξαιρετικό, κάποιο απόγευμα η Λέγκω, που καθόταν μπροστά στο παράθυρό τους, που έβλεπε στον κήπο της Αναστασίας, είδε ξαφνικά τον γιο της ν’ αρπάζει στην αγκαλιά του την Ελένη και να την φέρνει γύρους γελώντας. Τράβηξε με τρόπο την κουρτίνα για να μην την βλέπουν και προσπάθησε ν’ ακούσει. Το μόνο που άκουσε ήταν το «Σσς» της Ελένης. «Θα σ’ ακούσουν». Την άφησε κάτω και κάθισαν δίπλα-δίπλα στα χόρτα και τον έβλεπε να της εξιστορεί κάτι πολύ συγκινημένος, που πρέπει να είχε μεγάλο ενδιαφέρον. Η Ελένη τον άκουγε γελαστή, με προσοχή. Δεν κατάλαβε τίποτα η Λέγκω. Ήθελε να μάθει την πηγή της χαράς του. Μα δεν τον ρώτησε όταν σε λίγο μπήκε στο σπίτι. Έψαξε το πρόσωπό του. Ένιωσε τη χαρά του που προσπαθούσε να την κρύψει μέσα σ’ ένα σοβαρό, καθημερινό πρόσωπο. « Κάνε υπομονή» της είχε πει η Ελένη. Αυτό έπρεπε να κάνει. Εκείνο που την ενδιέφερε ήταν ότι ο γιος της ήταν ευτυχισμένος εκείνη τη στιγμή. Φαινόταν να είχε βρει την έξοδο κινδύνου από το πρόβλημά του.
Ο πόλεμος με τους Ιταλούς έμεινε στη μέση, κι ενώ οι φαντάροι μας γύριζαν πίσω ένας- ένας με τα πόδια απ’ το αλβανικό μέτωπο, διασχίζοντας βουνά και πεδιάδες, μαθαίνοντας να κοιμούνται περπατώντας, να περνούν ακρωτηριασμένα ή νεκρά κορμιά, σημαδεμένοι ισόβια από την παραφροσύνη του πολέμου και την ωμότητα του ανθρώπου, τα κύματα ενός άλλου πολέμου μπήκαν στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί εισέβαλαν στην χώρα. Οι Έλληνες ξαφνιάστηκαν, πιάστηκαν απροετοίμαστοι. Κουρασμένοι από έναν πόλεμο που δεν τον επεδίωξαν αλλά ήταν υποχρεωμένοι να τον αντιμετωπίσουν, δεν άντεχαν έναν άλλον, χειρότερο από τον πρώτο. Ένας ολόκληρος λαός πισωγύρισε μαζεύοντας τις σημαίες της νίκης τους με τους Ιταλούς, μπροστά στην δύναμη των Γερμανών. Στο χωριό βλέπανε με μάτια διάπλατα την ιστορία να εξελίσσεται μπροστά τους δίχως να καταλαβαίνουνε τίποτα. Οι Γερμανοί επιτάξανε την κοινότητα και το σχολείο. Η βρώμα κι η δυσωδία μπήκε από τα διαβρωμένα κουφώματα των σπιτιών. Ο αέρας γέμισε σιωπή, απειλή, φόβο.
Οι μήνες περνούσαν, η παρέα άλλαξε. Αναπτύχθηκε σιγά- σιγά, μέσα στην ψυχή τους μια αγέρωχη, νεανική αίσθηση αδικίας. Μια έρπουσα κρυφή οργή έκανε τα μάτια τους να πετούνε σπίθες μίσους για τους ανθρώπους που από την μια στιγμή στην άλλη έφεραν τα πάνω κάτω στη χώρα τους. Τους έπνιγε η έξαλλη και ανήμπορη οργή των ανθρώπων που βλέπουν να τους αδικούν, να τους βιάζουν και δεν μπορούν να αντιδράσουν. Η Λέγκω το έβλεπε αυτό και το λεπίδι του φόβου της την προειδοποιούσε για τον κίνδυνο. Μια στρατιά καταχανάδων έκανε την εμφάνισή της μέσα της. Ο φόβος τύλιξε τα πλοκάμια του και ρουφούσε από όλες τις γωνιές του μυαλού της κάθε ενέργεια. «Τι σου συμβαίνει, παιδί μου;» Ρώτησε τον γιο της μια μέρα που τον ένιωθε σαν άγριο ταύρο. «Αχ, βρε μάνα, νιώθω πολύ θυμωμένος.» Η μάνα του τον κοίταξε και έκλεισε τα μάτια για ν’ αποφύγει τον τρόμο που ερχόταν, που τον ένιωθε, τον μύριζε. Έφτανε στα αυτιά της σαν ηχώ της κόλασης.
Ήξερε πως ανεπίσημα η αντίσταση άρχισε από τον λαό. Καθημερινά νέοι από όλη την Ελλάδα έμπαιναν στον αγώνα ενάντια στους Γερμανούς. Η φήμη γι’ αυτόν τον αγώνα έφτασε και στο χωριό τους και άρχισε να ταράζει τα φαινομενικά ήρεμα νερά των νέων του χωριού. Ένας- ένας άρχισαν να εγκαταλείπουν το μικρόκοσμό τους τις νύχτες και να ανεβαίνουν στα βουνά για να μπουν σε ομάδες κρούσης εναντίον των Γερμανών. Κάποιοι έμεναν πίσω για να βοηθήσουν στις γεωργικές εργασίες που θα τέλειωναν δύσκολα δίχως τα στιβαρά χέρια των νέων και βέβαια να βοηθήσουν εκ των έσω. Ο αέρας έμοιαζε να τρέμει αδιάλειπτα από κάτι απροσδιόριστο και αυτό το τρεμούλιασμα έσμιγε με την αναταραχή που κρυφά η φανερά είχε κυριεύσει όλους τους. Όλος ο τόπος έβραζε και αφουγκραζόταν. Στο χωριό έμεναν κυρίως Πόντιοι, τρεις οικογένειες βλάχων και τρεις οικογένειες με Σλαβική καταγωγή, που οι Πόντιοι τους είχαν βρει εκεί όταν πρωτοήρθαν στην περιοχή. Επίσης έμενε και μια γυναίκα, η Πηνελόπη, με τον γιο της τον Σπύρο, ένα χρόνο μεγαλύτερο από τον Τάσο. Η Πηνελόπη ήταν μια γυναίκα μικρόσωμη, ξερακιανή με εντυπωσιακά μεγάλα αυτιά, που κάλυπτε το πάνω μέρος τους με τα μαλλιά της, στερεώνοντας τα με τσιμπιδάκια πίσω απ’ αυτά. Τα μάτια της μικρά σαν τρύπες με δυο σμιχτά φρύδια, που το ένα ήταν σηκωμένο και έδιναν στο πρόσωπό της μία μόνιμη ειρωνική όψη. Οι φούστες που φορούσε ήταν όλες μακριές, με μια ποδιά πάγια δεμένη στην μέση της. Ο μικρός γιος της ήταν πιστό αντίγραφο δικό της. Αδύνατος, με τεράστια αυτιά, (αυτιάγκο τον φωνάζανε οι συνομήλικοι του,) και σηκωμένο το ένα του φρύδι, πιστό αντίγραφο της μάνας του. Οι δυο τους, κάποια στιγμή, εμφανίστηκαν απ’ το πουθενά στο σπίτι κάποιας ηλικιωμένης ντόπιας που ζούσε μόνη σε ένα σπίτι μεγάλο για τα δεδομένα του χωριού, που το κληρονόμησε απ’ τον άνδρα της, έναν απ’ τους παλιούς κατοίκους της περιοχής. Η γριά την παρουσίασε σαν ανιψιά της, κόρη της αδερφής της απ’ την Πελοπόννησο. Όλοι στο χωριό μάθανε πως είχε χάσει τον άνδρα της στο Αλβανικό και ήρθε, μαζί με το γιο της, στη θεία της για να μην την αφήσουν μόνη, μεγάλη γυναίκα. Ήταν πειστικοί με τις πληροφορίες που δώσανε για τον εαυτό τους και κανείς δεν μπήκε στον κόπο να κάνει ερωτήσεις, αφού κανείς δεν πολυενδιαφερόταν. Είχαν σοβαρότερα θέματα να τους απασχολούν. Κι έτσι, η Πηνελόπη και ο Σπύρος ξέμειναν στο χωριό.(Σπυράκο τον λέγανε οι κάτοικοι του χωριού, γιατί ήταν κολλημένος στο φουστάνι της μάνας του και όλο έκλαιγε. Το παρατσούκλι τον ακολούθησε κι όταν μεγάλωσε, γιατί δεν άλλαξε η συμπεριφορά του σε σχέση με την μάνα του). Με τα χρόνια κανείς δεν πίστεψε στο χωριό την ιστορία της Πηνελόπης, γιατί εντωμεταξύ η θεία της πέθανε και της άφησε το σπίτι που έμενε μαζί με τα χωράφια και κανείς, όλα εκείνα τα χρόνια, δεν εμφανίστηκε σαν συγγενής της γριάς ή της Πηνελόπης. Ούτε στην κηδεία ήρθε κανείς. Κι έτσι ένα μυστήριο περιέκλειε την ιστορία της Πηνελόπης, που στην αρχή και για λίγο απασχόλησε το χωριό, αλλά σύντομα σταμάτησαν να ασχολούνται. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια και πραγματικά τελείως τυχαία να μάθουν την ιστορία τους. Ήταν ένα καλοκαίρι, που όπως κάθε χρόνο, ήρθαν να κατασκηνώσουν οι φαντάροι στην άκρη του χωριού, μέσα στο δασίλιο. Ένας φαντάρος απ’ τα μέρη της την αναγνώρισε κι από στόμα σε στόμα έμαθε το χωριό για τον άνδρα που την άφησε έγκυο και την εγκατέλειψε. Ήταν ένας πλανόδιος που πουλούσε στην περιοχή τους, και συχνά στο χωριό της, πράγματα για το σπίτι. Από πιρούνια μέχρι σεντόνια. Μετά από κάποιους μήνες απ’ την εξαφάνιση του πλανόδιου, η Πηνελόπη, κατάλαβε την εγκυμοσύνη της, όταν πρόσεξε τους συγχωριανούς της να παρατηρούν περίεργα την κοιλιά της και το έσκασε απ’ το χωριό με τη βοήθεια της μάνας της. Το πώς κατέληξε στο χωριό δεν το μάθανε, ούτε μάθανε ποτέ, αν η γριά θεία της, γνώριζε για το νόθο
Η συμπεριφορά της απέναντι στους χωριανούς ήταν υπεροπτική και απαξιωτική παρ’ όλη την προσπάθεια που κάνανε εκείνοι να νιώθει δική τους. Είχε έναν μόνιμο θυμό πάνω της, που αντανακλούσε και στο στεγνό πρόσωπό της, που θαρρείς τον είχε χρόνια φυλαγμένο μέσα της και κατά καιρούς τον περνούσε απ’ τον τροχό της κακίας και τον ανανέωνε για να μην τον χάσει. Σε ένα χωριό που ανακατεύθηκαν τέσσερεις πολιτισμοί, διασταυρώθηκαν οι επιρροές τους, συγκρούστηκαν πολλές φορές, αλλά τελικά αγαπήθηκαν οι διαφορετικές αντιλήψεις και οι τρόποι ζωής, η Πηνελόπη δεν κατάφερε να αφομοιωθεί. Κι ο γιος της αργότερα, όταν πήγαινε στο σχολείο με τ’ άλλα παιδιά του χωριού, είχε πάντα ένα μόνιμο περιφρονητικό ύφος όταν τους κοίταζε, σαν να τους ξεπερνούσε στο μυαλό, στις γνώσεις κι έβλεπε τα ενδιαφέροντά τους σαν πράγματα κατώτερης ποιότητας. Μάνα και γιος κρατούσαν μια στάση ρατσιστική απέναντί τους και θεωρούσαν μόνο τον εαυτό τους Έλληνες. Τους μετανάστες τους θεωρούσαν Τούρκους και τους άλλους Βούλγαρους. Μόνο με τους βλάχους είχαν κάποιες παρτίδες κι αυτό μόνο σε ότι είχε σχέση με τα χωράφια και τα ζώα. Είχαν το μεγαλύτερο κλήρο απ’ όλους τους υπόλοιπους, κληρονομιά της μακαρίτισσας. Εκείνα τα χωράφια τα νοίκιαζαν στους βλάχους και παίρνανε χρήματα, αλεύρι, γάλα και το τυρί τους. «Οι αριστοκράτες» τους λέγανε οι χωριανοί, γιατί ήταν οι μόνοι που δεν δούλευαν τα χωράφια τους. Εκείνοι κορόιδευαν την γλώσσα τους και ούτε λόγος βέβαια για επαφή μαζί τους. Ο Σπυράκος δεν έκανε παρέα ποτέ με τα παιδιά του χωριού, γιατί η μάνα του τον απέτρεπε να συναναστρέφεται με «αμόρφωτους αλήτες».Το βλέμμα μάνας και γιου ήταν γεμάτο πανουργία. Δεν εμπιστεύονταν κανένα ταμπουρωμένοι σε μια μόνιμη καχυποψία. Κλεισμένοι στον εαυτό τους, μίζεροι, θρησκόληπτοι, με μια αλλοπρόσαλλη σκληρότητα. Ο Σπυράκος μεγαλώνοντας ξεχείλιζε από μια διανοητική έπαρση, λόγω της προφοράς του, που την θεωρούσε πιο Ελληνική από εκείνη των Ποντίων. Ντυμένος πάντα καλά, σε σχέση με τα υπόλοιπα χωριατόπαιδα, κοιτούσε με περιφρόνηση τα παλιά, μπαλωμένα ρούχα τους και τις στρεβλωμένες απ’ τα πολλά πατήματα σόλες των παπουτσιών τους. Η Λέγκω πολλές φορές προσπάθησε να τους προσεγγίσει, γιατί νόμιζε πως αυτό που τους χρειάζονταν ήταν οι φίλοι. Η προσπάθεια είχε αποβεί μάταιη. Η Πηνελόπη έκλεινε τις πόρτες για κάθε μορφή επικοινωνίας, κι έτσι και εκείνη σταμάτησε.
Ήταν ένα πρωί του Σεπτέμβρη, όταν η Σπυριδούλα άκουσε τις φωνές της Λέγκως. Βγήκε από το σπίτι και μπήκε στον μικρό κήπο που έζωνε γύρω- γύρω όλο το σπίτι και πάσχισε να διακρίνει πίσω απ’ τις κουρτίνες του παραθύρου τους, προσπαθώντας να αρπάξει ένα κομμάτι απ’ το οικογενειακό καυγά που εξελισσόταν στο εσωτερικό του σπιτιού. Αφού κατέβαλε απεγνωσμένες προσπάθειες και δεν κατάφερε να βγάλει νόημα από τα ουρλιαχτά μπήκε μέσα με το θάρρος που της έδινε η διπλή ιδιότητά της, της Νονάς και της φίλης. Ο Τάσος καθόταν στην καρέκλα και είχε σκυμμένο το κεφάλι στο τραπέζι. Το χέρι του έτριβε με μανία το δεξί αυτί του. Η Λέγκω μπροστά του, με το μάτια γεμάτα άγριες αποχρώσεις να πετούνε σπίθες οργής καταπάνω του. Η Σπυριδούλα πήγε κοντά της και την έπιασε απ’ τους ώμους. Πρώτη φορά την έβλεπε έτσι. «Τι έγινε, Λέγκω, τι πάθατε;» Γύρισε και την κοίταξε. «Έλα να μάθεις τα μαντάτα μας, Σπυριδούλα». Την έπιασε απ’ το χέρι και την τράβηξε θυμωμένα προς τον γιο της, που σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε με ένα βλέμμα που ζητούσε βοήθεια. « Άκου τι λέει», ωρυόταν η Λέγκω, «Άκου τι λέει. Θα κάνει, λέει, αντίσταση! Ποιος μωρέ, εσύ; Τι θαρρείς πως είσαι, ε; η τελευταία τρύπα του ζουρνά. Θα σε λιώσουν, βρε, θα σε τσαλαπατήσουν!» Τα χέρια της χειρονομούσαν άγρια στον αέρα. Σαν καταρράκτης χύνονταν οι λέξεις απ’ το στόμα της και έπιαναν φωτιά. Η Σπυριδούλα προσπάθησε να την ηρεμήσει. «Κάτσε να μιλήσουμε, να μου εξηγήσεις, έτσι που φωνάζεις δεν καταλαβαίνω τίποτα» της είπε. «Τρελή είσαι κι εσύ;» την άρπαξε απ’ τα μούτρα. «Δεν καταλαβαίνεις; Ο κανακάρης μου θέλει ν’ ανέβει το βράδυ στο βουνό. Θα κάνει λέει αντίσταση, ακούς; Αντίσταση.» Γύρισε και την κοίταξε παρακλητικά. «Πες του, βρε, Σπυριδούλα, τι είναι ο πόλεμος»! Ο Τάσος προσπαθούσε να αρθρώσει κουβέντα μα εκείνη δεν του έδινε χώρο. Τα μάτια της άγρια, διεισδυτικά τα ένιωθε να τον χαρακώνουν σαν κοφτερό μαχαίρι.«Μάνα, σταμάτα!» φώναζε ο Τάσος. «Δεν καταλαβαίνεις πως το καθήκον μου είναι να είμαι δίπλα στους φίλους μου που έχουν τόσους μήνες φευγάτοι. Αν δεν βγούμε όλοι στους δρόμους οι Γερμανοί δεν πρόκειται να φύγουν ποτέ.» Τα μάτια του ήταν γεμάτα από ένα νεανικό, ασυγκράτητο πάθος, που φούσκωνε μέσα του, μπήκε στο αίμα του, κυκλοφορούσε ήδη στις αρτηρίες του. «Πουθενά δεν θα πας, ακούς;» ούρλιαζε η Λέγκω, σαν να μην την άγγιξαν τα λόγια του. «Εδώ θα κάτσεις. Η θέση σου είναι εδώ στο σπίτι σου, στα χωράφια μας. Αυτοί που πάνε έχουν άλλους πίσω τους. Ακούς; Εσύ ποιον θα αφήσεις; Εμένα; Ξέγραψε με εμένα. Αν φύγεις, θα πεθάνω!» Έπεσε αποκαμωμένη δίπλα του. Τα χέρια της απλώθηκαν και μάζεψαν τα δικά του. Η φωνή της μαλάκωσε, κουρασμένη. Τα μάτια της έψαξαν τα δικά του παρακλητικά. «Μην φύγεις, Τάσο, ο πόλεμος δεν είναι παιχνίδι, γιε μου. Θα σκοτωθείς, μόνο εσένα έχω. Ας πάνε οι άλλοι. Εσύ μείνε στο σπίτι μας, σε χρειάζεται, σε χρειάζομαι!» Τα λόγια είναι περιττά όταν η ψυχή δεν θέλει να ακούσει. Κι η ψυχή του Τάσου κάλπαζε ήδη με καβαλάρη το νεανικό του πάθος. Κοίταξε τη νονά του. «Μίλα και συ νονά, εμένα δεν με ακούει. Ντρέπομαι, καταλαβαίνετε; Ντρέπομαι να κάθομαι να φυλάω τη μάνα μου, ενώ όλα τα παιδιά της ηλικίας μου κάτι κάνουν, κάτι προσφέρουν αυτή τη στιγμή. Ακόμα και τα κορίτσια έφυγαν.» Αγκάλιασε την μάνα του απ’ τους ώμους. « Θα πάω, μάνα» της είπε αποφασιστικά. « Δεν βλέπεις πως δεν έχω άλλη επιλογή; Σου αρέσει να κάθομαι δίπλα σου και να παριστάνω πως δεν ξέρω τι συμβαίνει γύρω μου;» Της έπιασε τα χέρια που ήταν κρεμασμένα μπροστά του, άψυχα, παρατημένα, σαν να σταμάτησε το αίμα στις φλέβες τους. « Και εσύ και εγώ θα ντρεπόμαστε αργότερα και ας μην το παραδέχεσαι τώρα. Θα ντρέπεσαι όταν θα σε ρωτάνε τι έκανε ο γιος σου την ώρα που το σπίτι σου έπαιρνε φωτιά, την ώρα που η χώρα σου κινδύνευε. Τι θα λες; Καθόταν και με φύλαγε;» Η Λέγκω δεν μιλούσε. Η Σπυριδούλα πήγε κοντά της. « Έχει δίκαιο, όλοι οι νέοι πολεμούν» της είπε. « Και όλοι σκοτώνονται» μούγκρισε εκείνη, και κούνησε το κεφάλι της. Η ψυχή της αιωρούνταν εξουδετερωμένη. Ο Τάσος ένιωσε την ανάγκη να αστειευτεί. « Ο θάνατος δεν θα τολμήσει να ξαναπεράσει το κατωθύρι μας» της είπε, «η νίκη θα είναι δική μας», κι η Λέγκω ξανακούνησε το κεφάλι της. Το ίδιο βράδυ ο Τάσος έφυγε από το σπίτι του και μαζί του έφυγαν η Ελένη κι η Τασούλα. Εκείνες δεν είχαν το κουράγιο να το πουν στις μάνες τους. Έφυγαν κρυφά.
Συνεχίζεται……..