Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

Συνέχεια Νο 18

Η πομπή ξεκίνησε, αυτή τη φορά δίχως την Πηνελόπη, με το κάρο μπροστά να τρίζει, ο θόρυβός του δεν μπορούσε να κινήσει υποψίες, γιατί αυτές τις ώρες πήγαιναν στα καπνά. Έτσι το κάρο με τον Χρίστο και τον Γεράσιμο, πέρασε μπροστά απ’ την κοινότητα κι οι υπόλοιποι πήραμε το κακοτράχαλο μονοπάτι για το σπίτι της Λέγκως. Εγώ από πίσω, ανάμεσα στις φεγγαρίσιες σκιές και στις σκιές των δέντρων που έφραζαν τον δρόμο απ’ τα δυο πλαϊνά, τον ξέρεις, στενός μόλις που χωράει ένα κάρο, ακολουθούσα την πομπή και αναλογιζόμουν πόσα είχαν αλλάξει μετά το θάνατό σου. Πηγαίναμε όλοι μαζί στο σπίτι της Λέγκως, γιατί κανείς δεν ήθελε να πάει στο δικό του. Μπορεί όλοι να είχαν ανάγκη τον ύπνο, αλλά κανείς δεν ήθελε να πάει στο σπίτι του, μισοπεθαμένοι απ’ την αγωνία και τον φόβο τους, γιατί συνειδητοποίησαν τι είχαν κάνει λίγο πριν, συλλογιζόμενοι αυτό που θα ακολουθούσε μόλις ο Σπυράκος ανακάλυπτε την εξαφάνιση της μάνας του. « Τιδέν κι’ ειδαμε, ότι κι αν φτάνε μας. Κι πορούν να κατηγορούν όλο το χωρίον. Ούλ μαζί. (Δεν είδαμε τίποτα, ότι κι αν μας κάνουν. Δεν μπορούν να κατηγορήσουν όλο το χωριό, ενωμένοι!)», αποφάσισαν.
Κανέναν δε συναντήσαμε στο δρόμο, αυτό θα ήταν αδύνατο, γιατί θαρρώ όλο το χωριό ήταν η πομπή που έθαψε τη νεκρή. Η μάνα σου κι η Σπυριδούλα περίμεναν στο σκοτάδι. Ο Χρίστος, που είχε αφήσει το κάρο του έξω από το σπίτι, τις πλησίασε. «Ετέλεψεν. (Όλα τέλειωσαν)», απευθύνθηκε στη μάνα σου που τον κοίταξε για μια στιγμή με μάτια βαθιά σαν πληγές και μας άφησε και μπήκε στο σπίτι. Κανένας δεν έφευγε, σαν μέσα σε εφιαλτικό όνειρο, στεκόμασταν στριμωγμένοι σιωπηλοί και ακίνητοι κάτω από το φως του φεγγαριού, μέσα στην αυλή, δεκάδες στητές σκιές, σαν μια συγκέντρωση φαντασμάτων. Οι άνδρες κρατώντας τα καπέλα τους σφιχτά μες τα χέρια τους πίσω από την πλάτη ή μπροστά τους και με τα κεφάλια σκυφτά να κοιτάζουν τα καπέλα ή καταγής με αμηχανία, πέρασαν το υπόλοιπο της νύχτας στην αυλή. Οι γυναίκες έκαναν παρέα στην αμίλητη Λέγκω.
29-10-42 . Στο μυαλό μου έχω εκείνη την εικόνα και μόνο, την προβάλω ξανά και ξανά στο μυαλό μου. Την γυρίζω προς τα πίσω, προς τα μπρος και πάλι προς τα πίσω.
30/10/42 « Ένα βράδυ, που ο πατέρας μου ήταν στο πίσω δωμάτιο του σπιτιού, με άνδρες από το χωριό μας και τα γύρω χωριά, για ν’ αποφασίσουν πως θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν κάποια προβλήματα με τα χωράφια και με τις πιέσεις της Αστυνομίας του Κιλκίς, προσπαθώντας να τους πείσει για το πόσο σημαντικό είναι να είναι όλοι τους ενωμένοι, έδωσε μια βέργα από ξύλο σε έναν απ’ τους παραβρισκόμενους και του ζήτησε να την σπάσει. Εκείνος παραξενευμένος, την έσπασε. Κατόπιν του έδωσε δέκα βέργες μαζί και του ζήτησε πάλι να τις σπάσει όλες μαζί. Ο άνδρας δεν τα κατάφερε. «Ελέπετε; (Είδατε;)» τους είπε, «έναν έναν α τσακώνεμας, ούλτς μαζί κι ά πορούνε, όταν πολλοί γουζέβνε ίνετεν επανάσταση, αγλήγορα α γρικούμα. (έναν- έναν θα μας τσακίσουν, όλους μαζί δεν θα τα καταφέρουν. Η δύναμη των πολλών είναι επανάσταση, γρήγορα θα το αντιληφθούμε)». Ήμουν, τότε, δώδεκα χρόνων και κρυφοκοίταζα απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα. Πόσες φορές, αυτές τις παρανοϊκές μέρες, θυμήθηκα εκείνα τα λόγια.
Τα γερμανικά αμάξια εμφανίστηκαν το απόγευμα της άλλης μέρας στο χωριό από την κατεύθυνση που τα περιμέναμε. Σταματήσανε μπροστά στο σπίτι της Βασιλικής. Πρώτος πετάχτηκε από μέσα ο Σπυράκος και σχεδόν ταυτόχρονα βγήκε από την άλλη πόρτα ο Χάιντριχ. Από πίσω τους κατέβηκαν και άλλοι τρεις από το πρώτο αμάξι κι άλλοι πέντε από το δεύτερο. Ο Σπυράκος χειρονομούσε αναστατωμένος έχοντας στο πλάι του τον φίλο του. Άνοιξε την πόρτα και έκανε στην άκρη να μπει πρώτα ο Γερμανός. Ακολούθησε εκείνος φωνάζοντας, «μάνα». Οι άλλοι έμειναν από έξω παρατηρώντας τα δύο διπλανά σπίτια που φαίνονταν ακατοίκητα. Από τα κλειστά παράθυρα με τις κουρτίνες οι κάτοικοί τους παραφύλαγαν την κάθε κίνηση των Γερμανών. Στο σπίτι του Χρίστου διακρινόταν κάποια κίνηση. Κάποιος αράδιαζε τα ξύλα κάτω από το μικρό λαμαρινένιο υπόστεγο. Στο διπλανό σπίτι απ’ του Χρίστου που έμενε η χήρα του Καστέλου ένα αγόρι- μάλλον δικό της-, έκοβε λαχανικά από τον κήπο τους. Απέναντι που είναι το σπίτι του Γεράσιμου, κάπνιζε η καπνοδόχος και κάποιες σκιές περνούσαν κάθε τόσο πίσω από την διαφανή κουρτίνα. Εκείνη τη νύχτα γύρισαν απ’ όλους, ανάκριναν τους χωριανούς και έψαξαν τα σπίτια μας. Μόνο στο δικό σας σπίτι δεν πήγε κανείς. Εγώ κρύφτηκα στο καταφύγιο της Θυμίας. Την Πηνελόπη, κανείς δεν την είχε δει. Κανείς δεν ήξερε τίποτα. Δεν τη βρήκανε, κι όταν δεν υπάρχει πτώμα δεν υπάρχει ούτε δολοφόνος.
31/10/42. «Σου έχω νέο. Η μάνα μου περιμένει κι άλλο παιδί!! Για φαντάσου! Παιδί στα σαράντα της; Δεν ξέρω αν πρέπει να θυμώσω ή να χαρώ!»
2/11/42 Αύριο φεύγω για το βουνό. Δεν θέλω να μείνω άλλο στο σπίτι. Ο βήχας μου είναι καλύτερα. Μόνο το κεφάλι μου δεν λέει να περάσει. Μέσα του σαλεύουν σκιές και κομματιασμένες σκέψεις. Νιώθω ανεπανόρθωτα μόνη. Το τετράδιο θα το κρύψω μέσα στους Άθλιους- υπέροχο βιβλίο!-γιατί δεν θέλω να το πάρω μαζί μου. Πρέπει να σου εμπιστευτώ πως ανεβαίνω με κακά προαισθήματα. Τα πράγματα έχουν δυσκολέψει. Θα τα ξαναπούμε όταν γυρίσω. Νιώθω ορφανή χωρίς εσένα! Αχ βρε Τάσο!»

Δεν υπάρχουν σχόλια: