Παρασκευή 9 Μαΐου 2008

Συνέχεια Νο 4

Θυμήθηκα πως με περίμεναν, άναψα τη μηχανή. « Μα κανείς δε μένει σ’ αυτό το χωριό;» Ψυχή ζώσα στο δρόμο. Αριστερά το καφενείο του χωριού κλειστό. Ούτε ένα τραπεζάκι από έξω. «Θα έκλεισε κι αυτό». Κάποτε ο χώρος ήταν γεμάτος από φωνές, πολιτικές συζητήσεις, βρισιές που συνοδεύονταν με ούζο και καπνό. Η καταιγίδα των εικόνων δεν έλεγε να κοπάσει μέσα μου.
Ο δρόμος άρχισε λίγο να κατηφορίζει και έστριβε δεξιά. Κοίταξα στα δεξιά μου, σίγουρη πως θα αντικρίσω τη δεύτερη βρύση του χωριού, με τη μεγάλη στέρνα που μέσα της έτρεχε νυχτομερής το νερό από μια μεγάλη βρύση. Πιο κάτω είχε μια τρύπα από όπου το νερό έπεφτε με παφλασμό σε μια άλλη στρογγυλή, φυσική πέτρινη γούρνα που είχε σχηματιστεί μια τρύπα στο κέντρο της και στο σημείο εκείνο έβλεπες το νερό να στροβιλίζεται με δίνη, παίρνοντας τις αποχρώσεις του ουρανού. Μικροσκοπικά μυγάκια πετούσαν μια ιδέα πάνω από την επιφάνεια του νερού. Τα πολύχρονα και τεράστια δέντρα, που σκέπαζαν τη βρύση σχημάτιζαν ένα ονειρικό τοπίο. Το νερό δεν ήταν πόσιμο. Ήταν η δεύτερη στέρνα που έπιναν τα ζώα νερό, το απόγεμα που γυρνούσαν. Τώρα δεν υπάρχει πια η βρύση. Την ξήλωσαν για να φαρδαίνουν, φαίνεται, τον δρόμο. Γύρω μου ο τόπος γεμάτος από βρύα, που ανάμεσά τους ανθούσαν μικροσκοπικά χλωμά άνθη. Η αίσθηση της παρουσίας του νερού ήταν βουβή και αόρατη.
Εδώ, τα χρόνια του σχολείου, είχα βρει πεταμένο ένα προφυλακτικό- τότε δεν ήξερα τι ήταν- που το μάζεψα και το έβαλα κάτω από τη βρύση να το γεμίσω με νερό. Εκείνο όσο το γέμιζα μεγάλωνε και βάραινε προς τα κάτω, και με εντυπωσίαζε, κι ενώ προσπαθούσα να το συγκρατήσω με το ένα μου χέρι από κάτω και με το άλλο κρατούσα ανοιχτή την τρύπα του για να γεμίζει, ξαφνικά εμφανίστηκε κάποιος άνδρας- ούτε αυτόν τον θυμάμαι- «Ντο εφτάς ακιές ;»(Τι κάνεις;) με μάλωσε κι εγώ τρόμαξα γιατί από το ύφος του κατάλαβα πως έκανα κάτι κακό, «τίποτα» του είπα κι η τεράστια φούσκα έπεσε από τα χέρια μου, προς μεγάλη στεναχώρια μου, άδειασε το νερό όλο και το προφυλακτικό έμεινε σουρωμένο και ξεχειλωμένο σαν μεταξωτό πανί πάνω στη τσιμεντένια στέρνα. Ο άνδρας πήρε ένα κλαδάκι από ένα θάμνο και τσίμπησε τη φούσκα μου και την πέταξε μακριά. Τότε βεβαιώθηκα πως έκανα πράγματι κάτι πολύ κακό. Πολύ αργότερα βρήκα τη λύση του αινίγματος που με βασάνισε για κάποια χρόνια.
Πού τα θυμήθηκα όλα αυτά; Οι μνήμες είχαν φουσκώσει μέσα μου και τις ένιωθα να εισχωρούν σ’ όλα τα κανάλια του αίματός μου, να αγγίζουν την καρδιά μου. Κοίταξα τα σπίτια αριστερά μου, μια κουρτίνα άνοιξε για λίγο για να ξαναπέσει. «Με παρακολουθούν». Χαμογέλασα. Άρα κάποιοι μένουν σ’ αυτό το χωριό. Αριστερά μου είναι το ρέμα το οποίο το περνούσαμε κάθε μεσημέρι όταν γυρνούσαμε από το σχολείο, έτσι για μακραίνουμε τις ώρες της επιστροφής στα σπίτια και να κερδίζαμε λίγο ακόμα χρόνο. Αυτό το ρέμα κάθε που το περνούσαμε έπρεπε να το κατουρήσουμε. Κάναμε αγώνες ποια θα κατουρήσει πιο μακριά και παρακολουθούσαμε η μια το κάτουρο της άλλης.
Κάποια φορά ήταν μαζί μας ένα κοριτσάκι από τη Θεσσαλονίκη. Εκείνο, που για όσες μέρες ήταν στο χωριό, αυτοκηρύχτηκε αρχηγός και το έπαιζε πολύξερο, μας είπε πως όποια δεν κατουρήσει ίσια σημαίνει πως δεν είναι παρθένα. Εμείς τα χάσαμε. Καμιά μας δεν ήξερε τι σημαίνει παρθένα, αλλά όλοι ξέραμε ότι αν δεν είσαι, είναι κάτι πολύ κακό. Κοιταχτήκαμε τρομαγμένες. Κι αν δεν ήμασταν; «Σαχλαμάρες» είπα εγώ και τα χέρια μου άδραξαν έναν από τους δεκάδες θάμνους, που φύτρωναν σ’ όλο το ρέμα και ακούγοντας τα χώματα και τις κοτρόνες να ροβολάν κάτω απ’ τις πατούσες μου ανέβηκα πρώτη το ρέμα. Από πίσω μου ακολούθησαν κι οι άλλες. Όλες φοβηθήκαμε να κατουρήσουμε.
Τα χρόνια της αθωότητας. Κοίταξα το ρέμα, που τώρα φαινόταν σαν ρηχό χαντάκι. « Ή αυτό μίκραινε ή εγώ μεγάλωσα». Συνέχισα οδηγώντας λίγα ακόμη μέτρα με το βλέμμα στυλωμένο στο δρόμο και τις εικόνες να τριγυρίζουν γύρω μου. Σταμάτησα το αμάξι και βγήκα. Δεξιά μου απλώνονταν τα τρία εφαπτόμενα οικόπεδα, που τα χιλιομέτρησα μέχρι τα έντεκά μου. Αριστερά το οικόπεδο και το σπίτι της Τασούλας, ανακαινισμένο, περιποιημένο, ακολουθούσε το δικό μας με έναν σαπισμένο φράχτη να διατρέχει όλο το οικόπεδο, αφρόντιστο, γεμάτο τσαλιά και ξεραμένους θάμνους. Στη δεξιά μεριά στεκόταν ο αχερώνας, όρθιος ακόμα, και λίγα μέτρα πιο κάτω στη μεριά του τρίτου οικοπέδου φαινόταν το σπίτι μας. Τα μάτια μου κόλλησαν πάνω του. Προσπάθησα να κατανικήσω το αίσθημα παράλυσης που με κυρίευσε ξαφνικά. Σκιές του παρελθόντος, αναμνήσεις, συνέχιζαν να ξεπροβάλουν. Το μισό σπίτι ήταν ένας σωρός από πέτρες σκεπασμένες με το αριστερό μέρος της σκεπής, που είχε ακουμπήσει πάνω τους και η δεξιά πλευρά του ήταν όλη όρθια, με τη μικρή πόρτα της εισόδου, μισοσαπισμένη και δίπλα της, από δεξιά κι αριστερά, σαν παραστάτες, έστεκαν τα δυο παράθυρα με τα δυο παραθυρόφυλλα, σαπισμένα κι αυτά. Πήρε το χρώμα της φύσης, ίδια εικόνα με εκείνο της Στέλλας. Οι λειχήνες σκέπασαν την κατάρρευσή του. Κοίταξα το φράχτη που έζωνε το οικόπεδο. Τα δοκάρια του ήταν άλλα πεσμένα, με τα αγκαθωτά σύρματα σκουριασμένα από την υγρασία ξαπλωμένα κάτω στο χώμα, και τα υπόλοιπα όρθια. Τ’ αυτιά μου γέμισαν από τον ήχο του καλαμιού, μεγάλο σαν ραβδί, που το μαζεύαμε από τα αδέσποτα κτήματα στο δρόμο μας, το κρατούσαμε πάνω στα τεντωμένα, τότε, σύρματα και τρέχαμε παράλληλα με το φράχτη μέχρι το τέλος του, διασκεδάζοντας με το υπόκωφο θόρυβο που έκανε το καλάμι.
-----------Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: