Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

Συνέχεια Νο 9

Έτσι πρόωρα ο θάνατος πέρασε το κατώφλι του σπιτιού της και η ζωή της φρέναρε μπροστά σε ένα αόρατο χέρι. Στα δέκα οκτώ της χρόνια η Λέγκω έμεινε χήρα. Εκείνες τις τραγικές μέρες, τα ξεσπάσματα υστερίας της μάζευαν όλο το χωριό γύρω της. Το ξετρελαμένο μυαλό της είχε γαντζωθεί απελπισμένα στη σκέψη ότι έχανε και το παιδί της. Δεν το έχασε. Ήταν αυτό που έσωσε τη ζωή της, όταν ένιωσε να κατρακυλά στο βάραθρο. Χάρη σε εκείνο διατήρησε τη συνοχή της και ανέλαβε καθήκοντα για τα οποία θεωρούσε τον εαυτό της ανέτοιμο. Σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, γυναίκες του χωριού την προστάτευαν με την καθημερινή παρουσία τους δίπλα της. Οι άνδρες μαζεύονταν στην αυλή και συμπαραστέκονταν κι αυτοί με τον τρόπο τους. Ο πατέρας της δεν υπήρχε πια. Δεν ξεπέρασε ποτέ το φευγιό της Φανής. Κάθε μέρα που περνούσε βυθιζόταν χωρίς σωτηρία στο πηγάδι της πιο μαύρης απελπισίας. Η ανάμνησή της τον κυνηγούσε σαν ένας υπόκωφος πόνος που τον χτυπούσε στο στομάχι και τον δίπλωνε στα δύο. Πέθανε μετά δύο χρόνια από ακατάσχετη αιμορραγία. Γαστρορραγία, είπε ο γιατρός.
Η μάνα της, απασχολημένη με το έργο της επιβίωσης και αποκατάστασης της άλλης κόρης, για μια στιγμή έδειξε πως δεν θα άφηνε τις καταστάσεις να την υπερβούν. Μόλις όμως «ταχτοποιήθηκε» κι η Λέγκω, άφησε τον εαυτό της. Στην κυριολεξία αποσύρθηκε. Απλά και ήσυχα έφυγε, κι εκείνη, ένα βράδυ από κοντά τους , ένα χρόνο μετά το γάμο τους.
Σε επτά μήνες, από το θάνατο του Τάσου ήρθε και ο γιος της, μ’ ένα χαμόγελο σαν του πατέρα του. Του έδωσε το όνομά του και το βάπτισε η φίλη της η Σπυριδούλα, που έμενε δίπλα της. Εκείνη την εποχή της απόλυτης ψυχικής μάρανσης, η αγάπη για το γιο της ήταν το μόνο που της είχε απομείνει Ήταν, όχι μόνο το κουράγιο, αλλά όλα όσα ενώνονται για να συνδέσουν την θέληση και την επιθυμία της για ζωή. Έστρεψε όλη της την ενέργεια σε εκείνον όπως σπρώχνουν τα φυτά το φύλλωμα τους στο φως του παράθυρου. Ήταν ένα φως που ξαφνικά μπήκε στη ζωή της και την φώτισε. Ακόμα και τις νύχτες, όταν ακουμπούσε με το χέρι την άδεια θέση του άνδρα δίπλα της κι ένιωθε να συσσωρεύετε η απελπισία μέσα της, το χαμόγελο του γιου της ήταν εκείνο που τη γαλήνευε
Τα χρόνια δύσκολα, η φτώχια τους ακολουθούσε καταποδιαστά και εκείνη έπρεπε να τα καταφέρει με τα χωράφια μόνη της και με εκείνον λεχούδι. Το πρωί, ξέκλεβε λίγο χρόνο για να πάει στα μνήματα, ν’ ανταλλάξει λίγες κουβέντες με τον Τάσο, γι’ αυτά που δεν προλάβανε να πούνε και για τα καινούρια που ήρθαν και δεν τα γνώριζε εκείνος κι εκεί, μέσα στην απόλυτη μοναξιά, ανάμεσα στη σιωπή των πεθαμένων, του έλεγε με όλες τις λεπτομέρειες, τα νέα για το γιο τους, τις δυσκολίες με τα χωράφια, του μιλούσε για τη βοήθεια των συγχωριανών και ειδικότερα του αγαπημένου του φίλου, Χρίστου, στο όργωμα και στο θέρος. Αυτό που δεν παρέλειπε ποτέ να του πει, ήταν το πόσο πολύ της έλειπε. Μέσα σε κείνο το ασάλευτο τοπίο η κουβέντα με τον Τάσο ηρεμούσε ψυχή της και έκανε τη ζωή υποφερτή.
Έτσι περνούσαν τα χρόνια έχοντας δίπλα της τον μικρό Τάσο, που χρόνο με το χρόνο μεγάλωνε και ήταν η χαρά και η περηφάνια όλου του χωριού. Λίγο η ορφάνια του, λίγο ο καλός του χαραχτήρας, λίγο εκείνο το αμήχανο χαμόγελο, όταν έτριβε το λοβό του αυτιού του, το ταλέντο και ο ειδικός τρόπος που είχε να συνεργάζεται με τους ανθρώπους, τους κέρδιζε όλους. Ήταν κι η αισιοδοξία μια από τις πλευρές του χαρακτήρα του που τον έκαναν αξιαγάπητο. Από τα δέκα του χρόνια βοηθούσε την μάνα του κανονικά σαν μεγάλος άνδρας. Ξεκινούσανε χαράματα για τα χωράφια, άλλοτε διαβαίνοντας εκείνους τους χαραγμένους με βαθιές σχισμές από την ξηρασία δρόμους, πάνω σε πατημένα, από τις ρόδες των κάρων, φίδια και βατράχους και σ’ άλλες φορές να προσπαθούν να κουνήσουν τα πόδια τους μέσα στις λάσπες που γέμιζαν οι λαστιχένιες μπότες τους. Μαζί κουβαλούσανε το σιτάρι στον μύλο, που ήταν έξω από το χωριό και μαζί έπειτα το αλεύρι από το μύλο στο σπίτι. Με κείνο το τσουβάλι έπρεπε να περάσουνε το χειμώνα.
Στα δέκα πέντε του χρόνια ο Τάσος έφτιαξε μόνος του ένα καρότσι, με υλικά που τα έβρισκε κατά καιρούς από τη φύση ή πεταμένα από τους ανθρώπους, τελείως άχρηστα δηλαδή, γιατί εκείνη την εποχή για να πετάξει κάποιος κάτι θα έπρεπε να μην του χρησίμευε σε τίποτα. Εκείνο το καρότσι έγινε το θαύμα όλου του χωριού και από τη μια μέρα στην άλλη ο γιος της έγινε ο τεχνίτης του χωριού, που κατασκεύαζε από πιρούνια μέχρι μαντριά για τα ζώα. Για τη μάνα του και για εκείνον, εκείνο το καρότσι, άλλαξε τη ζωή τους προς το καλύτερο. Σταματήσανε να κουβαλάνε τα βάρη στις πλάτες τους. Το καρότσι έγινε το δεξί τους χέρι. Με εκείνο στο χωράφι, στον μύλο, με εκείνο στο παζάρι, για να ανταλλάξουνε τα αυγά, το βούτυρο, το γάλα, το σιτάρι και να πάρουνε τη ζάχαρη, το πετμέζι, κανένα φιρίκι. Αυτά αγοράζανε από το παζάρι, τα υπόλοιπα τους τα πρόσφερε η γη. Οι πατάτες, τα κρεμμύδια, οι ντομάτες, τα λαχανικά γενικώς, έβγαιναν από τον κήπο τους που τον καλλιεργούσανε οι δυο τους, με τη βοήθεια της Ελένης και της Τασούλας. Η Ελένη ήταν φίλη του Τάσου από τα μικρά τους χρόνια. Η Λέγκω την ξεχώριζε από όλα τα κορίτσια που έκανε παρέα ο γιος της. Ήταν η κόρη της Αναστασίας, που μαζί με την Σπυριδούλα, ήταν οι αγαπημένες της φιλενάδες. Μεγαλώσανε μαζί, όπως τα παιδιά τους. Η Τασούλα ήταν κόρη της Σπυριδούλας, νονά του Τάσου. Τα τρία παιδιά ήταν πολύ αγαπημένα. Τους έβλεπε η Λέγκω και τους χαιρόταν. Ακόμα και τις δουλειές των σπιτιών τις έκαναν μοιρασμένα. Μια φύτευαν στο ένα σπίτι, μια πότιζαν στο άλλο, μια σκάλιζαν στο τρίτο. Και στα τρία σπίτια δεν υπήρχαν άνδρες μεγάλοι να δουλέψουν τα κτήματα. Οι πατέρες των κοριτσιών ήταν συνήθως εξορίες και φυλακές. Κι έτσι τα τρία παιδιά μοιράζονταν τις δουλειές και μόλις τις τέλειωναν τρέχανε στο μικρό δασίλιο στην άκρη του χωριού. Ήταν η περιοχή του χωριού με πολλά δέντρα και άφθονα νερά, που συγκέντρωνε κόσμο και απ’ τα γύρω χωριά. Η Ελένη ήταν ένα κορίτσι με ζωντάνια, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της, ιδιαίτερα έξυπνο, σοβαρό με κρίση πάνω σε πολλά ζητήματα. Διάβαζε ότι έπεφτε στα χέρια της. Της θύμιζε τον εαυτό της, τότε που ζούσε με τους γονείς της και την Φανή. Είχε ξεσκονίσει όλα τα βιβλία του πατέρα της Λέγκως. Όπως και τα βιβλία του δικού της πατέρα, που τα κουβαλούσε από τις εξορίες και τις φυλακές. Κορίτσι ανήσυχο, της έδινε την εντύπωση πολλές φορές πως δεν τη χωρούσε το χωριό. Ήθελε κι άλλους ορίζοντες ανοιχτούς. Όταν γυρνούσε ο πατέρας της, η Ελένη εξαφανιζόταν για μέρες κι ήταν κολλημένη πάνω του, γιατί τον θαύμαζε για τις ιδέες του και για τον αγώνα που έδινε για να τις υλοποιήσει. Πιο πολιτικοποιημένη από όλη την παρέα, προσπαθούσε να πείσει και τους άλλους δύο να ενεργοποιηθούν κι εκείνοι. Την μάλωνε πολλές φορές η Λέγκω γι’ αυτό. Δεν ήθελε να δει το γιο της να μπερδεύεται με αυτά τα πράγματα. Δεν ήθελε να τον τρέχουν φυλακές κι εξορίες.
Την εποχή, λοιπόν, εκείνη που η Λέγκω δεν νοιαζόταν ή δεν έδειχνε ενδιαφέρον για τα προβλήματα του κόσμου, οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο και άλλαξαν όλα στο χωριό. Άφησαν ελεύθερους τους κομμουνιστές, που τους είχαν μαζεμένους σε φυλακές και εξορίες σαν εχθρούς του λαού, για να τους επιστρατεύσουν μαζί με τους υπόλοιπους. Μέσα σ’ εκείνους ήταν και οι άνδρες της Σπυριδούλας και της Αναστασίας. Ένας ενθουσιασμός είχε καταλάβει το χωριό. Μια έξαψη, ένας αναβρασμός, μια ορμή, ένα πάθος, κυμάτιζαν μαζί με τη σημαία στην κοινότητα, σε όλες τις ψυχές των νέων του χωριού. Ήταν όλοι έτοιμοι να υπερασπίσουν τα όνειρά τους, που τη δεδομένη στιγμή είχαν άμεση εξάρτηση από την πατρίδα τους. Οι παλιοί, αυτοί που πριν χρόνια αναγκάστηκαν να παρατήσουν τις περιουσίες τους και να φύγουν κυνηγημένοι από ένα πόλεμο στα παράλια του Πόντου, ήταν μαζεμένοι, φοβισμένοι. Των νέων όμως η οργή έβγαινε από μέσα τους δυνατή σαν ουρλιαχτό, αυθεντική.
Έτσι ξεκίνησαν για τον πόλεμο. Μ’ ένα ουρλιαχτό. «Θα τους τσακίσουμε». Ασυναίσθητα η Λέγκω σκέφτηκε τότε πως ευτυχώς, ο Τάσος είναι μόνο δεκαεπτά χρόνων. Όπως όλες οι μάνες που είχαν γιους, είχε χάσει την περιφερειακή της όραση και έβλεπε τα πράγματα σε σχέση μόνο με το παιδί της. Ο Τάσος της θα κινδύνευε και τίποτα άλλο δεν την ενδιέφερε. Του το είπε κάποια στιγμή, ενώ ο Τάσος ήταν σκυμμένος στον κήπο και σκάλιζε το σπανάκι. «Ευτυχώς που είσαι μικρός ακόμα!». Σήκωσε απότομα τα μάτια του και την κοίταξε κι ενώ εκείνη, προσπάθησε να αποφύγει την αποδοκιμασία στο βλέμμα του, εκείνος σηκώθηκε και άφησε την τσάπα στα πόδια του. Αμήχανα αφαιρούσε ένα μαύρο στεφάνι λάσπης που είχε μαζευτεί στα νύχια του από το υγρό χώμα. «Μη με κάνεις να ντρέπομαι για σένα», της είπε και μπήκε στο σπίτι. Πάγωσε. «Τι είναι αυτά που λες»; Έτρεξε πίσω του. «Μην το συζητήσουμε, γιατί θα μαλώσουμε. Πρέπει να ξέρεις όμως πως εγώ ντρέπομαι που θα κάτσω στο σπίτι και δεν θα πάρω μέρος σ’ αυτόν τον πόλεμο». Η Λέγκω κατάλαβε πως η συζήτηση δεν έπρεπε να συνεχιστεί γιατί θα εξελισσόταν σε πυρωμένο σίδερο που θα έκαιγε και τους δυο. Τον κοίταξε κρυφά. Έτριβε το λοβό του δεξιού του αυτιού. Αυτή του την κίνηση τη γνώριζε καλά. Την έκανε όταν ένιωθε αμηχανία ή πολλή οργή. Είχε αλλάξει ο Τάσος της, έδειχνε σαν να είχε αλλάξει μέσα του η θέα των πραγμάτων, του κόσμου όλου. Σαν να τον αφύπνισε το άδικο. Τα μάτια του πολλές φορές τα έπιανε νάναι χαμένα , σαν σε άλλο κόσμο, ερμητικά κλεισμένος. Κι άλλες φορές πάλι, έβλεπε μέσα σ’ αυτά να κατοικεί τόση οργή που την τρόμαζε. Οι τρίχες στο πρόσωπο του πλήθαιναν και τις έκοβε με το ψαλίδι, δεν τον άφηνε να βάλει ακόμα ξυράφι. Ήταν μεγαλόσωμος για την ηλικία του, στα δεκαεπτά του φαινόταν εικοσάρης. Είχε και τη συμπεριφορά εικοσάρη, ίσως απ’ τις πολλές ευθύνες που τον είχε φορτώσει από μικρό. Εκείνη τη μέρα τον είδε πολύ θυμωμένο και δεν τόλμησε να συνεχίσει την κουβέντα τους, καταλάβαινε πως δεν θα τους έβγαζε πουθενά. Γνώριζε πως ότι πίστευε ο γιος της το υποστήριζε με πάθος. Κατάλαβε επίσης, πως αν ήταν λίγο μεγαλύτερος και τον δέχονταν στο στρατό θα είχε φύγει ότι κι αν έλεγε εκείνη. Οι ειδήσεις από το μέτωπο των Ελλήνων ξεσήκωναν όλους στο χωριό. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, από τα ορθάνοιχτα παράθυρα φωνές ούρλιαζαν « Τα μάθατε; Πήραμε την Κορυτσά» και γέμιζε η πλατεία του χωριού από κόσμο που αγκαλιάζονταν, έκλαιγαν, τραγουδούσαν. Κάθε νίκη των Ελλήνων έβγαζε όλο το χωριό στο δρόμο.
Ο Τάσος έδειχνε να χάνει το ενδιαφέρον του για οτιδήποτε δεν είχε σχέση με τον πόλεμο. Τον παρατηρούσε γεμάτη αγωνία και ενώ ο φόβος σαν ερπετό έβγαινε από μέσα της, τον καμάρωνε. Καμάρωνε την γέννηση πολιτικής συνείδησης μέσα του. Αυτό δεν του το είχε διδάξει. Καμάρωνε τον ενθουσιασμό του που τον είχε μεταδώσει και στην ίδια και παρόλο που προσπαθούσε να τον κρύψει, περίμενε κι εκείνη, με καρδιοχτύπι τα νέα. Η υποψία πως δεν ήταν μόνο ο πόλεμος που απασχολούσε το παιδί της, ήρθε αργότερα. Ήταν κάποια βράδια που εξαφανιζόταν για περισσότερες ώρες από ότι συνήθιζε, ήταν ίσως οι στιγμές στον κήπο, που δεν την έβλεπε, αλλά εκείνη τον παρατηρούσε κρυφά πίσω απ’ την κουρτίνα να τρίβει με μανία το αυτί του. Κάποιες φορές ένιωθε την ψυχή του να μην κατοικεί μέσα του, ήταν αλλού. Βεβαιώθηκε κάποιο βράδυ όταν γύρισε σε κακή κατάσταση στο σπίτι. Τον ρώτησε τι είχε. Και εκείνος έπεσε πάνω στο ντιβάνι της κουζίνας και έκλαψε σαν μικρό παιδί. Σπαρταρούσε στο κλάμα. Τρόμαξε η Λέγκω. Κάθισε δίπλα του πήρε το κεφάλι του και το ακούμπησε στα πόδια της. Χαϊδεύοντας τα μαλλιά του τρυφερά προσπάθησε να μάθει τι συμβαίνει. Κάποια στιγμή ψέλλισε γεμάτος παράπονο. «Γι’ αυτά δεν μου μίλησες ποτέ, μάνα!» Ένιωσε ένα δυνατό τσίμπημα μέσα της. Αυτός είναι έρωτας, σκέφτηκε.
Το ένστικτό της επικεντρωμένο πάντα στον αγώνα της επιβίωσής τους, πού να της μείνει ενέργεια να του μιλήσει για έρωτα. Τι ήξερε άλλωστε, να του πει; Από την άλλη, τον θεωρούσε μικρό ακόμα για να δικαιούται να μάθει γι’ αυτά τα πράγματα. Έτσι τον έβλεπε. Χρόνια προσπαθούσε να ατσαλώσει την ψυχή του από τις δοκιμασίες και τους κινδύνους τους συνηθισμένους. Ο έρωτας δεν είναι κίνδυνος, έτσι ήξερε. Δεν είναι πόνος, δεν είναι απόγνωση, όπως αυτή που έβλεπε στα μάτια του παιδιού της εκείνη τη στιγμή. Προσπάθησε να τον πείσει να της εμπιστευτεί για όσα τον απασχολούσαν, για να δούνε μαζί τις πραγματικές τους διαστάσεις. Άδικος κόπος. Δεν της μίλησε ποτέ για εκείνη την κρίση, παρά την αγάπη που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον. «Πέρασε, ξέχνα το», ήταν η απάντησή του καθώς εκείνη προσπάθησε πολλές φορές να μάθει.
Κάποια μέρα που έλειπε ο Τάσος από το σπίτι, φώναξε την Ελένη. Την ξεκαθάρισε απ’ την αρχή πως δεν ήθελε να την ψαρέψει, απλώς ανησυχούσε για τον Τάσο και θα ήθελε να τον βοηθήσει. Στα μάτια της Ελένης διάβασε πως πράγματι κάτι συνέβαινε που δεν θέλησε να της πει. « Δεν είναι κάτι που θα πρέπει να σε ανησυχεί», της είπε. «Είναι ερωτευμένος; Μόνο αυτό πες μου» Και τότε πρόσεξε μια σκιά να καλύπτει, μόνο για μια στιγμή, τα όμορφα, μεγάλα της μάτια. Μια υποψία πέρασε ξαφνικά από το μυαλό της Λέγκως. Μια υποψία που έγινε βεβαιότητα στη συνέχεια της κουβέντας τους. Η Ελένη ήταν ερωτευμένη με τον Τάσο. « Έχε τον εμπιστοσύνη, κάποια στιγμή που θα νιώσει βέβαιος για αυτά που νιώθει θα σου μιλήσει. Άλλωστε ξέρεις πόσο σε αγαπάει». Σοβαρή, μετρημένη, δεν της άφησε περιθώρια για συνέχιση της κουβέντας τους για εκείνο το θέμα. « Κάνε υπομονή, έχεις καλό γιο.» Όταν έφυγε η Ελένη προσπάθησε να καταλάβει από μόνη της. Κρυφή ελπίδα της από χρόνια από τότε που τα παιδιά μεγάλωναν μαζί, ήταν κάποτε να τα δει μαζί. Με τον καιρό η ελπίδα της χάθηκε βλέποντας τα παιδιά απλώς να γίνονται φίλοι. Τίποτα δεν έδειχνε πως αυτό με τον καιρό μπορούσε ν’ αλλάξει. Ο Τάσος την αγαπούσε σαν αδερφή του. Και για την Ελένη το ίδιο πίστευε. Εκείνη η σκιά στα μάτια της; Τι συμβαίνει; Αναρωτήθηκε. Με ποια ήταν ερωτευμένος ο Τάσος; Ο καιρός περνούσε κι εκεί που η συμπεριφορά του Τάσου ηρέμησε, έδειχνε σαν να μην τον απασχολούσε τίποτα το εξαιρετικό, κάποιο απόγευμα η Λέγκω, που καθόταν μπροστά στο παράθυρό τους, που έβλεπε στον κήπο της Αναστασίας, είδε ξαφνικά τον γιο της ν’ αρπάζει στην αγκαλιά του την Ελένη και να την φέρνει γύρους γελώντας. Τράβηξε με τρόπο την κουρτίνα για να μην την βλέπουν και προσπάθησε ν’ ακούσει. Το μόνο που άκουσε ήταν το «Σσς» της Ελένης. «Θα σ’ ακούσουν». Την άφησε κάτω και κάθισαν δίπλα-δίπλα στα χόρτα και τον έβλεπε να της εξιστορεί κάτι πολύ συγκινημένος, που πρέπει να είχε μεγάλο ενδιαφέρον. Η Ελένη τον άκουγε γελαστή, με προσοχή. Δεν κατάλαβε τίποτα η Λέγκω. Ήθελε να μάθει την πηγή της χαράς του. Μα δεν τον ρώτησε όταν σε λίγο μπήκε στο σπίτι. Έψαξε το πρόσωπό του. Ένιωσε τη χαρά του που προσπαθούσε να την κρύψει μέσα σ’ ένα σοβαρό, καθημερινό πρόσωπο. « Κάνε υπομονή» της είχε πει η Ελένη. Αυτό έπρεπε να κάνει. Εκείνο που την ενδιέφερε ήταν ότι ο γιος της ήταν ευτυχισμένος εκείνη τη στιγμή. Φαινόταν να είχε βρει την έξοδο κινδύνου από το πρόβλημά του.
Ο πόλεμος με τους Ιταλούς έμεινε στη μέση, κι ενώ οι φαντάροι μας γύριζαν πίσω ένας- ένας με τα πόδια απ’ το αλβανικό μέτωπο, διασχίζοντας βουνά και πεδιάδες, μαθαίνοντας να κοιμούνται περπατώντας, να περνούν ακρωτηριασμένα ή νεκρά κορμιά, σημαδεμένοι ισόβια από την παραφροσύνη του πολέμου και την ωμότητα του ανθρώπου, τα κύματα ενός άλλου πολέμου μπήκαν στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί εισέβαλαν στην χώρα. Οι Έλληνες ξαφνιάστηκαν, πιάστηκαν απροετοίμαστοι. Κουρασμένοι από έναν πόλεμο που δεν τον επεδίωξαν αλλά ήταν υποχρεωμένοι να τον αντιμετωπίσουν, δεν άντεχαν έναν άλλον, χειρότερο από τον πρώτο. Ένας ολόκληρος λαός πισωγύρισε μαζεύοντας τις σημαίες της νίκης τους με τους Ιταλούς, μπροστά στην δύναμη των Γερμανών. Στο χωριό βλέπανε με μάτια διάπλατα την ιστορία να εξελίσσεται μπροστά τους δίχως να καταλαβαίνουνε τίποτα. Οι Γερμανοί επιτάξανε την κοινότητα και το σχολείο. Η βρώμα κι η δυσωδία μπήκε από τα διαβρωμένα κουφώματα των σπιτιών. Ο αέρας γέμισε σιωπή, απειλή, φόβο.
Οι μήνες περνούσαν, η παρέα άλλαξε. Αναπτύχθηκε σιγά- σιγά, μέσα στην ψυχή τους μια αγέρωχη, νεανική αίσθηση αδικίας. Μια έρπουσα κρυφή οργή έκανε τα μάτια τους να πετούνε σπίθες μίσους για τους ανθρώπους που από την μια στιγμή στην άλλη έφεραν τα πάνω κάτω στη χώρα τους. Τους έπνιγε η έξαλλη και ανήμπορη οργή των ανθρώπων που βλέπουν να τους αδικούν, να τους βιάζουν και δεν μπορούν να αντιδράσουν. Η Λέγκω το έβλεπε αυτό και το λεπίδι του φόβου της την προειδοποιούσε για τον κίνδυνο. Μια στρατιά καταχανάδων έκανε την εμφάνισή της μέσα της. Ο φόβος τύλιξε τα πλοκάμια του και ρουφούσε από όλες τις γωνιές του μυαλού της κάθε ενέργεια. «Τι σου συμβαίνει, παιδί μου;» Ρώτησε τον γιο της μια μέρα που τον ένιωθε σαν άγριο ταύρο. «Αχ, βρε μάνα, νιώθω πολύ θυμωμένος.» Η μάνα του τον κοίταξε και έκλεισε τα μάτια για ν’ αποφύγει τον τρόμο που ερχόταν, που τον ένιωθε, τον μύριζε. Έφτανε στα αυτιά της σαν ηχώ της κόλασης.
Ήξερε πως ανεπίσημα η αντίσταση άρχισε από τον λαό. Καθημερινά νέοι από όλη την Ελλάδα έμπαιναν στον αγώνα ενάντια στους Γερμανούς. Η φήμη γι’ αυτόν τον αγώνα έφτασε και στο χωριό τους και άρχισε να ταράζει τα φαινομενικά ήρεμα νερά των νέων του χωριού. Ένας- ένας άρχισαν να εγκαταλείπουν το μικρόκοσμό τους τις νύχτες και να ανεβαίνουν στα βουνά για να μπουν σε ομάδες κρούσης εναντίον των Γερμανών. Κάποιοι έμεναν πίσω για να βοηθήσουν στις γεωργικές εργασίες που θα τέλειωναν δύσκολα δίχως τα στιβαρά χέρια των νέων και βέβαια να βοηθήσουν εκ των έσω. Ο αέρας έμοιαζε να τρέμει αδιάλειπτα από κάτι απροσδιόριστο και αυτό το τρεμούλιασμα έσμιγε με την αναταραχή που κρυφά η φανερά είχε κυριεύσει όλους τους. Όλος ο τόπος έβραζε και αφουγκραζόταν. Στο χωριό έμεναν κυρίως Πόντιοι, τρεις οικογένειες βλάχων και τρεις οικογένειες με Σλαβική καταγωγή, που οι Πόντιοι τους είχαν βρει εκεί όταν πρωτοήρθαν στην περιοχή. Επίσης έμενε και μια γυναίκα, η Πηνελόπη, με τον γιο της τον Σπύρο, ένα χρόνο μεγαλύτερο από τον Τάσο. Η Πηνελόπη ήταν μια γυναίκα μικρόσωμη, ξερακιανή με εντυπωσιακά μεγάλα αυτιά, που κάλυπτε το πάνω μέρος τους με τα μαλλιά της, στερεώνοντας τα με τσιμπιδάκια πίσω απ’ αυτά. Τα μάτια της μικρά σαν τρύπες με δυο σμιχτά φρύδια, που το ένα ήταν σηκωμένο και έδιναν στο πρόσωπό της μία μόνιμη ειρωνική όψη. Οι φούστες που φορούσε ήταν όλες μακριές, με μια ποδιά πάγια δεμένη στην μέση της. Ο μικρός γιος της ήταν πιστό αντίγραφο δικό της. Αδύνατος, με τεράστια αυτιά, (αυτιάγκο τον φωνάζανε οι συνομήλικοι του,) και σηκωμένο το ένα του φρύδι, πιστό αντίγραφο της μάνας του. Οι δυο τους, κάποια στιγμή, εμφανίστηκαν απ’ το πουθενά στο σπίτι κάποιας ηλικιωμένης ντόπιας που ζούσε μόνη σε ένα σπίτι μεγάλο για τα δεδομένα του χωριού, που το κληρονόμησε απ’ τον άνδρα της, έναν απ’ τους παλιούς κατοίκους της περιοχής. Η γριά την παρουσίασε σαν ανιψιά της, κόρη της αδερφής της απ’ την Πελοπόννησο. Όλοι στο χωριό μάθανε πως είχε χάσει τον άνδρα της στο Αλβανικό και ήρθε, μαζί με το γιο της, στη θεία της για να μην την αφήσουν μόνη, μεγάλη γυναίκα. Ήταν πειστικοί με τις πληροφορίες που δώσανε για τον εαυτό τους και κανείς δεν μπήκε στον κόπο να κάνει ερωτήσεις, αφού κανείς δεν πολυενδιαφερόταν. Είχαν σοβαρότερα θέματα να τους απασχολούν. Κι έτσι, η Πηνελόπη και ο Σπύρος ξέμειναν στο χωριό.(Σπυράκο τον λέγανε οι κάτοικοι του χωριού, γιατί ήταν κολλημένος στο φουστάνι της μάνας του και όλο έκλαιγε. Το παρατσούκλι τον ακολούθησε κι όταν μεγάλωσε, γιατί δεν άλλαξε η συμπεριφορά του σε σχέση με την μάνα του). Με τα χρόνια κανείς δεν πίστεψε στο χωριό την ιστορία της Πηνελόπης, γιατί εντωμεταξύ η θεία της πέθανε και της άφησε το σπίτι που έμενε μαζί με τα χωράφια και κανείς, όλα εκείνα τα χρόνια, δεν εμφανίστηκε σαν συγγενής της γριάς ή της Πηνελόπης. Ούτε στην κηδεία ήρθε κανείς. Κι έτσι ένα μυστήριο περιέκλειε την ιστορία της Πηνελόπης, που στην αρχή και για λίγο απασχόλησε το χωριό, αλλά σύντομα σταμάτησαν να ασχολούνται. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια και πραγματικά τελείως τυχαία να μάθουν την ιστορία τους. Ήταν ένα καλοκαίρι, που όπως κάθε χρόνο, ήρθαν να κατασκηνώσουν οι φαντάροι στην άκρη του χωριού, μέσα στο δασίλιο. Ένας φαντάρος απ’ τα μέρη της την αναγνώρισε κι από στόμα σε στόμα έμαθε το χωριό για τον άνδρα που την άφησε έγκυο και την εγκατέλειψε. Ήταν ένας πλανόδιος που πουλούσε στην περιοχή τους, και συχνά στο χωριό της, πράγματα για το σπίτι. Από πιρούνια μέχρι σεντόνια. Μετά από κάποιους μήνες απ’ την εξαφάνιση του πλανόδιου, η Πηνελόπη, κατάλαβε την εγκυμοσύνη της, όταν πρόσεξε τους συγχωριανούς της να παρατηρούν περίεργα την κοιλιά της και το έσκασε απ’ το χωριό με τη βοήθεια της μάνας της. Το πώς κατέληξε στο χωριό δεν το μάθανε, ούτε μάθανε ποτέ, αν η γριά θεία της, γνώριζε για το νόθο
Η συμπεριφορά της απέναντι στους χωριανούς ήταν υπεροπτική και απαξιωτική παρ’ όλη την προσπάθεια που κάνανε εκείνοι να νιώθει δική τους. Είχε έναν μόνιμο θυμό πάνω της, που αντανακλούσε και στο στεγνό πρόσωπό της, που θαρρείς τον είχε χρόνια φυλαγμένο μέσα της και κατά καιρούς τον περνούσε απ’ τον τροχό της κακίας και τον ανανέωνε για να μην τον χάσει. Σε ένα χωριό που ανακατεύθηκαν τέσσερεις πολιτισμοί, διασταυρώθηκαν οι επιρροές τους, συγκρούστηκαν πολλές φορές, αλλά τελικά αγαπήθηκαν οι διαφορετικές αντιλήψεις και οι τρόποι ζωής, η Πηνελόπη δεν κατάφερε να αφομοιωθεί. Κι ο γιος της αργότερα, όταν πήγαινε στο σχολείο με τ’ άλλα παιδιά του χωριού, είχε πάντα ένα μόνιμο περιφρονητικό ύφος όταν τους κοίταζε, σαν να τους ξεπερνούσε στο μυαλό, στις γνώσεις κι έβλεπε τα ενδιαφέροντά τους σαν πράγματα κατώτερης ποιότητας. Μάνα και γιος κρατούσαν μια στάση ρατσιστική απέναντί τους και θεωρούσαν μόνο τον εαυτό τους Έλληνες. Τους μετανάστες τους θεωρούσαν Τούρκους και τους άλλους Βούλγαρους. Μόνο με τους βλάχους είχαν κάποιες παρτίδες κι αυτό μόνο σε ότι είχε σχέση με τα χωράφια και τα ζώα. Είχαν το μεγαλύτερο κλήρο απ’ όλους τους υπόλοιπους, κληρονομιά της μακαρίτισσας. Εκείνα τα χωράφια τα νοίκιαζαν στους βλάχους και παίρνανε χρήματα, αλεύρι, γάλα και το τυρί τους. «Οι αριστοκράτες» τους λέγανε οι χωριανοί, γιατί ήταν οι μόνοι που δεν δούλευαν τα χωράφια τους. Εκείνοι κορόιδευαν την γλώσσα τους και ούτε λόγος βέβαια για επαφή μαζί τους. Ο Σπυράκος δεν έκανε παρέα ποτέ με τα παιδιά του χωριού, γιατί η μάνα του τον απέτρεπε να συναναστρέφεται με «αμόρφωτους αλήτες».Το βλέμμα μάνας και γιου ήταν γεμάτο πανουργία. Δεν εμπιστεύονταν κανένα ταμπουρωμένοι σε μια μόνιμη καχυποψία. Κλεισμένοι στον εαυτό τους, μίζεροι, θρησκόληπτοι, με μια αλλοπρόσαλλη σκληρότητα. Ο Σπυράκος μεγαλώνοντας ξεχείλιζε από μια διανοητική έπαρση, λόγω της προφοράς του, που την θεωρούσε πιο Ελληνική από εκείνη των Ποντίων. Ντυμένος πάντα καλά, σε σχέση με τα υπόλοιπα χωριατόπαιδα, κοιτούσε με περιφρόνηση τα παλιά, μπαλωμένα ρούχα τους και τις στρεβλωμένες απ’ τα πολλά πατήματα σόλες των παπουτσιών τους. Η Λέγκω πολλές φορές προσπάθησε να τους προσεγγίσει, γιατί νόμιζε πως αυτό που τους χρειάζονταν ήταν οι φίλοι. Η προσπάθεια είχε αποβεί μάταιη. Η Πηνελόπη έκλεινε τις πόρτες για κάθε μορφή επικοινωνίας, κι έτσι και εκείνη σταμάτησε.
Ήταν ένα πρωί του Σεπτέμβρη, όταν η Σπυριδούλα άκουσε τις φωνές της Λέγκως. Βγήκε από το σπίτι και μπήκε στον μικρό κήπο που έζωνε γύρω- γύρω όλο το σπίτι και πάσχισε να διακρίνει πίσω απ’ τις κουρτίνες του παραθύρου τους, προσπαθώντας να αρπάξει ένα κομμάτι απ’ το οικογενειακό καυγά που εξελισσόταν στο εσωτερικό του σπιτιού. Αφού κατέβαλε απεγνωσμένες προσπάθειες και δεν κατάφερε να βγάλει νόημα από τα ουρλιαχτά μπήκε μέσα με το θάρρος που της έδινε η διπλή ιδιότητά της, της Νονάς και της φίλης. Ο Τάσος καθόταν στην καρέκλα και είχε σκυμμένο το κεφάλι στο τραπέζι. Το χέρι του έτριβε με μανία το δεξί αυτί του. Η Λέγκω μπροστά του, με το μάτια γεμάτα άγριες αποχρώσεις να πετούνε σπίθες οργής καταπάνω του. Η Σπυριδούλα πήγε κοντά της και την έπιασε απ’ τους ώμους. Πρώτη φορά την έβλεπε έτσι. «Τι έγινε, Λέγκω, τι πάθατε;» Γύρισε και την κοίταξε. «Έλα να μάθεις τα μαντάτα μας, Σπυριδούλα». Την έπιασε απ’ το χέρι και την τράβηξε θυμωμένα προς τον γιο της, που σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε με ένα βλέμμα που ζητούσε βοήθεια. « Άκου τι λέει», ωρυόταν η Λέγκω, «Άκου τι λέει. Θα κάνει, λέει, αντίσταση! Ποιος μωρέ, εσύ; Τι θαρρείς πως είσαι, ε; η τελευταία τρύπα του ζουρνά. Θα σε λιώσουν, βρε, θα σε τσαλαπατήσουν!» Τα χέρια της χειρονομούσαν άγρια στον αέρα. Σαν καταρράκτης χύνονταν οι λέξεις απ’ το στόμα της και έπιαναν φωτιά. Η Σπυριδούλα προσπάθησε να την ηρεμήσει. «Κάτσε να μιλήσουμε, να μου εξηγήσεις, έτσι που φωνάζεις δεν καταλαβαίνω τίποτα» της είπε. «Τρελή είσαι κι εσύ;» την άρπαξε απ’ τα μούτρα. «Δεν καταλαβαίνεις; Ο κανακάρης μου θέλει ν’ ανέβει το βράδυ στο βουνό. Θα κάνει λέει αντίσταση, ακούς; Αντίσταση.» Γύρισε και την κοίταξε παρακλητικά. «Πες του, βρε, Σπυριδούλα, τι είναι ο πόλεμος»! Ο Τάσος προσπαθούσε να αρθρώσει κουβέντα μα εκείνη δεν του έδινε χώρο. Τα μάτια της άγρια, διεισδυτικά τα ένιωθε να τον χαρακώνουν σαν κοφτερό μαχαίρι.«Μάνα, σταμάτα!» φώναζε ο Τάσος. «Δεν καταλαβαίνεις πως το καθήκον μου είναι να είμαι δίπλα στους φίλους μου που έχουν τόσους μήνες φευγάτοι. Αν δεν βγούμε όλοι στους δρόμους οι Γερμανοί δεν πρόκειται να φύγουν ποτέ.» Τα μάτια του ήταν γεμάτα από ένα νεανικό, ασυγκράτητο πάθος, που φούσκωνε μέσα του, μπήκε στο αίμα του, κυκλοφορούσε ήδη στις αρτηρίες του. «Πουθενά δεν θα πας, ακούς;» ούρλιαζε η Λέγκω, σαν να μην την άγγιξαν τα λόγια του. «Εδώ θα κάτσεις. Η θέση σου είναι εδώ στο σπίτι σου, στα χωράφια μας. Αυτοί που πάνε έχουν άλλους πίσω τους. Ακούς; Εσύ ποιον θα αφήσεις; Εμένα; Ξέγραψε με εμένα. Αν φύγεις, θα πεθάνω!» Έπεσε αποκαμωμένη δίπλα του. Τα χέρια της απλώθηκαν και μάζεψαν τα δικά του. Η φωνή της μαλάκωσε, κουρασμένη. Τα μάτια της έψαξαν τα δικά του παρακλητικά. «Μην φύγεις, Τάσο, ο πόλεμος δεν είναι παιχνίδι, γιε μου. Θα σκοτωθείς, μόνο εσένα έχω. Ας πάνε οι άλλοι. Εσύ μείνε στο σπίτι μας, σε χρειάζεται, σε χρειάζομαι!» Τα λόγια είναι περιττά όταν η ψυχή δεν θέλει να ακούσει. Κι η ψυχή του Τάσου κάλπαζε ήδη με καβαλάρη το νεανικό του πάθος. Κοίταξε τη νονά του. «Μίλα και συ νονά, εμένα δεν με ακούει. Ντρέπομαι, καταλαβαίνετε; Ντρέπομαι να κάθομαι να φυλάω τη μάνα μου, ενώ όλα τα παιδιά της ηλικίας μου κάτι κάνουν, κάτι προσφέρουν αυτή τη στιγμή. Ακόμα και τα κορίτσια έφυγαν.» Αγκάλιασε την μάνα του απ’ τους ώμους. « Θα πάω, μάνα» της είπε αποφασιστικά. « Δεν βλέπεις πως δεν έχω άλλη επιλογή; Σου αρέσει να κάθομαι δίπλα σου και να παριστάνω πως δεν ξέρω τι συμβαίνει γύρω μου;» Της έπιασε τα χέρια που ήταν κρεμασμένα μπροστά του, άψυχα, παρατημένα, σαν να σταμάτησε το αίμα στις φλέβες τους. « Και εσύ και εγώ θα ντρεπόμαστε αργότερα και ας μην το παραδέχεσαι τώρα. Θα ντρέπεσαι όταν θα σε ρωτάνε τι έκανε ο γιος σου την ώρα που το σπίτι σου έπαιρνε φωτιά, την ώρα που η χώρα σου κινδύνευε. Τι θα λες; Καθόταν και με φύλαγε;» Η Λέγκω δεν μιλούσε. Η Σπυριδούλα πήγε κοντά της. « Έχει δίκαιο, όλοι οι νέοι πολεμούν» της είπε. « Και όλοι σκοτώνονται» μούγκρισε εκείνη, και κούνησε το κεφάλι της. Η ψυχή της αιωρούνταν εξουδετερωμένη. Ο Τάσος ένιωσε την ανάγκη να αστειευτεί. « Ο θάνατος δεν θα τολμήσει να ξαναπεράσει το κατωθύρι μας» της είπε, «η νίκη θα είναι δική μας», κι η Λέγκω ξανακούνησε το κεφάλι της. Το ίδιο βράδυ ο Τάσος έφυγε από το σπίτι του και μαζί του έφυγαν η Ελένη κι η Τασούλα. Εκείνες δεν είχαν το κουράγιο να το πουν στις μάνες τους. Έφυγαν κρυφά.
Συνεχίζεται……..

Δεν υπάρχουν σχόλια: