Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008

Συνέχεια Νο 14

( Αργά τη νύχτα).Τη θυμάσαι, Τάσο, τη Μουριά μας; Στέκετε έξω από το παράθυρό μας, στα σύνορα του κήπου μας με τον δικό σας, θυμητάρι της ζωής μας. Θυμάσαι που με ένα πήδημα κρεμόμασταν από τα χαμηλά κλαδιά, τυλίγαμε τις γυμνές και βρώμικες πατούσες μας στο ροζιασμένο κορμό και σκαρφαλώνοντας φτάναμε στις ψηλότερες φυλλωσιές του δέντρου, όπου και κρυβόμασταν από τα μάτια των άλλων; Θυμάσαι πόσες φορές γρατσουνιζόμασταν, σχίζαμε τα ρούχα μας, γεμίζαμε μώλωπες γδαρσίματα και λεκέδες από τα φύλλα της; Κάποιο σούρουπο ξαπλωμένη ανάσκελα κοντά στο μεγάλο κορμό του έβλεπα τα κλαδιά κολλημένα πάνω στον ουρανό, σαν κάποιο χέρι να τα ιχνογράφησε πάνω του και τη δική σου φιγούρα πάνω στο δέντρο, δίπλα τους, σαν ήρωας παραμυθιού. Αχ! Βρε Τάσο! Σε εκείνη τη Μουριά ανέβηκα για να μη φαίνομαι, κρυμμένη στα πλούσια φυλλώματά της. Το σώμα μου είχε κολλήσει συρρικνωμένο πάνω στο κλαδί, σαν σουφρωμένο φρούτο που ξέχασαν να το μαζέψουν. Παραμόνευα χωρίς να με καταλαβαίνουν και δίχως να κάνω κανένα προδοτικό θόρυβο. Νομίζω πως ο Χρίστος είχε την ιδέα για το πώς θα έπρεπε να κλείσει εκείνη η φοβερή μέρα. Τον είδα να μπαίνει στο σπίτι κι από το ανοιχτό παράθυρο πρόσεξα πως έσκυψε πάνω στην Λέγκω, που καθόταν στο ντιβάνι της κουζίνας, και κάτι της είπε ψιθυριστά. Εκείνη δεν σήκωσε το μαυροφορημένο κεφάλι της. Ο Χρίστος επέμενε. Γύρισε και τον κοίταξε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και χαμήλωσε πάλι το κεφάλι. Δεν μπορούσα να ξέρω τι της είπε. Αλλά φαινόταν πως μ’ εκείνο το βλέμμα, του ενός κλάσματος του δευτερολέπτου, του είχε δώσει την συγκατάθεση για κάτι, γιατί είδα τον Χρίστο να βγαίνει, κάτι να ψιθυρίζει στους άνδρες και όλοι μαζί να βγαίνουν από τον κήπο. Οι γυναίκες κάτι μουρμούρισαν και μια αναστάτωση προκλήθηκε για μια στιγμή. Ξαφνικά η μάνα μου κάτι είπε στην Σπυριδούλα, η οποία φάνηκε να συμφώνησε μαζί της με ένα κούνημα του κεφαλιού και βγήκε απ’ τον κήπο ακολουθούμενη από τις υπόλοιπες γυναίκες, αφήνοντας την μάννα σου μαζί με τη Σπυριδούλα μόνες στο σπίτι. Κατέβηκα κι εγώ απ’ τη φτελιά. Τους ακολούθησα. Πήρε να σουρουπώνει για καλά. Μπροστά οι άνδρες, πίσω οι γυναίκες και πιο πίσω εγώ. Κάποιοι άνδρες, που περνούσαμε από τα σπίτια τους, έμπαιναν για λίγο μες τις αυλές τους, έπαιρναν, άλλος φτυάρι, άλλος κασμά κι ακολουθούσαν, ανασαίνοντας με γρήγορες γουλιές τον αέρα. Σε πολύ λίγο χρόνο, η πομπή έγινε μία. Δίπλα- δίπλα, σχεδόν κολλητά ο ένας απ’ τον άλλον μέσα στο σκοτάδι που άρχισε να πυκνώνει, αποφεύγοντας τον κεντρικό δρόμο που περνούσε μπροστά από την κοινότητα με τους Γερμανούς, ανάμεσα στα χέρσα χωράφια και οικόπεδα, σκοντάφτοντας πάνω στις αποξηραμένες ρίζες και στα ξερά σαρακοφαγωμένα κλαδιά, που ήταν πεσμένα κάτω από τα δέντρα, κουβαλώντας οι άνδρες τους κασμάδες και τα φτυάρια στους ώμους, μπήκαμε σ’ εκείνο τον κακοτράχαλο δρόμο που βγάζει στην βρύση. Το άψυχο σώμα της Πηνελόπης, κειτόταν παρατημένο στην ίδια θέση που το άφησε η Λέγκω. Μισό μέσα στο νερό και μισό έξω. «Ας αγληγορούμεν καλίον, ατό που πρέπ να εφτάμα, καλίον να εφτάμα το ατώρα, προτού μερών. (Καλύτερα να βιαστούμε, αυτό που πρέπει να κάνουμε να το κάνουμε τώρα, πριν ξημερώσει)», είπε ο Ιγνάτης. « Ας πέρουματεν (ας την πάρουμε)», είπε αποφασιστικά. Ο ίδιος έπιασε το κορμί της Πηνελόπης από τις μασχάλες και το τράβηξε μακριά απ’ τα νερά. Τα πόδια της σύρθηκαν άγαρμπα, άψυχα πάνω στο χώμα. « Κρατέστε. (Βαστάτε)», ψιθύρισε κι έξι ζευγάρια χέρια σήκωσαν το βρεγμένο, άψυχο σώμα και κοιτάχτηκαν αμήχανοι και τρομοκρατημένοι. « Μερ απάμε;( Που θα το πάμε;)» « Οξώκα ασο χωρίον. (Έξω από το χωριό),» απάντησε στην τρομοκρατημένη ερώτησή τους ο Ιγνάτης, «Ση στράταν για τα χωράφε, επέκει ασοί βλάχς, σουμά σο ποτάμ. (στο δρόμο για τα χωράφια. Μετά τα βλάχικα, κοντά στο ποτάμι», διευκρίνισε και τους κοίταξε. Κάτι είχε περάσει από το μυαλό του. Κοίταξαν ο ένας τον άλλον πρώτα και μετά γύρισαν τα κεφάλια τους προς το ποτάμι, πέρα από το σκοτάδι, πάνω απ’ τις συγκρατημένες ανάσες τους. « Αϊτέστε. (Πάμε)», είπε ο Ιγνάτης και πρώτοι οι έξι άνδρες, ζυγιάζοντας τη νεκρή στα χέρια τους, αποστρέφοντας τα πρόσωπά τους από εκείνο της νεκρής και κοντανασαίνοντας, προπορεύτηκαν κι η πομπή ακολούθησε από πίσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: