Παρασκευή 15 Αυγούστου 2008

Συνέχεια Νο 12

Ούτε για δευτερόλεπτο έμεινε άδειο το σπίτι της Λέγκως. Όλο το χωριό περνούσε καθημερινά από κει, κρατώντας πάντα κάτι για κείνη. Πότε φαγητό, πότε γάλα, πότε καφέ. Οι δυο φίλες της ανάλαβαν την περιποίηση των ανθρώπων που μπαινοβγαίνανε . Οι καφέδες μπόλικοι. Οι δουλειές του σπιτιού άρχιζαν και τέλειωναν απ’ τις γυναίκες. Οι άντρες καθάριζαν το μαντρί και περιποιούνταν τα ζώα. Ανάλαβαν ακόμα και τη σπορά των χωραφιών. Οι γυναίκες μόλις τέλειωναν με τις δουλειές του σπιτιού, έπαιρναν τα εργόχειρά τους και κάθονταν μέσα, κοντά στη Λέγκω να της κάνουν παρέα. Οι άντρες κάθονταν στα χόρτα της αυλής και κάθε τόσο έβγαζαν τις ταμπακέρες τους και έστριβαν τσιγάρο, το έβρεχαν με την γλώσσα τους και το έβαζαν στο στόμα. Σαράντα μέρες κράτησε όλος αυτός ο σαματάς στο σπίτι της Λέγκως. Η ίδια δεν ήταν εκεί, δεν ήταν στο σπίτι όπου το γέμιζαν καθημερινά τόσοι άνθρωποι. Το άδειο της σχήμα ήταν μόνο εκεί. Έτρωγε το φαγητό που της ετοιμάζανε δίχως να νιώθει τη γεύση του, ξάπλωνε στο κρεβάτι να κοιμηθεί χωρίς να αισθάνεται αν το στρώμα του είναι μαλακό ή σκληρό. Η Λέγκω απουσίαζε απ’ το δωμάτιο, απ’ το σπίτι, το γεμάτο ανθρώπους. Ύστερα απ’ το σαραντάμερο άρχισαν να αραιώνουν τις επισκέψεις οι χωριανοί, ώσπου έμειναν μόνο οι δυο φίλες της. Η Αναστασία και η Σπυριδούλα. Φοβόντουσαν να την αφήσουν τελείως μόνη, άνοιγαν διάφορες συζητήσεις με την ελπίδα να την κάνουν να ενδιαφερθεί για κάτι. Άδικος κόπος. Η Λέγκω έμενε αμέτοχη κι αδιάφορη σ’ όλες τις προσπάθειές τους. Λέξη δεν έβγαλε απ’ το στόμα της απ’ την μέρα της κηδείας. Το βλέμμα της έμενε ακίνητο για ώρες κάτω στο πάτωμα κι οι φίλες της έβλεπαν μόνο τη μύτη της να ξεπροβάλει κάτω απ’ το σφιχτοδεμένο μαύρο τσεμπέρι. Τίποτα δεν την άγγιζε. Εκείνο το θεόρατο κορμί της μάζεψε, μίκραινε κι έγινε ένα στοιβαγμένο κρέας σκεπασμένο με μαύρο ρούχο. Τα δυνατά της χέρια ξεχώριζαν μέσα από τα μανίκια της μάλλινης ζακέτας της, αδύνατα και εύθραυστα, να τινάζονται αδύναμα. Ολόκληρο το κορμί της τιναζόταν μπρος πίσω. Μια άβυσσος χρόνου τη χώριζε απ’ το όλο ζωντάνια πλάσμα που ήταν πριν το θάνατο του γιου της. Το μόνο διάλειμμα απ’ την ακινησία του κορμιού της, ήταν το περπάτημα στον κήπο, να ψάχνει χνάρια απ’ τις πατημασιές του Τάσου, που ίσως την προηγουμένη της είχαν ξεφύγει .
Ώσπου μια μέρα μες τα μουρμουρητά των δυο φιλενάδων της που μιλούσαν στην κουζίνα, άκουσε το όνομα της Πηνελόπης. Ασυναίσθητα τέντωσε την προσοχή της. «Πήγαινε στη βρύση σου λέω,»είπε η Αναστασία. «Α! την πρόστυχη, πως δεν ντράπηκε να βγει στον κόσμο;»απάντησε η άλλη. Τότε ήταν που σηκώθηκε απ’ το ντιβάνι και πήγε στην πόρτα της κουζίνας. Οι γυναίκες την κοίταξαν ξαφνιασμένες. «Τι είναι Λέγκω;»μίλησε η μία. «Ποιος πήγε στη βρύση;»ρώτησε και οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. «Αυτή η βρώμα», απάντησε η Αναστασία. «Πότε;» ξαναρώτησε η Λέγκω και η φωνή της ξαφνικά ακούστηκε δυνατή όπως πρώτα. «Πριν από λίγο», είπε η γυναίκα, κι εκείνη είχε βγει κιόλας απ’ την πόρτα. «Λέγκω», φώναξε η Αναστασία από πίσω της, μα αυτή δεν άκουγε τίποτα άλλο απ’ το, «πριν από λίγο». Την έβλεπαν να περπατάει μπροστά τους στητή με αποφασιστικό βήμα και θυμήθηκαν την παλιά Λέγκω με το αλογίσιο περπάτημα. Οι φίλες της φοβισμένες την ακολούθησαν, μα καμιά τους δεν μπορούσε να τη προφτάσει, έτσι, καθώς πηδούσε τα λιθάρια και τα χαντάκια του δρόμου. Όσους συναντούσαν στο δρόμο τις ακολουθούσαν, βέβαιοι πως κάτι κακό θα συνέβαινε στο τέλος αυτού του δρόμου. Από μακριά είδαν την Πηνελόπη να γεμίζει τις στάμνες της. Την είδε πρώτη η Λέγκω. Στάθηκε και την κοίταξε για λίγο, όσο για να πάρει μια ανάσα. Έφτασε κοντά της και κείνη γύρισε τρομαγμένη και την κοίταξε. Τα ρουθούνια της ανοιγόκλεισαν ανεπαίσθητα. Η έκφρασή της, έκφραση κυνηγημένου ζώου που το παγιδεύσανε. Παράτησε τη στάμνα και στάθηκε αντίκρυ της, δαρμένη απ’ τον φόβο που κυρίευσε το ανατριχιασμένο της κορμί. Τα δυο πρόσωπα αντίκρυ το ένα απ’ το άλλο. Το ένα φοβισμένο, πανικόβλητο, το άλλο αλλοιωμένο από ένα μορφασμό μιας άφωνης κραυγής που δεν την ακούς, αλλά την βλέπεις.
Η Λέγκω, αντιλήφθηκε το φόβο μέσα στα μάτια της άλλης, αλλά πίσω από το φόβο πρόσεξε και μια ψυχρή κι σχεδόν απρόσωπη κακία, κάτι σαν παλιά παρουσία μέσα τους και απόρησε πως τόσα χρόνια δεν την είχε παρατηρήσει. Τα μάτια της μίκρυναν, έγιναν μία σχισμή. Απότομα έσκυψε και πήρε μια πέτρα και την εκσφενδόνισε κατευθείαν στο κεφάλι της, έπειτα, και πριν συνέρθει η άλλη έσκυψε και πήρε αυτή φορά και με τα δυο της χέρια ότι πέτρες βρέθηκαν μπροστά της και τις έριξε κι αυτές κατευθείαν στο κεφάλι της. Η Πηνελόπη, στην προσπάθεια να γλιτώσει απ’ την μανία της, γλίστρησε πάνω στα χυμένα νερά, σκόνταψε κι έπεσε το μισό κορμί της στη μαγάρα του στάσιμου από χρόνια νερού, μέσα στην τεράστια γούρνα που είχε κάτω η βρύση. Τίποτα όμως δεν σταματούσε τη Λέγκω. Οι πέτρες έπεφταν βροχή πάνω στο κεφάλι της Πηνελόπης, χωρίς να της δώσει την ευκαιρία να τραβηχτεί απ’ την γούρνα. Το νερό κοκκίνισε απ’ το αίμα μα αυτό δεν σταμάτησε την οργή της Λέγκως. Το κεφάλι της Πηνελόπης άνοιξε και τα αίματα γέμιζαν τα μάτια της στην προσπάθειά της να το κρατήσει πάνω απ’ το νερό. Προσπαθούσε να πιαστεί από κάπου για να ισορροπήσει το κορμί της που γλιστρούσε στα γλοιώδη τοιχώματα της γούρνας. «Φόνισσα, σταμάτα» φώναζε πανικόβλητη, πιασμένη στα δίκτυα της αγωνίας, καταπίνοντας νερό και αίμα μαζί. «Δεν το κάναμε εμείς. Δεν φταίμε εμείς, οι Γερμανοί….» Η φωνή της πνίγηκε, πανικοβλήθηκε για τα καλά. Η φριχτή υποψία πως εκείνα τα λόγια θα ήταν τα τελευταία της, πέρασε από το μυαλό της σαν αστραπή. Ξαφνικά, με την άκρη του ματιού της, είδε τους συγχωριανούς τους, που έστεκαν παραπέρα και τις παρακολουθούσαν κι ένιωσε την ελπίδα να φουντώνει μέσα της. «Βοήθεια!» φώναξε, μα ούτε εκείνη, τη μοναδική στιγμή τρόμου της, οι άνθρωποι που βρίσκονταν στην ακτίνα της φωνής της, λες και είχαν πεθάνει, δεν την άκουγαν. Η ελπίδα πήδησε από μέσα της τρομαγμένη. «Είμαι χαμένη,» σκέφτηκε και ένιωσε τα χέρια της Λέγκως να της πιέζουν το κεφάλι. Το τεράστιο πόδι της δρασκέλισε το κορμί της, που τώρα το έσφιγγε ανάμεσα στα σκέλια της. Η Λέγκω έβλεπε το νευρώδη σώμα της να χτυπιέται ανάμεσα στα πόδια της, το πρόσωπό της να μορφάζει αγριεμένο, πανικόβλητο, η φωνή της ένα διαπεραστικό κρώξιμο και το αίμα να τρέχει ανεμπόδιστο όπου το άλικο σχημάτιζε σχέδια σαν τις νευρώσεις του μαρμάρου πάνω στο καφετί, θολό νερό της γούρνας. Χτυπιόταν πάνω στα γλινερά τοιχώματα της γούρνας, μα τα χέρια της Λέγκως πατούσαν το κεφάλι της, κρατώντας το κάτω απ’ το νερό και χαλάρωσαν μόνο όταν το κορμί ημέρεψε και σταμάτησε να χτυπιέται ανάμεσα στα πόδια της. Ξεκόλλησε από πάνω της όταν η τελευταία φυσαλίδα από την αναπνοή της ανέβηκε στην βρωμερή επιφάνεια. Κοίταξε για μια στιγμή το αίμα που έτρεχε απ’ το χτυπημένο κεφάλι της Πηνελόπης και διαλύονταν στο νερό και γίνονταν ροζ. Ύστερα έλυσε την μαντίλα της που είχε πέσει στο λαιμό της, την ξανάδεσε στο κεφάλι της, αφήνοντας τη μικρή σχισμή κοντά στη μύτη και ξεκίνησε για το σπίτι. Το κορμί της θαρρείς και ξαναπήρε την παλιά του μορφή, έγινε τεράστιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: