Σάββατο 24 Μαΐου 2008

Συνέχεια Νο 7

Άνοιξε την πόρτα και μου έκανε χώρο να περάσω πρώτη. Κοίταξα γύρω μου. Τίποτα δεν μου θύμισε το σπίτι που μπαινόβγαινα καθημερινά πριν κάποια χρόνια. Φαινόταν ότι δέχτηκε ολοκληρωτικές αλλαγές. Ένα μεγάλος χώρος, που, μάλλον, έπαιζε το ρόλο της σαλοτραπεζαρίας, της κουζίνας και του καθιστικού. Ένα μεγάλο παράθυρο έβλεπε στην αυλή κι έφερνε το πράσινο των δέντρων και τα χρώματα των μπλε και άσπρων κρίνων μέσα στο σπίτι. Ένας λαδί καναπές με πορτοκαλιά και πράσινα μονόχρωμα μαξιλάρια ακουμπούσε στο δεξί τοίχο, κάτω απ’ το παράθυρο, μπροστά του είχε ένα μεγάλο τετράγωνο τραπέζι από μαόνι με ένα τασάκι γυάλινο ακουμπισμένο πάνω του, δεξιά και αριστερά του τραπεζιού δυο πολυθρόνες δίχως μπράτσα με τα ίδια χρώματα του καναπέ. Από κάτω ένα καφέ τετράγωνο χαλάκι. Από την άλλη πλευρά ήταν ο πάγκος της κουζίνας και σε συνέχεια του πάγκου μια ηλεκτρική κουζίνα με κατεβασμένο το καπάκι της, και ριγμένο πάνω του ένα κεντημένο σεμέν. Πάνω απ’ τον πάγκο υπήρχε μια λευκή καφετιέρα, ένα ξύλο κοπής και ένας δίσκος με τέσσερεις κούπες του καφέ. Στη μέση του χώρου και προς τη μεριά της κουζίνας υπήρχαν τέσσερες καρέκλες ντυμένες με μια απόχρωση του πράσινου, γύρω από ένα ρουστίκ τραπέζι, σε σχήμα ροτόντας. Πάνω στο τραπέζι ένα βάζο με κρινάκια από τον κήπο, μια μεγάλη μασίνα στα αριστερά του δωματίου για τις μέρες του χειμώνα και για τη μαγειρική της, σκέφτηκα, βλέποντας τη στολισμένη ηλεκτρική κουζίνα. Στο βάθος δυο πόρτες, η μια ανοιχτή κι άλλη κλειστή. Έριξα το βλέμμα μου στο ανοιχτό δωμάτιο. Ήταν κρεβατοκάμαρα. Πάνω σ’ ένα διπλό κρεβάτι σκορπισμένα πολλά ασπρόρουχα, που φαίνεται να τα είχε μαζέψει απ’ το σχοινί λίγο πριν. Στο δεξί τοίχο κρεμασμένες πολλές φωτογραφίες μέσα σε απλές, λεπτές κορνίζες. Πλησίασα να τις δω. Όλες οικογενειακές. Τα δυο παιδιά της σε πολλές φάσεις της ζωής τους, εκείνη σε φωτογραφία του γάμου της με τον Σωτήρη, τον άνδρα της, να στέκεται δίπλα της σοβαρός κι αγέλαστος και μια φωτογραφία που απεικόνιζε την ίδια με την Ελένη, τον Τάσο και δίπλα τους μια εκπληκτικά όμορφη κοπέλα που μου ήταν άγνωστη. Σε πρώτο πλάνο βλέπεις και τους τέσσερεις σε ίδιο βηματισμό με το δεξί πόδι προτεταμένο να έχει σχηματίσει το βήμα και το αριστερό διπλωμένο στον αέρα, έτοιμο κι εκείνο να ολοκληρώσει την κίνησή του .Τα κορίτσια γελάνε περπατώντας δίπλα- δίπλα, η Ελένη κρατώντας ένα κλαδάκι στο χέρι της, ίσως από αμηχανία, δίπλα της η άγνωστη φίλη τους κι η Τασούλα που κρατάει με τα δυο της χέρια τον Τάσο από το μπράτσο. «Την έχω κι εγώ αυτή τη φωτογραφία,» λέω,«αλλά δεν ξέρω ποια είναι αυτή;» «Είσαι η δεύτερη που ρωτάς, σήμερα. Είναι η Νίκη». Την κοίταξα παραξενευμένη. «Ποιος άλλος σε ρώτησε;» «Η Ράντου» Την κοίταξα παραξενεμένη. «Γιατί ειδικά γι’ αυτήν;» ρώτησα. «Την εντυπωσίασε η ομορφιά της». Την κοίταξα. «Ήταν πολύ όμορφη. Πολύ περισσότερο απ’ ότι φαίνεται. Είχε κατάμαυρα μακριά μαλλιά, που γυάλιζαν σαν να τα είχε αλείψει λάδι, τεράστια, μαύρα μάτια που ήταν τόσο υγρά, που σου έδινε πάντα την εντύπωση πως ήταν έτοιμη να κλάψει. « Σαν της Ράντου!», είπα και σκέφτηκα αμέσως τα μάτια της κοπέλας που λίγο πριν είχε αποχωρήσει. Η Τασούλα με κοίταξε παραξενευμένη. « Έχεις δίκιο. Όση ώρα ήταν εδώ, είχα την αίσθηση πως κάπου την είχα ξανασυναντήσει. Φαίνεται μου θύμισε την Νίκη». Κοίταξε πάλι τη φωτογραφία. Κάτι πολύ αστείο θα πρέπει να τους έλεγε ο φωτογράφος, γιατί το γέλιο που είναι αποτυπωμένο στις ακίνητες μορφές τους, είναι αυθόρμητο και τόσο γνήσιο, που κοιτώντας τους σου μεταδίδουν την ευθυμία. Η Ελένη, ψηλότερη απ’ όλη την παρέα, φοράει ένα αμάνικο φουστάνι με μικρά λουλουδάκια και με τετράγωνο άνοιγμα στο λαιμό. Το χρώμα του δεν μπορώ να το προσδιορίσω, γιατί η φωτογραφία είναι ασπρόμαυρη. Τα μαλλιά της καστανά, ελαφρά σπαστά, φτάνουν μέχρι τους ώμους της. Το γέλιο της αποκαλύπτει δυο σειρές τέλειας οδοντοστοιχίας. Το κάτω μέρος του φουστανιού της έχει μεγάλες πιέτες και στη μέση φοράει μια ελαστική, μαύρη, φαρδιά ζώνη, που τονίζει την λεπτή της μέση. Στα πόδια της φοράει μαύρα πέδιλα τελείως ίσια. Δίπλα της η Νίκη γέρνει προς το μέρος της και την κρατάει αγκαζέ. Μέτρια στο ανάστημα, με μαλλιά κατάμαυρα, κοντύτερα από της Ελένης, που φουντώνουν γύρω απ’ το λαιμό της. Μια μικρή αφέλεια πέφτει πάνω στο μέτωπο. Τα δέρμα της είναι λευκό και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της καλογραμμένα με δυο τεράστια, γελαστά μάτια. Φοράει ένα πουκάμισο με κοντά μανίκια και δυο μικρές τσέπες πάνω στο στήθος. Η φούστα της μακριά μέχρι τους αστραγάλους, με λίγη σούρα στη μέση. Στα πόδια της κι αυτή φοράει μαύρα πέδιλα. Δίπλα της ο Τάσος, λίγο ψηλότερος από την Νίκη, κοντύτερος από την Ελένη, έχει κοντά μαλλιά τραβηγμένα προς τα πίσω, φοράει άσπρο πουκάμισο φαρδύ με κοντά μανίκια, που οι άκρες του μπαίνουν μέσα σ’ ένα φαρδύ παντελόνι με ψηλή μέση και λεπτή ζώνη. Το ένα χέρι του το έχει στη μέση και στο άλλο είναι κρεμασμένη η Τασούλα, η οποία έχει τα μαλλιά της πιασμένα σε ουρά και φοράει μια μπλούζα κάτασπρη με τεράστιο γιακά που σκεπάζει τους ώμους της. Η μπλούζα μπροστά κουμπώνει με πολλά μικρά, ντυμένα με ύφασμα, κουμπάκια. Η άσπρη φούστα της είναι κλος, άσπρα και τα πέδιλά της. Το δεξί χέρι της που φαίνεται σε κίνηση, ο φακός το θάμπωσε και φαίνεται παραμορφωμένο. Το προσωπάκι της χλομό και αδύνατο, με χαρακτηριστικά ακανόνιστα, με μια σουβλερή μυτούλα όπως και το σαγόνι της. Τα μάτια της καθαρά που δίνουν μια αγαθή και αγνή έκφραση στο πρόσωπό της. Και οι τέσσερεις δείχνουν ευτυχισμένοι. Τα ακίνητα μάτια τους αποπνέουν μια αισιοδοξία. Στο βάθος της φωτογραφίας, πίσω από την παρέα, μικρές ομάδες παιδιών παίζουν ή παρακολουθούν τον φωτογράφο που τραβάει τη φωτογραφία. Πίσω από κείνα φαίνεται η παλιά βρύση του Ξινού νερού φρεσκοασβεστωμένη. Και στο βάθος φαίνονται τα μεγάλα δέντρα της περιοχής. Εκεί που μαζεύονταν σχολεία απ’ όλη την Ελλάδα για τις εκδρομές τους.
«Ήμαστε στο Ξινό» άκουσα τη φωνή της Τασούλας δίπλα μου.« Ήταν δυο μήνες πριν φύγουμε στο βουνό». Πήγε προς την πόρτα και την κλείδωσε. « Δεν θέλω κανείς να μας ενοχλήσει,» είπε. Άφησε το τετράδιο στο τραπέζι, που ως εκείνη τη στιγμή το κρατούσε στο χέρι της. Ασυναίσθητα σκέφτηκα πως η δική της αγωνία για το περιεχόμενο του τετραδίου ήταν μεγαλύτερη από τη δική μου περιέργεια. Καθίσαμε δίπλα- δίπλα στο τραπέζι για να μπορούμε να βλέπουμε κι οι δυο τα γράμματα, που ήταν γραμμένα με μολύβι. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν στρωμένος χωρίς να ξεφεύγουν οι γραμμές του.
------------------------------Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: