Τρίτη 17 Ιουνίου 2008

Συνέχεια Νο 10

Έτσι η παρέα μπήκε στην αντίσταση. Οι τρεις μάνες άλλαξαν από εκείνη τη νύχτα. Ο φόβος εισέβαλε στα φυλλοκάρδια τους χωρίς να του δώσουν την άδεια. Κάθε θόρυβος που ακουγόταν τις νύχτες τους κουρέλιαζε τα νεύρα. Το κρυφτούλι των παιδιών τους με το θάνατο άφηνε τα βαθιά του ίχνη μέσα στην ψυχή και στο κορμί τους. Για την Λέγκω ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα γιατί ο Τάσος ήταν ο άνδρας της, ο γιος της, το κορίτσι της, ο φίλος της, η πίστη της στη ζωή, ο λόγος ύπαρξης της. Όλα, τα πάντα. Οι δυο ζαρωματιές πλάι στο στόμα της έγιναν βαθιές σαν κάποιος να τις χάραξε με το μαχαίρι. Το κορμί της το θέριζε μια παγωμένη ανατριχίλα τις νύχτες, που καθόταν στο σκοτάδι της αυλής και αφουγκραζόταν τον κάθε θόρυβο. Ηρεμούσε μόνο όταν ο γιος της εμφανιζόταν μέσα στο σκοτάδι κάποιες νύχτες μπροστά της. Αγκάλιαζε το κορμί της, που ο φόβος θαρρείς το κόνταινε, το μίκραινε. «Είδες;» της ψιθύριζε. «Δεν σου είπα πως ο θάνατος φοβάται να με ζυγώσει;» και της ζητούσε κάτι να φάει και έφευγε πάλι σαν τον κλέφτη μέσα στη νύχτα. «Σε παρακαλώ να προσέχεις. Θα πεθάνω αν χάσω κι εσένα,» του ψιθύριζε κάθε φορά εκείνη και μέσα σε εκείνες τις λέξεις στρίμωχνε όλη την αγωνία της για τη ζωή του. «Μη στεναχωριέσαι, μάννα, δεν είμαι μονάχος» της χαμογελούσε, «η νίκη είναι δική μας». Η αγαπημένη του έκφραση.
Ο Τάσος δεν φοβόταν, όπως όλη η παρέα του, που καθώς περνούσαν οι μέρες μεγάλωνε, γιατί σχεδόν, κάθε πρωινό μαθαίνανε και για κάποιο παιδί συνομήλικο τους που ανέβηκε στο βουνό. « Έφυγε κι ο Ηλίας του Χρήστου, η Ζωή και ο Αλέξης», της είπε ένα πρωινό η Αναστασία. Και τα τρία παιδιά ήταν φίλοι των δικών τους παιδιών. Ο ένας τραβούσε τον άλλον. Παιδιά που κατανάλωναν τη ζωή τους εκείνη την εποχή στο κρυφτούλι με το θάνατο. Κονταροχτυπιόνταν με τη μοίρα τους, δίχως να σκεφτούν πως μπορεί να ‘ναι η τελευταία μάχη της ζωής τους. Τα νέα του Τάσου έφταναν στο χωριό απ’ τους συντρόφους του που κατέβαιναν, όπως και εκείνος τις νύχτες κρυφά στα σπίτια τους. Τα νέα αυτά τα μοιράζονταν όλο το χωριό, που εκείνη την εποχή ήταν σαν μια γροθιά ενωμένοι. Μέσα σ’ αυτήν την γροθιά δεν χωρούσαν μόνο δυο άνθρωποι. Η Πηνελόπη και ο Σπυράκος. Ήταν οι μόνοι που μπαινοβγαίνανε στην κοινότητα, που την είχαν επιτάξει οι Γερμανοί . Στο σπίτι τους έμενε και ένας αξιωματικός των Ες Ες, ο Χάιντριχ, που μιλούσε Ελληνικά. Η Πηνελόπη τον έπλενε, του σιδέρωνε τα ρούχα, του μαγείρευε και γενικά έκανε ότι περνούσε απ’ το χέρι της για να τον ευχαριστήσει. «Από τέτοιους ανθρώπους μόνο κέρδος έχεις», έλεγε στην Μαρία, την γυναίκα του Γεράσιμου που συνόρευαν οι αυλές τους, όταν εκείνη τη ρωτούσε τι δουλειά έχει ο Σπυράκος με τον Γερμανό. Τους βλέπανε καθημερινά να τριγυρνούνε στο χωριό μαζί. Κάθονταν μαζί στον κήπο τους και του μάθαινε τάβλι. «Είναι πολύ έξυπνος,» έλεγε με περηφάνια στο καφενείο όταν έπιναν μαζί και οι χωρικοί έκαναν προσπάθεια να μην δείξουν την αντιπάθειά τους. «Σε λίγες μέρες έμαθε τάβλι». Τότε ήταν που μετατράπηκε η αδιαφορία των χωριανών του, που χρόνια ένιωθαν για μάνα και γιο, σε φόβο και μίσος.
Τα νέα για τα κατορθώματα του Τάσου και της παρέας του έφταναν και στα δικά τους αυτιά και βέβαια τα μετέφεραν και στον καινούριο φίλο τους, γιατί ο αξιωματικός έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τον Τάσο και για κάθε παλικάρι που εξαφανιζόταν μέσα σε μια νύχτα. Ένιωθαν υποχρεωμένοι λοιπόν να τον βοηθήσουν γιατί κι εκείνος τους βοηθούσε. Τίποτα δεν τους έλειψε απ’ τη στιγμή που ο Γερμανός μπήκε στο σπίτι τους. Ένα πράγμα ήξερε ο Σπυράκος, αν δεν τους πείραζες, δεν σε πείραζαν. Καθόλου δεν καταλάβαινε αυτούς που έπαιρναν τα βουνά. «Ηλίθιους», τους χαρακτήριζε. Για εκείνον οι Γερμανοί σαν κύριοι μπήκαν στην Ελλάδα χωρίς να πειράξουν κανέναν. «Και αν κάποιοι σκοτώθηκαν το ζητούσε ο οργανισμός τους. Σε ποιον κάνεις αντίσταση, βρε; Πού πας ξυπόλητος στ’ αγκάθια;» έλεγε όλο θυμό η Πηνελόπη στην Μαρία.«Τι έχουν; Τα τανκς, το στρατό; Τίποτα. Κάτσε λοιπόν στ’ αυγά σου», συμπλήρωνε κι ο Σπυράκος. « Κι ο Τάσος, της Λέγκως. Ποιος τον πείραξε, μου λες; Οι Γερμανοί; Σημασία δεν του δώσανε ποτέ. Σηκώθηκε και πήρε τα βουνά. Παράτησε τη μάνα του μόνη να τα βγάζει πέρα με τα χωράφια. Γιατί βρε ηλίθιε; Εγώ δηλαδή που έμεινα στο χωριό τι είμαι, βλάκας;»
Τα μετέφερε όλα αυτά η Μαρία, στην Σπυριδούλα. «Πες τους να προσέχουν, τους φοβάμαι,» της έλεγε και εκείνη προειδοποιούσε την κουμπάρα της. «Οι άνθρωποι αυτοί είναι χωρίς ψυχή και μπορεί να γίνουν αμείλικτοι όταν νιώσουν ότι χάνουν ή όταν δεν παίρνουν αυτό που χρειάζονται». «Τι μπορεί να χάνουν απ’ τον αγώνα των παιδιών μας;», απορούσε η Λέγκω. « Τα παιδιά μας κάνουν αυτό που εκείνοι ποτέ δεν θα τολμήσουν να κάνουν. Αυτά, βλέπεις, προσπαθούν να υπερασπίσουν τα όνειρα τους κι εκείνοι προσπαθούν να κρυφτούν απ’ τους εφιάλτες τους», ήταν η εξήγηση της Σπυριδούλας.
Οι πληροφορίες που προσπαθούσε ο Σπυράκος να μαζέψει για την παρέα των παιδιών αργούσαν να έρθουν, γιατί οι χωριανοί δεν μιλούσαν μπροστά του. Επειγόταν να δώσει κάτι χειροπιαστό στον φίλο του. Με κάποιο τρόπο έπρεπε να τους δείξει πως είναι μαζί τους ουσιαστικά. Η εμπιστοσύνη κερδίζεται, δεν χαρίζεται. Βαθειά μέσα του ήξερε πως ο Τάσος ήταν αυτός που ήθελε να παραδώσει στους Γερμανούς. Η σκηνή με το παγωμένο πρόσωπο της Νίκης που τον κάρφωνε, κυριαρχούσε μέσα του.
«Τι είναι αυτά που λες, Σπύρο;» Τί της είχε πει; Ότι την ξεχώριζε απ’ όλες τις κοπέλες του χωριού και θα ήθελε να είναι μαζί. Ο τοίχος που είχε υψώσει ανάμεσά τους εκείνη τη στιγμή, η Νίκη, δε θα μπορούσε να τον σηκώσει μόνη της. Κάτι υπήρχε πίσω απ’ αυτό ή κάποιος, ίσως. Η ματαιοδοξία του και προπάντων η αυτοπεποίθησή του που έφτανε ως το ναρκισσισμό, δεν του άφηναν χώρο να σκεφτεί μία άρνηση από μέρους της. «Δεν σε είδα έτσι ποτέ και ούτε έχω σκοπό να σε δω στο μέλλον», του είπε. Αν του έριχνε χαστούκι θα ένιωθε λιγότερη ντροπή. Είχε συνηθίσει να αυτοθαυμάζεται και έτρεφε μεγάλη εκτίμηση προς τη νοημοσύνη του. Η απροσδόκητη άρνηση της τον χτύπησε σαν κεραυνός. Ήταν σαν ράπισμα, σαν να του ξέσκισε το προστατευτικό περίβλημα της σιγουριάς του. Αυτός την είχε κάνει κιόλας κτήμα του στις σκέψεις του. Εκείνο το βράδυ ήθελε να τη σκοτώσει. Θεώρησε μεγάλη αχαριστία από μέρους της την άρνησή να δει την τύχη που την προσφερόταν και βέβαια, την αδυναμία της να τον δει όπως έβλεπε εκείνος τον εαυτό του. Αυτό συνέβη πριν δύο μήνες. Περίμενε να περάσουν δυο μέρες από εκείνη την κουβέντα μεταξύ τους, να κατακάτσει ο θυμός του, πριν πάει να τη βρει και να λογαριαστεί μαζί της. Μέσα του βασίλευε η ελπίδα ότι κάτι μπορεί να άλλαξε, ίσως μπορεί να το σκέφτηκε ώριμα. Περίμενε πρώτα να καλύψει η νύχτα όλες τις σκιές στο δρόμο και ξεκίνησε για το σπίτι της, που ήταν στην άκρη του χωριού, πρώτο όταν έμπαινες ερχόμενος από το Κιλκίς. Ο αέρας ήταν φορτωμένος υγρασία, κάτι ανάμεσα σε ομίχλη και βροχή. Το φεγγάρι που ανάτελλε ήταν κατά τα τρία τέταρτα γεμάτο, αλλά το έκρυβαν τα σύννεφα. Το κρύο ήταν δαγκωτό, κρύο ψιλό και διαπεραστικό. Κοντοστάθηκε όταν πλησίασε στο σπίτι της. Το αμυδρό φως της λάμπας διακρινόταν από το μπροστινό παράθυρο. Προσπάθησε να ανακαλύψει τη φιγούρα της πίσω απ’ την κουρτίνα. Και ξαφνικά, κι ενώ ετοιμαζόταν να δρασκελίσει το δρόμο για να φτάσει μπροστά στο σπίτι, μια σκιά άνοιξε την μικρή ξύλινη πόρτα του κήπου και μπήκε με μεγάλη προφύλαξη μέσα. Ο Αζόρ έτρεξε κοντά στον εισβολέα, χωρίς να γαυγίσει κουνώντας την ουρά του, που σημαίνει πως ο άγνωστος ήταν οικείο πρόσωπο. Η ανδρική σιλουέτα έσκυψε και τον χάιδεψε προκαλώντας κλαψουρίσματα χαράς και ενθουσιασμού από το σκύλο. Σε λίγο διέσχισε τον κήπο και με τον σκύλο να τον ακολουθεί κουνώντας την ουρά του έφτασε στην πόρτα του σπιτιού, η οποία άνοιξε αμέσως, σαν κάποιος να περίμενε πίσω της και μπήκαν μέσα ο άνδρας και το σκυλί. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους. Έτρεξε κατά εκεί και κρύφτηκε πίσω απ’ το χοντρό κορμό της δάφνης που ήταν μπροστά στο φωτισμένο παράθυρο. Άκουσε το ξαφνικό γαύγισμα του σκύλου από μέσα. Έμεινε τελείως ακίνητος προσπαθώντας να ελέγξει την ταραγμένη του ανάσα. Μέσα στο σπίτι δεν ακουγόταν τίποτα άλλο από τα γρυλίσματα του Αζόρ, που έγιναν μαλακότερα, ώσπου ήσυχος απ’ την ακινησία της νύχτας, ηρέμισε. Σε λίγο είδε τις σκιές τους να περνούν μπροστά απ’ το φωτισμένο παράθυρο και να πάνε προς το κρεβάτι. Κάθισαν στην άκρη του και τότε διέκρινε και αναγνώρισε την ανδρική σιλουέτα. Ήταν ο Τάσος. Οι κόμποι στα χέρια του που έσφιγγαν τον κορμό της δάφνης έγιναν κάτασπροι. Πως βρέθηκε εδώ; αναρωτήθηκε. Είχε τρεις μήνες που ήταν εξαφανισμένος από το χωριό. Και τι γύρευε στο σπίτι της Νίκης; Ξαφνικά πέρασε απ’ το μυαλό του ο Χάιντριχ. Έπρεπε να τον ειδοποιήσει. Οι δυο σκιές μέσα στο σπίτι αγκαλιάστηκαν. Ένιωσε να κλονίζεται σαν να τον χτύπησαν στο πρόσωπο. «Ήρεμα, Σπύρο», μουρμούρισε στον εαυτό του. Κάτι του έλεγε πως αυτή τη νύχτα θα έπιανε λαυράκι. Η βροχή δυνάμωσε κι οι σταγόνες έπεφταν παγωμένες σαν σκάγια στην πλάτη του. Δεν τον ένοιαζε καθόλου. Έστησε αυτί. Μιλούσε η Νίκη κλαίγοντας. Οι λυγμοί της, αν και συγκρατημένοι, έμοιαζαν με κλάμα μικρού παιδιού. «Τι θα κάνουμε, Τάσο;»Τι συμβαίνει; Αναρωτήθηκε. Γιατί κλαίει στην αγκαλιά του; «Όλα θα φτιάξουν, θα δεις,» της έλεγε σκουπίζοντας τα μάτια της με την παλάμη του. «Θα μιλήσω σήμερα κιόλας στη μάνα μου και θα το σκάσουμε οι δυο μας στη Θεσσαλονίκη για να παντρευτούμε. Εκεί κανείς δεν μας ξέρει. Μετά εσύ θα πας να μείνεις με τη μάνα μου κι εγώ θα γυρίσω όταν ηρεμίσουν τα πράγματα. Δίπλα στη μάνα μου δεν θα έχεις τίποτα να φοβηθείς.» «Και το μωρό;» ρώτησε εκείνη. «Όταν με το καλό φτάσει η ώρα θα γεννηθεί στο σπίτι μας». Κοκάλωσε ανίσχυρος καρφωμένος στη γη. Αυτό ήταν! Γι’ αυτό τον απέρριψε.
Τη γλύτωσε τότε γιατί το μυστικό τον έπιασε εξ απίνης. Δεν θα του ξέφευγε την επόμενη φορά.
Κι έτσι άρχισε να παρακολουθεί το σπίτι του Τάσου τις νύχτες.
Η απόφαση, έμαθαν αργότερα, πάρθηκε απ’ την παρέα, με επτά απ’ τα δέκα χέρια υπέρ. Έως τότε δεν ζύγωναν το χωριό τους απ’ το φόβο της αναγνώρισης. Χτυπούσαν στο Κιλκίς ή στη Θεσσαλονίκη, που ήταν μεγάλες πόλεις και τα ίχνη τους κρύβονταν καλά. Αυτή τη φορά αποφάσισαν να χτυπήσουν την κοινότητα του χωριού. Εκεί που είχαν τα γραφεία τους οι Γερμανοί. Τη δουλειά τη μελέτησαν καλά για να μην κάνουν ζημιά στο υπόλοιπο χωριό. Την ανάθεσαν στον Τάσο και στον φίλο του τον Ηλία, γιο του Χρήστου. Και οι δυο ξέρανε το χωριό καλά. Ο ένας θα έμπαινε απ’ τα δυτικά και ο άλλος απ’ το βόρειο μέρος του χωριού. Στις δώδεκα ακριβώς θα έπρεπε να είναι κι οι δυο πίσω απ’ το κτίριο της κοινότητας. Τα δυο παιδιά χώρισαν δίνοντας τα χέρια. «Καλή τύχη, φίλε».
Παρά τέταρτο ο Τάσος βρισκόταν κοντά στο σπίτι του. Το κτίριο της κοινότητας ήταν απέναντι. Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να δει τη μάνα του. Έτσι για λίγα λεπτά. Προλάβαινε. Δρασκελίζει το πίσω μέρος του φράχτη και σχεδόν, έρποντας ανάμεσα στην πλεγμένη βλάστηση, με σιγανά βήματα μπαίνει στο σπίτι. Φτάνει το κρεβάτι της, αλλά δεν προλαβαίνει να την ξυπνήσει. Εκείνη είναι κιόλας ξυπνητή. Το ένστικτο της την προειδοποίησε για τον ερχομό του. Τον αρπάζει στα χέρια της, «φύγε», του ψιθυρίζει με αγωνία. Η διαίσθηση μέσα της, σαν μακρόσυρτο βουητό την προειδοποιεί να τον προφυλάξει. «Έβλεπα άσχημο όνειρο, φύγε.» Τον σπρώχνει προς την πόρτα. Ο Τάσος γελώντας την αγκαλιάζει. «Στάσου, ρε μάνα, να σε δω λίγο και θα φύγω αμέσως, δεν έχω πολύ χρόνο.» «Φύγε, φύγε», εκείνη φωνάζει και εκείνος σαστισμένος απ’ την αγωνία που διαβάζει στα μάτια της, βγαίνει σαν τον κλέφτη πάλι απ’ την πόρτα και δρασκελίζει τον φράχτη. Η ώρα είναι δώδεκα παρά πέντε. Το κτίριο της κοινότητας ασπρίζει απέναντί του φρεσκοασβεστωμένο. Πρέπει να φύγει. Μα κάτι τον κρατάει κολλημένο στο χώμα. Πρώτη φορά βλέπει τη μάνα του έτσι. Ένα κακό προαίσθημα του σφίγγει το στήθος. Συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις, μέρες τώρα, για να τα οργανώσει όλα κατά τον καλύτερο τρόπο, δίχως να ξεχάσει τίποτα, η καρδιά του όμως χτυπάει τόσο δυνατά και τόσο γρήγορα, που ανασαίνει με δυσκολία. «Α, ρε μάνα, μ’ έκοψες τα πόδια», μουρμουρίζει μέσα στα δόντια του. Σέρνεται στο χώμα και ετοιμάζεται να περάσει απέναντι. Πρώτα βλέπει τη λάμψη κι ύστερα νιώθει τη σφαίρα να του καίει την κοιλιά. Διπλώνεται και προσπαθεί να σηκωθεί για να τρέξει προς τα πίσω, στο φράχτη. Τότε ακριβώς η νύχτα φωτίζει με δεκάδες αστραπές γύρω του. Ένα δεύτερο κάψιμο νιώθει στην πλάτη κι ύστερα στον ώμο. Ακούει την κραυγή της μάνας του που καλύπτει όλους τους ήχους γύρω του. «Παιδί μου», και οι φλόγες απέναντι στην κοινότητα φέρνουν τη μέρα πρόωρα. «Τα κατάφερε ο Ηλίας», σκέφτεται και ένα άλλο κάψιμο του τρυπάει το κεφάλι. Νιώθει τη Λέγκω να πέφτει πάνω του. Ακούει το μούγκρισμα πληγωμένου θεριού που βγαίνει απ’ το λαιμό της. Βλέπει τα τρελά της μάτια, γεμάτα άγριες αποχρώσεις, να κοιτάζουν αλαφιασμένα γύρω της πετώντας σπίθες τρέλας. Αρπάζεται από τα χέρια της. Για μια στιγμή καταφέρνει να σηκωθεί διπλωμένος στα δύο κι αμέσως ξαναπέφτει πάνω στην Λέγκω που ουρλιάζει. Για μια στιγμή σηκώνει τα μάτια του. Η αγωνία, σαν κουρτίνα φλεγόμενη, έχει σκεπάσει τη ματιά του. Στα χείλη του διαγράφονται λέξεις που δεν μπορεί να τις καταλάβει η Λέγκω. Σκύβει πάνω του. «Πες μου», του λέει. Στο πρόσωπό του φαίνονται οι σπασμοί της επιθανάτιας αγωνίας. « Η Νίκη, μάνα, είναι….» Κάτι ακόμα προσπαθεί να ψελλίσει, μα δεν τα καταφέρνει. « Ναι, Τάσο μου, είναι δική μας, η νίκη είναι δική σας, παιδί μου,» ουρλιάζει τα ίδια λόγια του γιου της όταν προσπαθούσε να της δώσει κουράγιο. Τα χέρια του κρατούνε με δύναμη το νυχτικό της, κάτι ακόμα θέλει να της πει και σαλεύει τη γλώσσα του με αγωνία και κόπο, ψελλίζοντας κάτι που δεν μπορεί να φτάσει στ’ αυτιά της. Τα μάτια του κολλάνε στα δικά της για δευτερόλεπτα. Ασάλευτα τα πάντα γύρω τους. Ως κι η σιωπή έχει βουβαθεί. Μόνο για λίγο, κι ύστερα το τσακισμένο κεφάλι του δεν αντέχει, πέφτει στα χέρια της. Ανελέητο φως γύρω τους απ’ τις φλόγες στην κοινότητα, στα μάτια της Λέγκως, αντάριασμα, παραφορά. Κι ύστερα η κραυγή της σπάει τη σιωπή σε χιλιάδες μικρά κομματάκια, γυναίκες και άνδρες εμφανίζονται γύρω τους με πετρωμένα από τη φρίκη πρόσωπα, σαν να ‘ταν κρυμμένοι πίσω από τις πόρτες τους και περίμεναν ένα σινιάλο για να βγουν. Ο σπαραχτικός θρήνος της Λέγκως, τρυπάει τη νύχτα και σουβλίζει τις καρδιές τους. Μια οιμωγή από γυναικεία στόματα γεμίζει τον αέρα. Μια θρηνωδία για τον Τάσο που τίποτα πάνω στο πληγωμένο κορμί του, που το σκεπάζει σχεδόν, το τεράστιο σώμα της μάνας του, δεν θυμίζει το παλικάρι που γνωρίζανε. Η μύτη και τα ζυγωματικά του έχουν γίνει θρύψαλα. Στη θέση του προσώπου του υπάρχει τώρα ένας άμορφος πολτός, που ξέρναει αίμα και βάφει το χώμα του δρόμου κόκκινο. Κάτω από το σώμα του είχε σχηματισθεί μια κόκκινη λίμνη. Οι κρυμμένοι Γερμανοί μπροστά σ’ εκείνες τις δεκάδες κραυγές ανατριχιάζουν. Βλέπουν τις φλόγες που ξεπηδούνε απ’ την κοινότητα και τρέχουν μήπως μπορέσουν να σώσουν κάτι. Το σώμα του Τάσου μεταφέρεται απ’ τους άνδρες στο σπίτι τους. Η λάμπα φέγγει τη σάλα κι οι γυναίκες αναλαμβάνουν το καθάρισμά απ’ τα αίματα και το στόλισμα του για τον κάτω κόσμο ενώ η Λέγκω σπαράζει μισολιπόθυμη στο χωμάτινο δάπεδο. Γαμπρό τον ντύνουν κι αφού τελειώνουν, τη σηκώνουν, τη βάζουν να κάτσει κοντά του και κάθονται και εκείνες γύρω του να τον μοιρολογήσουν. Τρομαχτική νύχτα. Μέσα οι κραυγές της Λέγκως, που κάθε λίγο ξεσηκώνουν το θρήνο και των άλλων γυναικών και έξω απ’ το σπίτι οι άνδρες, κάτω απ’ το αντιφέγγισμα της φλόγας που έτρωγε αχόρταγα τα υπάρχοντα των Γερμανών μέσα και έξω απ’ την κοινότητα, καπνίζουν και ρουφούνε τις μύτες τους σε κάθε ξέσπασμα της Λέγκως. Όταν χαράζει δύο άνδρες πίσω απ’ το σπίτι ετοιμάζουν την κάσα, πριονίζοντας και καρφώνοντας τα ξύλα, που μέσα στο χάραμα σφυροκοπούσαν στ’ αυτιά τους με τα βαριά ζυγισμένα χτυπήματα, που το καθένα τους φαίνονταν να ’ναι το τελευταίο αλλά δεν ήτανε και επαναλαμβάνονταν τεντώνοντας τα κουρασμένα νεύρα τους. Όταν τέλειωσαν ένα λευκό σεντόνι ντύνει το αδούλευτο ξύλο και τοποθετούν το σώμα του μέσα που οι γυναίκες το σκεπάζουν με χρυσάνθεμα. Η Λέγκω παρακολουθεί όλες τις διαδικασίες κλαίγοντας, διορθώνοντας τις ατέλειες. Από το στόμα της βγαίνουν πότε κραυγές, πότε θρήνοι, πότε μοιρολόγια, πότε κουβέντες με αποδέχτη τον γιο της. Η φωνή της βράχνιασε. Τα μάτια της δεν φεύγουν ούτε λεπτό απ’ το άσπρο, στραπατσαρισμένο πρόσωπο του παιδιού της. Βελούδο πορφυρό το φως της λάμπας πέφτει στα κλειστά του βλέφαρα, φως που δεν θ’ αγγίξει τ’ ωραίο πρόσωπο και που δεν θα χαϊδέψει τα μάγουλά του ποτέ πια. Τα χέρια της χαϊδεύουν εκείνο το πρόσωπο και τα στεγνά πανιασμένα χείλια της του μιλούν. «Σήκω γιε μου. Σήκω λουλούδι μου. Σήκω καμάρι μου. Αροθύμεσεσα, πούλιμ’[1] (Σε νοστάλγησα, πουλί μου). Στα έλεγα εγώ η άμοιρη. Θα σε σκοτώσουν, σου έλεγα. Δεν με άκουγες Τάσο μου, δεν με άκουγες την έρμη….» Το στόμα της δεν σταματάει να του μιλά και τα δάχτυλα των χεριών της ακολουθούν το περίγραμμα του τσακισμένου προσώπου του, τα χείλη του, τα δόντια του, τα σταυρωμένα χέρια του. Το μυαλό της προσπαθεί να συγκεντρώσει όλες τις μνήμες, όλες τις εικόνες να τις δέσει σε άλμπουμ μέσα της. Μικρές σταγόνες ιδρώτα γυαλίζουν κάθε τόσο στο πρόσωπό της που ύστερα από λίγο βαραίνουν και κυλούν προς τα κάτω. Η Σπυριδούλα τη σκουπίζει με μια βρεγμένη πετσέτα το πρόσωπο, κάθε φορά που πηγαίνει να λιποθυμήσει ή νιώθει την τρέλα να ξεφεύγει απ’ το κουτί του μυαλού της. Κοιτάει το ακίνητο κορμί του γιου της με την ελπίδα πως δεν είναι πεθαμένο, πως είναι άρρωστο ή κοιμισμένο. Εκείνη όμως η φριχτή ακινησία γεμίζει το μυαλό της απόγνωση.
Ο αέρας έξω στον μικρό κήπο που έζωνε γύρω- γύρω όλο το σπίτι, βάραινε και στο χόρτο απλώθηκε μια λεπτή μεμβράνη υγρασίας. Οι άνδρες, που δεν μπορούνε να κάτσουν καταγής, κάθε τόσο αναστενάζουν, κουβεντιάζουν δυνατά κι άλλοτε πάλι χαμηλώνουν τη φωνή τους και μιλούνε ψιθυριστά. Ακούγοντας κάθε τόσο τα ξεσπάσματα των γυναικών, ρουφούνε τις μύτες τους κι νιώθουν την οργή τους να τους πιέζει. Καθισμένοι ανακούρκουδα στον κήπο καπνίζοντας μέσα στην αυγή που προχώρησε, συζητώντας προσπαθούνε να ξεμπλέξουν το κουβάρι της προδοσίας. Γιατί για προδοσία πρόκειται. Γι’ αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Αρχίζουν να ενώνουν εικόνες, λόγια, βλέμματα, ήχους κι όλα μαζί να αποκτούν νόημα, σκελετό και να εμφανίζεται μπροστά τους μια ιστορία με αρχή και τέλος με πρωταγωνιστή τον Σπυράκο. Η γνώση αυτή τρυπώνει στην ψυχή τους και καίει σαν θυμωμένη φωτιά. Φουντώνει με τις σκέψεις τους. Στην αρχή αρχίζουν να τον βρίζουν και να τον καταριούνται. Η οργή δεν ξεθυμαίνει, φουντώνει μέσα τους, αγριεύει τα πρόσωπα τους. Οι καύτρες των τσιγάρων τους μοιάζουν με μικροσκοπικά κόκκινα μάτια που ανάβουν κι σβήνουν. Ο Χρήστος, φίλος του άνδρα της Λέγκως, κρατάει στο χέρι του ένα μικρό σουγιά και κάθε λίγο κόβει μ’ αυτό ένα κομμάτι ξύλου, από τα δέντρα της αυλής, το καθαρίζει από τη φλούδα του, και μόλις τελειώνει ξανακόβει άλλο κομμάτι και επαναλαμβάνει την ίδια διαδικασία. Έχει μαζέψει δίπλα του ένα μικρό μάτσο καθαρισμένα κομμάτια ξύλου. μοιάζει ολότελα απασχολημένος από εκείνη τη λεπτή δουλειά με τις προσεκτικές κινήσεις του σουγιά στα χέρια του. Αν δεν προσέξει κανείς το λαιμό του που προσπαθεί να συγκρατήσει το καρύδι της οργής που έχει καθίσει στο λαρύγγι του, θα νομίσει πως βρέθηκε εκεί κατά λάθος. Το μόνιμο και ειρωνικό χαμόγελο που κρεμόταν πάντα από τα χείλη του εξαφανίστηκε, μόνο οι άδειες ρυτίδες απ’ αυτό παρέμειναν γύρω στα μάτια και το στόμα του. Μια καινούρια, δυνατή κραυγή της Λέγκως τον κάνει να στρέψει το κεφάλι του προς την πόρτα του σπιτιού. Πάει δισταχτικά προς τα εκεί. Την κοιτάζει απ’ την ορθάνοιχτη πόρτα. Σηκώνει κι εκείνη τα μάτια της τα μάτια της. Η ματιά της εντατική, επείγουσα, που
πυρώνει σαν κάρβουνο το στήθος του. Πιάνει πάλι να ξύνει το κομμάτι του ξύλου που κρατάει στο χέρι.
Την αγαπάει τη Λέγκω. Την αγαπάει από μικρός. Δεν τόλμησε ποτέ να της το πει, πόσο μάλλον να της το δείξει. Είχε κάνει την επιλογή της κι εκείνος την σεβάστηκε. Τη μέρα που η Λέγκω παντρεύτηκε τον Τάσο, μέθυσε για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του. Εκείνη τη νύχτα αποχαιρέτισε, στην φαντασία μόνο, αγαπημένη του, και την έθαψε μέσα του βαθειά. Τα χρόνια περνούσαν, παντρεύτηκε εν τω μεταξύ και εκείνος, η Λέγκω χήρεψε κι εκείνος εξακολουθεί να την αγαπάει και να πονάει μέσα του με το δικό της πόνο. Ο Τάσος, ο άνδρας της, ήταν φίλος και πόνεσε κι ο ίδιος για το χαμό του. Η αγάπη του όμως για τη Λέγκω γαντζωμένη σφιχτά μέσα του.
Πρώτος σηκώνεται ο γέρο Στάθης. Ο Τάσος του είχε φτιάξει το φούρνο του. «Σκοθέστεν»[2](Σηκωθείτε), είπε δυνατά κι οι υπόλοιποι σαν να περίμεναν αυτό το σύνθημα σηκώνονται και αποφασιστικά βγαίνουν απ’ την αυλή. Κανείς δεν μιλάει. Το βαρύ κι αποφασιστικό τους βήμα ακούγεται πάνω στο χωμάτινο δρόμο, μπροστά απ’ τις ανταύγειες της φωτιάς που φέγγουν τα βήματά τους κι ύστερα μπροστά στο σπίτι της Πηνελόπης. Βλέπουν φως στο παράθυρο. Πρώτος πάλι ο κυρ Στάθης σκύβει και παίρνει μια πέτρα και την εκσφενδονίζει στο φωτισμένο παράθυρο. Ο κρότος των σπασμένων τσαμιών είναι το σινιάλο και για τους υπόλοιπους. Βροχή πέφτουνε οι πέτρες μέσα στο σπίτι απ’ το κατεστραμμένο παράθυρο. Κάποιος από μέσα σβήνει τη λάμπα. Το σκοτάδι γεμίζει από απειλητικές φωνές γεμάτες οργή. «Έβγωσον οξωκά, χαμαζετζή»[3] «Σπιούνε» «Τομάρ». (Βγες έξω προδότη,σπιούνε,τομάρι).

Δεν υπάρχουν σχόλια: