Κυριακή 11 Μαΐου 2008

Συνέχεια Νο 5

Δίπλα από το δικό μας οικόπεδο φαινόταν το σπίτι της Λέγκως Τα παρακάδια στο σπίτι της Λέγκως είχαν κάτι διαφορετικό από των άλλων σπιτιών. Αναμνήσεις σκόρπιες, σαν φωτογραφίες από παλιό οικογενειακό άλμπουμ, πλημμύρισαν το μυαλό μου.
Οργανώνονταν, δίχως τη δική της συμμετοχή. Η μάνα μου κι η Σπυριδούλα, τα είχαν καθιερώσει κι εκείνες τα ετοίμαζαν καθημερινά. Η Λέγκω ήταν σαν μουσαφίρισσα, που δεν έλειπε ποτέ. Λίγες στιγμές περνούν απ’ την οθόνη της μνήμης μου για εκείνα τα βράδια. Την αμίλητη Λέγκω,( δεν ξαναμίλησε, έλεγε η μαμά μου, μετά το θάνατο του γιου της), με την θλίψη μόνιμη κάτοικο των ματιών της και την, επίσης, καθημερινή παρουσία του κυρ- Χρήστου, θυμάμαι, φίλος του πατέρα μου και γενικά της οικογένειας μου και πολύ φίλος, λέγανε, με τον άνδρα της Λέγκως που είχε σκοτωθεί σε κάποιο ατύχημα. Οι μνήμες μέσα μου για τα πιο νοσταλγικά τραγούδια, τραγούδια καημού που σπαράζανε την καρδιά βγαίνουν από εκείνο το σπίτι. Σκηνές αλλόκοτες, για τα παιδικά μου μάτια, είναι καταγραμμένες στο βιβλίο της μνήμης μου. Η μάνα μου κάθε πρωί έπινε καφέ μόνη με τη Λέγκω, κι εγώ έπαιζα στα πόδια τους. Η μάνα μου μιλούσε για τα καθημερινά γεγονότα δίχως τη συμμετοχή της Λέγκως. Δεν κουνούσε ούτε το κεφάλι της, ένδειξη ότι άκουγε, αλλά η μαμά μου εξακολουθούσε να μιλάει, όπως θα μιλούσε αν είχε απέναντί της μια φυσιολογική συνομιλήτρια. Όταν κάποια από τα πρωινά ήταν μαζί τους και η Σπυριδούλα, τότε οι κουβέντες είχαν αντίλογο. Με τα χρόνια, η Λέγκω, άρχισε να συμμετέχει στις κουβέντες με ένα κούνημα του κεφαλιού. Ναι, όχι. Τίποτα άλλο. Κοίταξα το σπίτι, φαινόταν περιποιημένο.
Μπήκα στο αμάξι και απογείωσα τις ρόδες πάνω στο κράσπεδο που ήταν μπροστά στην πόρτα. Αυτομάτως, η Τασούλα πετάχτηκε από την πόρτα της, σαν να με περίμενε πίσω απ’ αυτήν. Από πίσω της βγήκε μια γυναίκα, γύρω στα τριάντα την έκανα. Ψηλή χωρίς στήθος με τραβηγμένα τα υπέροχα μαύρα μαλλιά της πίσω χαμηλά στο κεφάλι της σε ένα μικρό κότσο και να αναδεικνύουν τον μακρύ λαιμό της και τα λεπτά αυτιά της με τους μικρούς λοβούς, που στην άκρη τους κρέμονταν δυο μικρά σκουλαρίκια. Φορούσε ένα ταγιέρ σε μαύρο χρώμα δίχως γιακά. Κάτω απ’ το σακάκι διέκρινα ένα μαύρο μπλουζάκι ανοιχτό στο μέρος του λαιμού. Στο χέρι της κρατούσε μια, τεράστια τσάντα φουσκωμένη, σαν να κουβαλούσε μέσα όλα της τα υπάρχοντα. Στεκόταν πίσω ακριβώς από την Τασούλα, που ερχόταν κατά πάνω μου με ανοιχτά τα χέρια και με εκείνο το μόνιμο χαμόγελο, που το κουβαλούσε μαζί της σαν μέρος της προσωπικότητας της, από τότε που την ξέρω. Χώθηκα ανάμεσα στα χέρια της και τότε κατάλαβα πόσο πολύ μου έλειψαν τούτες οι εκδηλώσεις αγάπης, οι εικόνες που ελευθερώθηκαν μέσα μου, οι ήχοι, οι ίσκιοι που χόρευαν γύρω μου. Το φιλί της ηχηρό, πληθωρικό το ένιωσα ως τα μύχια της ψυχής μου και η ζεστασιά του χύθηκε μέσα μου σαν βάλσαμο. Νομίζω πως εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως δεν ήθελα να πουλήσω το πατρικό. Το « τι έγινες εσύ;» της Τασούλας βγήκε από τα χείλη της φορτωμένο από συγκίνηση και μια έρπουσα κρυφή στοργή. Η γυναίκα στεκόταν λίγα βήματα από μας και πρόσεξα πως μας παρακολουθούσε με αμηχανία τρίβοντας με το δεξί της χέρι το λοβό του αυτιού της. Κοιτάζοντας την πάνω απ’ τον ώμο της Τασούλας πρόσεξα τα εντυπωσιακά, μεγάλα, υγρά μάτια της. Πρόσεξε το βλέμμα μου. Η αμηχανία της φαινόταν στο πρόσωπό της. Ξέφυγα από την αγκαλιά της Τασούλας και πήγα προς το μέρος της με απλωμένο το χέρι. «Γεια σας», είπα κοιτάζοντας το ήρεμο πρόσωπό της, που αμυδρά κάτι μου θύμισε. Είπα το όνομά μου και τα μάτια μου κόλλησαν στα δικά της, που από κοντά ήταν εντυπωσιακότερα. « Αλίκη Ράντου». Είπε. Δεν μου έλεγε τίποτα τ’ όνομα. «Θα σας περιμένω να πιούμε καφέ μόλις τελειώσετε», είπε η Τασούλα και διακριτικά μας άφησε μόνες, πηγαίνοντας προς το σπίτι της. Την κοίταζα που έφευγε ενώ οι εικόνες περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια μου. Μουρμούρισα μια συγνώμη για την καθυστέρηση απ’ τη γυναίκα δίπλα μου κι εκείνη ζήτησε να κάτσουμε κάπου για να τα πούμε. Κοίταξα γύρω μου παραξενευμένη για το μυστήριο που διέκρινα στη φωνή της. Κάτω από την αχλαδιά μας, μπροστά στο σπίτι, εντόπισα τον τούβλινο πάγκο όπου η μαμά μου ακουμπούσε τη σκάφη όταν έπλενε. Η μνήμη, φαίνεται, διατηρεί τα πράγματα σε ακινησία. Η εικόνα της μάνας σκυμμένη από πάνω μου κρατώντας σταθερά το κεφάλι μου μπροστά σε μία τσίγκινη λεκάνη να πλένει τα μακριά μαλλιά μου, χρησιμοποιώντας το νερό του βαρελιού που ήταν βρόχινο και που το άδειαζε στο κεφάλι μου μ’ ένα μεταλλικό μαστραπά.
Της τον έδειξα και κατευθυνθήκαμε προς τα κει. Μπροστά εγώ και πίσω εκείνη. Δεν ξέρω γιατί ένιωθα εκείνη τη στιγμή πως με παρατηρούσε με προσοχή .Έφτασα στον πάγκο και πριν κάτσω γύρισα απότομα το κεφάλι μου και πρόσεξα πως αυτό μεγάλωσε την αμηχανία της. Δεν ξέρω γιατί μου πέρασε η σκέψη πως τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Κάθισα και της έκανα χώρο να κάτσει δίπλα μου. Οι λεκάνες μας στριμώχτηκαν στον μικρό πάγκο. «Εδώ έκανε την μπουγάδα της η μάνα μου» της εξήγησα, « η σκάφη χωρούσε άνετα, μάλλον» συνέχισα χαμογελώντας και την κοίταξα. «Σας ακούω». Ξαφνικά ένιωσα πως ήθελα να τελειώνω μαζί της. Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε από μέσα ένα παλιό τετράδιο, απ’ αυτά που αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία εδώ και κάτι χρόνια. Αμυδρά μου θύμισε την εποχή του Δημοτικού. Άπλωσε το τετράδιο προς το μέρος μου. «Νομίζω σας ανήκει». Το πήρα στο χέρι μου αμήχανα. Το χρώμα του, όταν αγοράστηκε, πρέπει να ήταν ροζ. « Τι είναι αυτό; Που το βρήκατε;». Με κοίταξε. «Ξεφυλλίστε το και θα καταλάβετε. Το βρήκα πάνω στην παλιά σιφονιέρα που βρίσκεται παρατημένη στο σπίτι σας.» Δεν κατάλαβα. «Στο σπίτι μας;» Την κοίταξα και μου έδειξε το πατρικό μου. «Να σας εξηγήσω», μου είπε και μου εξήγησε όσο εγώ ξεφύλλιζα το τετράδιο, που ήταν σχεδόν γεμάτο. Τη δεύτερη φορά που ήρθε για να ξαναδεί το σπίτι έψαξε τη σιφονιέρα γιατί «είμαι συλλέκτης παλιών αντικειμένων», είπε. « Λατρεύω τα φθαρμένα πράγματα». Της άρεσε πάρα πολύ το έπιπλο. Μάλιστα, σκεφτόταν, πως αν δεν τα βρίσκαμε με την πώληση του σπιτιού να μου ζητήσει να αγοράσει τη σιφονιέρα. Προσπάθησα να τη φέρω στο μυαλό μου και δεν τα κατάφερα. «Το βρήκα πάνω στο έπιπλο, ανάμεσα σε τρεις στοίβες βιβλία…». Κλίκ το μυαλό μου, και θαρρείς κάτι έπεσε από το μπουρί της μνήμης.
«Αυτά, μαμά;» Τα κοίταξε. Ήταν τα πολλά βιβλία του μπαμπά, που κουβαλούσε κατά καιρούς από τις εξορίες. «Βάλτα πάνω από το ντουλάπι και σκέπασέ τα με χαρτιά να μην σκονίζονται, » μου είπε και εγώ ανεβασμένη πάνω σε μια καρέκλα τα αράδιασα πάνω στη σιφονιέρα, που την λέγαμε ντουλάπι. Από πάνω τους έβαλα παλιές εφημερίδες. « Αυτά όλα, η Ελένη, τα διάβασε από τρεις με τέσσερεις φορές». Η φωνή της μαμάς μου. Αναφερόταν στην πεθαμένη κόρη της. « Τα διάβαζε πάντοτε φωναχτά κι εγώ την μάλωνα. «Έτσι τα καταλαβαίνεις καλύτερα,» μου έλεγε.
« Πρέπει να σας πω πως τα έψαξα κι εκείνα,» με έφερε στην πραγματικότητα η φωνή της γυναίκας δίπλα μου.« Όλα είναι σπάνιες εκδόσεις, έχουν μεγάλη αξία, αν δεν το ξέρετε ». Πήρε μια μεγάλη ανάσα. « Το τετράδιο ήταν μέσα στον πρώτο τόμο των Αθλίων.» Σταμάτησε , ίσως επειδή πρόσεξε πως δεν την παρακολουθούσα πια. Τα είχα χαμένα στην κυριολεξία. Το τετράδιο ανήκει στην πεθαμένη αδερφή μου. Στην αρχή δεν το κατάλαβα, γιατί ο γραφικός χαρακτήρας μου ήταν άγνωστος. Ποτέ δεν είδα δικό της γραπτό. «Με ακούτε;» άκουσα δίπλα μου τη φωνή της. « Ναι,» είπα. Ένιωσα ξαφνικά πως έπρεπε να της απαντήσω, είχε το δικαίωμα να ξέρει.«Τα βιβλία ήταν του πατέρα μου. Όταν φύγαμε από το χωριό τα μάζεψα εγώ και τα έβαλα εκεί πάνω. » Με κοίταξε. « Το τετράδιο δεν ανήκει σε σας, έτσι δεν είναι;» « Ανήκει μάλλον στην πεθαμένη αδερφή μου,» είπα. Κούνησε το κεφάλι της. «Πρέπει να σας πω,» δίστασε,«πήγα να το διαβάσω στην αρχή. Μετά αντιλήφθηκα πως πρόκειται για ημερολόγιο και κατάλαβα πως δεν είχα το δικαίωμα». Έτριψε με αμηχανία τα χέρια της. Δεν την πίστεψα. Το κατάλαβε. «Σας δίνω το λόγο μου πως δεν το διάβασα», είπε. « Μάλλον δεν είναι κατάλληλη η στιγμή να μιλήσουμε για το σπίτι,» συνέχισε.«Να περάσω αύριο την ίδια ώρα;» Συμφώνησα, την ευχαρίστησα και εκείνη σηκώθηκε, πήρε το χέρι μου μες τα δύο τα δικά της και έφυγε. Την παρακολούθησα με το βλέμμα. Είναι αναμφισβήτητα πολύ ωραία γυναίκα. Κάποια μου θυμίζει, είμαι βέβαιη. Άνοιξα ξανά το τετράδιο. Ήταν ημερολόγιο του ΄43. Το έκλεισα. Τα χέρια μου έτρεμαν ελαφρά. Ξαφνικά ένιωσα μια ανυπομονησία να το
διαβάσω. Κοίταξα το σπίτι. « Πως μπήκε μέσα; » αναρωτήθηκα. Η σκεπή από τη μία μεριά του ακουμπάει σχεδόν στο χώμα. Σηκώθηκα και πήγα προς την πόρτα, η οποία κρεμόταν από ένα στραβωμένο πλαίσιο. Παρόλο αυτά από αυτή τη μεριά το σπίτι ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Έσπρωξα την πόρτα που υποχώρησε κάνοντας έναν απαίσιο θόρυβο και μπήκα σ’ ένα παγωμένο μισοσκόταδο. «Πρόσεχε». Η Τασούλα βγήκε από το σπίτι της και στεκόταν στην πόρτα.« Έφυγε;» Έκανα ναι με το κεφάλι. « Θα έρθεις για καφέ;» Δεν είχα καμιά διάθεση να χάσω χρόνο. «Έλα μαζί μου» της έκανα νόημα.
---------------------------Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: