Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

ΓΥΝΑΙΚΑ

ΕΛΕΝΗ Β

Στην αρχή πρόβαλε, μπροστά μου, το μισό χωριό και κάπου εκεί, στη δεύτερη στροφή, μπροστά από τον Αϊ Γιώργη, αποκαλύφθηκε και το υπόλοιπο μισό. Έκλεισα το ράδιο, που σε όλη τη διαδρομή μου κράτησε συντροφιά με τις συζητήσεις για την καινούρια κυβέρνηση της αλλαγής. Άνοιξα το παράθυρο διάπλατα για να μπουν οι ευωδιές της άνοιξης κι η θαλπωρή της οικείας γης, που σήκωσε μέσα μου ένα αυθόρμητο κύμα ζεστασιάς. Με την πρώτη ματιά δε φάνηκε να έχει αλλάξει κάτι, από τότε που έφυγα. Ίσως μόνο ο δρόμος, που ασφαλτοστρώθηκε και ξετυλίγεται μπροστά μου άδειος. Μηδένισα σχεδόν την ταχύτητα για να θυμηθώ σπίτια και γωνιές του χωριού. Επτά χρόνια, από τα παιδικά μου, τα έζησα εδώ. Εδώ γεννήθηκα, μετά φύγαμε για να χάσουν τα ίχνη των δικών μου οι κυνηγοί των αριστερών, εδώ με ξαναγυρίσανε κάποια στιγμή, όπου έμενα στη Στέλλα, εδώ τέλειωσα το Δημοτικό και από δω, φορτωμένη πάνω από σωρό από κρεβάτια και κουζινικά καργαρισμένα σε ένα κάρο, κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη.
Μπαίνοντας στο χωριό, το πρώτο σπίτι που συναντώ είναι της Νίκης. Αρκετά απομονωμένο από τα άλλα, με τον ένα τοίχο γκρεμισμένο, πνιγμένο στ’ αγριόχορτα και στ’ αγριολούλουδα σε χρώματα κίτρινα, βιολιά, άσπρα.
Η Νίκη, λέγανε στο χωριό, εξαφανίστηκε μετά από εκείνη τη νύχτα του ΄42, που ο Σπυράκος, συνεργάτης των Γερμανών, μπήκε στο σπίτι της και την βίασε. Δεκάξι χρονών, τότε, ορφανή, πρώτα από πατέρα, που σκοτώθηκε στα χωράφια κάποια μέρα που έβρεχε με το τουλούμι κι εκείνος προσπάθησε να περάσει με το κάρο του τα φουσκωμένα νερά του ποταμού. Βόδια, κάρο κι ο Ανέστης βρέθηκαν πεσμένοι μέσα στα άγρια νερά και την άλλη μέρα τους βρήκαν ένα χιλιόμετρο πιο εκεί. Αλλού το κάρο, αλλού το ένα βόδι, πιο κει το άλλο και πολύ πιο πέρα τον Ανέστη, που ακούστηκε πως παρασύρθηκε τόσο μακριά γιατί ήταν πολύ αδύνατος, και πολύ ελαφρύτερος από τα βόδια και το κάρο. Η μικρή τότε Νίκη μαυροφορέθηκε μαζί με τη μάνα της.
Δεν πρόλαβε να βγάλει τα μαύρα από τον πατέρα της και ένα πρωί τα ουρλιαχτά της έφτασαν στα πρώτα σπίτια της συνοικίας των βλάχων, που έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει. Βρήκαν την Καλλιόπη, τη μάνα της Νίκης, πεθαμένη στο κρεβάτι της. Συγκοπή από τη στεναχώρια της, ακούστηκε. Από τότε το ορφανό έμενε μόνο του, γιατί δεν δεχόταν να αφήσει το σπίτι τους να ερημώσει και να πάει να μείνει στην άλλη άκρη του χωριού, στα ξαδέρφια της μάνας της. Τα κουτσομπολιά στο χωριό έλεγαν πως δεν προσπάθησαν πολύ, οι συγγενείς, να την πείσουν. Ένα στόμα παραπάνω, εκείνες τις μέρες ήταν υπολογίσιμο. Ήταν το ΄40, λίγο πριν κηρυχτεί ο πόλεμος με την Ιταλία. Η Νίκη ζούσε όπως ζούσαν όλοι στο χωριό εκείνη την εποχή, καλλιεργούσε τον μικρό της κήπο με τα ζαρζαβατικά, τις κοτούλες της, τέσσερα κουνέλια και τον Αζόρ, τον σκύλο της. Ακούστηκε τότε, πως εκείνη τη νύχτα που την βίασε ο Σπυράκος, ο Αζόρ γαύγιζε σαν τρελός έξω από την πόρτα της κι εκείνος, αφού τέλειωσε μαζί της, βγήκε να φύγει και φαίνεται πως το σκυλί του όρμισε, γιατί την άλλη μέρα το βρήκαν σκοτωμένο με μια πιστολιά στο κεφάλι. Οι κάτοικοι του χωριού θυμούνται τα γαυγίσματά του εκείνο το βράδυ, στα οποία δεν δώσανε σημασία. Κάθε νύχτα ακούγανε παρόμοια γαυγίσματα ανακατεμένα με τα ουρλιαχτά των τσακαλιών. Μετά όμως από κάποια δευτερόλεπτα ακούσανε και τη πιστολιά. Τότε τρόμαξαν. Χώθηκαν στα σπίτια τους γιατί οι καιροί ήταν πονηροί και δεν ήθελαν να μπλέξουν. Το πρωί κάποιοι κίνησαν προς τα κει που ακούστηκε η πιστολιά για να δουν τι έγινε. Βρήκαν το κουφάρι του σκύλου μέσα στα αίματα έξω στον κήπο, άνοιξαν την πόρτα και είδαν τη Νίκη κουβαριασμένη κατάχαμα, μισολιπόθυμη, δεν σάλευε. Ήταν τέλος του ΄43
Εξαφανίστηκε μετά από λίγες μέρες, από τη νύχτα που οι χωριανοί την μάζεψαν και την περιποιηθήκανε, και κανείς δεν ήξερε τι απέγινε. Κάποιες φήμες αργότερα την ήθελαν έγκυο. Λένε πως κάποιος από το Κιλκίς την είδε στη Θεσσαλονίκη και του φάνηκε πως ήταν έγκυος. Αυτό ακούστηκε λίγους μήνες από το βιασμό της. Δεν ξανακούστηκε τίποτα άλλο για τη Νίκη. Ο Σπυράκος, ήταν απασχολημένος εκείνο τον καιρό με το ξεπάστρεμα των αντιστασιακών και των συγγενών τους στην περιοχή μας. Το πράγμα έδειχνε να είχε ξεχαστεί, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Συχνά τα βράδια στα παρακάδια, θυμάμαι, την ανάφεραν και αναρωτιόνταν πού θα μπορούσε να βρίσκεται.
Αυτά εγώ δεν τα έζησα, από διηγήσεις τα θυμάμαι. Οι δικές μου μνήμες περιορίζονται στα επτά χρόνια του Δημοτικού, και κάποιες περιστασιακές φορές που με αφήνανε στο χωριό, στη Στέλλα, γιατί στην πόλη δεν υπήρχε κανείς να με προσέχει όταν η μάνα μου δούλευε.
Έστριψα το αμάξι δεξιά και σταμάτησα στην άκρη του δρόμου. Μπροστά μου τα σκαλιά της εκκλησίας, που θα πρέπει να είναι κι αυτά καινούρια, δεν θυμάμαι να υπήρχαν πριν. Τα ανέβηκα δισταχτικά και διέσχισα τον πέτρινο διάδρομο, Μπήκα στην εκκλησία σκύβοντας από τη χαμηλή της πόρτα και κοίταξα γύρω μου. Την αγαπούσα αυτή την εκκλησία, με τα παλιά της εικονίσματα και με τον παπά-Δημήτρη. Ο χρόνος ήταν σταματημένος εδώ μέσα. Κοίταξα τα ζεστά χρώματα πάνω στις παλιές εικόνες, το φως δύο κεριών αναμένων σ’ ένα μικρό ταψάκι γεμάτο άμμο, κάτω απ’ την εικόνα του Αγ. Γιώργη( κάποιος θα πέρασε πριν από μένα). Το τρεμάμενο, θαμπό φως των κεριών, έδινε μια μικρή ζωντάνια μέσα στο χώρο. Ένιωσα την ατμόσφαιρα να φορτίζεται από εικόνες και φωνές που ενώνονταν μέσα μου, άλλοτε χαρούμενες κι άλλοτε σπαρακτικές που πλημμύριζαν για χρόνια την εκκλησία. Ένιωσα ανατριχίλα. Είχα την αίσθηση πως θα δω τον παπά-Δημήτρη να βγαίνει απ’ το ιερό. Πρόσεξα πως κάποιες εικόνες αφαιρέθηκαν από κάποια σημεία του τέμπλου κι οι θέσεις τους έχασκαν γυμνές. Παλιές εικόνες με αξία, ίσως κάποιος τις προώθησε σε «ειδικούς.» Προχώρησα ανάμεσα στα σαρακοφαγωμένα στασίδια. Η εκκλησία χρησιμοποιούνταν, εκείνο τον καιρό, από ελάχιστες οικογένειες του χωριού. Οι οικογένειες των Βλάχων και δυο-τρεις άλλες. Για τους υπόλοιπους, η ύπαρξή της ήταν ένα αναγκαίο κακό, που το σέβονταν, αλλά δεν τους αφορούσε. Ήταν χρήσιμη μόνο στους γάμους, στα βαφτίσια, στις κηδείες, άντε και το Πάσχα, σαν μέρος της τελετής το οποίο δεν μπορούσαν να το αφαιρέσουν.
Βγήκα από τη χαμηλή πόρτα και κατευθύνθηκα προς τα μνήματα, που ήταν κολλητά στον προαύλιο. Κι εδώ ο χρόνος ήταν σταματημένος. Τάφοι μόνο με χώμα, με μία απλή συρμάτινη περίφραξη κι ένα ξύλινο, παλιό σταυρό, ταλαιπωρημένο από τη πολύχρονη μάχη του με τα στοιχειά της φύσης. Τα τεράστια δέντρα γύρω μου, σύντροφοι των νεκρών για χρόνια, σκεπάζουν τους λιτούς τάφους, (σχεδόν τους κρύβουν). Έψαξα να βρω τον δικό μου τάφο. Χαμογέλασα στη σκέψη πως πάνω σε κάποιο σταυρό υπήρχε το δικό μου πατρικό όνομα. Είναι ο τάφος της αδερφής μου, που πέθανε ένα μήνα πριν γεννηθώ. Μου δώσανε το όνομά της, όπως ήταν φυσικό. Τον βρήκα. Τα αγκάθια τον σκέπαζαν, όπως σκέπαζαν και τους περισσότερους. Το όνομα φαινόταν, δεν έσβησε. Παραμέρισα τα χόρτα και τον άγγιξα απαλά. «Γεια σου, Ελένη» τη χαιρέτησα. Χαμογέλασα στη σκέψη πως ενώ εγώ ξέρω τόσα πολλά για τη ζωή της, εκείνη δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει ούτε τον ερχομό μου. Δεν υποψιάστηκε ποτέ, για τη μικρή της αδερφή που θα μεγάλωνε κάτω από τη σκιά της, μέσα στο φόβο μην τυχόν και δεν γίνει σαν κι εκείνη. Γιατί κουβαλώντας τ’ όνομά της, αυτομάτως θα έπρεπε να έχω και όλα εκείνα τα στοιχεία του χαρακτήρα της, που όπως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, λόγω του πρόωρου θανάτου της η εικόνα τους μεγεθύνθηκε κάνοντας πιο δύσκολη τη δική μου προσπάθεια. Κοίταξα το μνήμα που ήταν γεμάτο από μεγάλα αγκάθια και αγριοβατσινιές. « Πρέπει να έρθω κάποια στιγμή να το καθαρίσω.» Ήρθε στη μνήμη μου η εικόνα της μάνας μου, γονατισμένη να καθαρίζει το χώμα από τα χόρτα και τα μάτια της, ορμητικά ρυάκια, να ποτίζουν το χώμα μπροστά της. Της μιλούσε, αναφέροντας της όλα τα γεγονότα της μέρας, αδιάφορη από τη σιωπή, τη μοναξιά και την αδιαφορία των νεκρών γύρω της. Εγώ καθόμουν από μακριά και την παρατηρούσα. Μόλις τέλειωνε με κοιτούσε και σηκωνόταν, «πάμε» μου έλεγε και φεύγαμε αμίλητες. Σε όλη τη διαδρομή η μάνα μου ρουφούσε τη μύτη της ή τη σκούπιζε με την άκρη της μαντίλας της, μόνιμο εξάρτημα του κεφαλιού της.
Γύρισα στο αμάξι κι έβαλα μπρος. Ο δρόμος φιδωτός κατέβαινε μπροστά μου ανοίγοντας τα παράθυρα της μνήμης ένα ένα. Εικόνες, φωνές, σιωπές, στρογγυλοκάθισαν δίπλα μου στη θέση του συνοδηγού. Μπήκαμε μαζί στο χωριό. Γιατί από αυτό το σημείο και μετά έμπαινες για καλά στο χωριό. Δεξιά τα σπίτια των βλάχων, τα βλάχικα, όπως τα λέγαμε, παλιά και μίζερα, όπως τότε. Αριστερά άρχιζαν τα σπίτια στη σειρά, άλλα μερικώς ανακαινισμένα, άλλα όπως τα θυμόμουν και ανάμεσά τους μικροί παράδρομοι, χωμάτινοι ακόμα, που εξυπηρετούσαν κάποια άλλα σπίτια που βρίσκονταν πίσω από την πρώτη γραμμή. Δεξιά άλλη σειρά σπιτιών με τη ίδια διάταξη. Και πιο κάτω ο δρόμος καταλήγει στη μεγάλη πλατεία που στέκει μπροστά στην βρύση του χωριού, όπου η θέα της και μόνο ανασύρει μνήμες μανταλωμένες για χρόνια έξω από τα σύνορα του νου μου, εικόνες που θαρρείς πως σπάσανε το φράγμα τους και ξεχύθηκαν μέσα μου σαν καταρράκτης. Το στόμα μου γέμισε σάλιο που το κατάπια βιαστικά κι ένιωσα να πνίγομαι. Έβηξα προσπαθώντας να συνέρθω. Η βρύση είχε μπροστά της μια μεγάλη στέρνα, διαποτισμένη από υγρασία, όπου είχαν φωλιάσει μύκητες, γεμάτη λειχήνες, όπου εκεί σταματούσαν τα ζώα γυρνώντας από τη βοσκή, να πιούν νερό και μετά να μοιραστούν στα μαντριά τους.
Ένα κύμα συναισθημάτων ξεχύθηκε μέσα μου και δεν ήξερα πώς να το σταματήσω. Έβαλα μπρος το αυτοκίνητο και προχώρησα. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχα δει κανέναν να κυκλοφορεί. Ούτε ένα σκύλο να γυροφέρνει. « Μετακόμισαν όλοι;» αναρωτήθηκα και χαμογέλασα μόνη μου με τη σκέψη αυτή. Μπροστά στην βρύση υπήρχε μια μεγάλη αλάνα και δεξιά της περνούσε ένας δρόμος με μια άλλη σειρά σπιτιών, που έβγαζε στην δεύτερη έξοδο του χωριού. Τελευταίο σπίτι εκείνης της σειράς ήταν το σπίτι του Χρίστου, κολλητού του μπαμπά μου, όπως θα έλεγε κι ο γιος μου, με το μόνιμο, ειρωνικό χαμόγελο που κρεμόταν πάντα από τα χείλη του. Κομμουνιστής με εξορίες, φυλακές- πάντα παρέα με τον μπαμπά μου-, με μια γυναίκα δραστήρια, που μεγάλωσε, όπως όλες οι γυναίκες των κομμουνιστών, μόνη της τα δυο δίδυμα αγόρια, ο Δημήτρης κι ο Ηλίας, φίλοι με την αδερφή μου την πεθαμένη.
Ξαφνικά, ανάμεσα από τα δέντρα στο αριστερό μέρος του δρόμου ξεπρόβαλε το σπίτι της Στέλλας και δίπλα του, σχεδόν κολλητά το μαντρί. Σταμάτησα λίγο μακρύτερα για να το βλέπω ολόκληρο. Στους τοίχους του ξεχώριζαν ακόμα τα σημάδια από τα κούσκουρα. Η καύσιμη ύλη! Μικρές μπάλες από τις κοπριές των ζώων, που όσο ήταν ακόμα φρέσκες, τις μαζεύαμε και τις πλάθαμε με άχυρο σε μεγάλες μπάλες και τις κολλούσαμε στον τοίχο, σαν μικρά, στρογγυλά ταψάκια, όπου ξεραίνονταν από τον ήλιο και τα ξεκολλούσαμε, τα στοιβάζαμε στο πίσω μέρος του σπιτιού ή μέσα στο μαντρί, για να τα κάψουμε στη σόμπα το χειμώνα μαζί με άχυρα.
Η γη μπροστά στην πόρτα ήταν γυμνή. Είχε κάτι σαν επίστρωση, από χοντρές σόλες παπουτσιών και πέλματα γυμνών ποδιών τόσων προγόνων. Δυο πλατάνια σκιάζανε το σπίτι τα καλοκαίρια με τα φύλλα τους σαν ανοιχτές παλάμες. Μέσα σ’ αυτά τα φύλλα κατοικούσαν δεκάδες σπουργίτια, που άρχιζαν το κουβεντολόι τους απ’ τη στιγμή που χάραζε. Κάποιες φορές φιλοξενούσαν και κάργιες που σκούζανε σαν υστερικές γυναίκες, προσπαθώντας να αντισταθούν όταν ο άνεμος τις παράσερνε
Προχώρησα με τα πόδια, ενώ με διαπερνούσε η ηχώ από βήματα συγκεκριμένων ανθρώπων, που σαν ιστός αράχνης μπλεγμένη στους ίσκιους τους, ένιωθα τα πόδια μου να την πατούν και οι σκιές να ξυπνούν. Έφτασα στο μαντρί, έσπρωξα την πόρτα και ασυναίσθητα σήκωσα το πόδι μου για να δρασκελίσω το ψηλό, ξύλινο κατωθύρι, όπως τότε. Το κατωθύρι έλειπε, είχαν απομείνει οι δυο άκρες του αριστερά και δεξιά της πόρτας, σαπισμένες από την πολυκαιρία. Κοίταξα το εσωτερικό του. Τα πάντα ήταν στη θέση τους όπως τότε που η μάνα μου έδινε έναν κουβά γεμάτο χόρτα ανακατεμένα με σανό για να ταΐσω την αγελάδα. Η εικόνα της αγελάδας να στέκει στην πόρτα του στάβλου μηρυκάζοντας, μ’ έμπασε σ’ ένα ταξίδι μνήμης στο χώρο και στο χρόνο. Θυμάμαι, μόλις με έβλεπε να μπαίνω στο μαντρί μουγκάνισε, μου έδινε μια ελαφριά κεφαλιά και ένιωθα την ανάσα της ζεστή μέσα απ’ το φουστάνι μου. Με ακολουθούσε μέσα στο στάβλο σπρώχνοντας απαλά το τσουκάλι με τη τροφή της, έβαζα τον κουβά μπροστά της κι εκείνη έχωνε τη μουσούδα της μέσα. Χάιδευα την πλάτη της κι εκείνη αποσπούσε για λίγο την προσοχή της απ’ το τσουκάλι, σήκωνε το κεφάλι μουγκανίζοντας με κουτουλούσε απαλά τα πόδια και ξανασυνέχιζε το φαγητό της. Νιώθω ακόμη την ανάσα της ζεστή πάνω μου. Βγαίνω απ’ το μαντρί νιώθοντας να πνίγομαι απ’ τη βαριά μυρωδιά της κοπριάς, που έχει ποτίσει τους τοίχους και το χωμάτινο πάτωμα, αλλά κι απ’ τις μνήμες, που είχαν ξυπνήσει μέσα μου. Πλησίασα την πόρτα του σπιτιού, όπου είδα μια αλυσίδα με ένα λουκέτο να κρέμεται από δυο χαλκάδες βιδωμένους, ο ένας στην πόρτα κι ο άλλος στο παραστάτη της πόρτας. Η αλυσίδα ήταν χαλαρή και μπόρεσα πατώντας το παλιό χερούλι να ανοίξω μια χαραμάδα για να δω μέσα. Η εξώπορτα άνοιξε δυο δάχτυλα και η αλυσίδα τέντωσε. Κοίταξα από το άνοιγμα το εσωτερικό του. Το σπίτι δεν είχε αλλάξει στο παραμικρό. Το φαρδύ κρεβάτι στ’ αριστερά κάτω από το μικρό παράθυρο, ένα φανάρι με σίτα κρεμασμένο από το ταβάνι που προφύλαγε τα περισσεύματα των φαγητών από τις μύγες, η λαμαρινένια σόμπα, που τα μεγάλα βράδια των παρακαδιών κάποιος άνδρας καθόταν πάντα δίπλα της και τροφοδοτούσε κάθε λίγο τη φωτιά με άχυρα και κουσκούρια τα οποία άρπαζαν φωτιά αμέσως, πυρακτώνονταν τα μπουριά και θυμάμαι τα μάγουλά μας να γίνονται κατακόκκινα από την ζέστη, μόνο για εκείνη τη στιγμή, γιατί το επόμενο δευτερόλεπτο, που καίγονταν τα άχυρα και έμεναν μόνο τα κουσκούρια μέσα στη σόμπα, έπεφτε η θερμοκρασία, υποχωρούσε η ζέστη και μια κρυάδα μας πάγωνε. « Ρούξον ασσύρε»(Ρίξε άχυρα) , φώναζε κάποιος στον άνδρα που καθόταν δίπλα στη σόμπα κι εκείνος ξανάνοιγε το πάνω καπάκι και καργάριζε πάλι με τ’ άχυρα τη σόμπα. Έτσι κυλούσε όλο το βράδυ, μέσα σε μασάλια, ιστορίες για απιστίες, για αγάπες, ιστορίες για την πατρίδα, τραγούδια Τούρκικα και Ποντιακά και πολλές φορές καυγάδες.
Από το άνοιγμα της πόρτας έβλεπα τα μπουριά της σόμπας που σχημάτιζαν γωνία και κατέληγαν στον απέναντι τοίχο όπου έβγαιναν από μια τρύπα έξω από το σπίτι. Από τη θέση που στεκόμουν φαινόταν ακόμα και το μισό τσίγκινο στεφάνι που κάλυπτε την τρύπα που έβγαινε το μπουρί που εφαπτόταν κυκλικά απ’ τη μια πάνω του κι απ’ την άλλη ακουμπούσε πάνω στον τοίχο. Την δεξιά πλευρά του χώρου δεν την έβλεπα. Μπορούσα να την περιγράψω στο μυαλό μου. Στη μέση του τοίχου ήταν μια εταζέρα με ράφια που οι εξωτερικές άκρες τους ήταν στολισμένες με χειροποίητη δαντέλα, φτιαγμένη από τα χέρια της Στέλλας. Πάνω από τα ράφια αραδιασμένα τσίγκινα πιάτα και κάποια μπιμπελό, που έφερνε κατά καιρούς ο πατέρας μου και αδερφός της μάνας της Στέλλας από τις φυλακές και τις εξορίες. Χειροποίητα κι αυτά. Κάτω από τα υπήρχε ένα ερμάρι με δυο συρτάρια δεξιά κι αριστερά, που φιλοξενούσαν τα κουτάλια, τα πιρούνια και το μαχαίρι. Το μαχαίρι ήταν ένα, μεγάλο, με σπασμένη μύτη και ξύλινο χερούλι. Κάτω από τα συρτάρια δύο πόρτες μικρές χώριζαν το κάτω μέρος των συρταριών με το κλειστό ντουλάπι. Εκεί έκρυβε η θεία μου όλους τους μικρούς θησαυρούς της. Από ρεβυθοκαφέ, ξυλοκέρατα, καρύδια από το δέντρο που ήταν μπροστά στο σπίτι, αμύγδαλα, κλεισμένους όλους τους καρπούς και τον καθένα χωριστά, σε πάνινες σακούλες, που τις έφτιαχνε σχίζοντας κάποια πολύ παλιά ρούχα ή σεντόνια. Μέχρι κλωστή για πλέξιμο, που το είχε γνέψει η ίδια τις μακριές χειμωνιάτικες νύχτες, μία ποδιά για το πλύσιμο, μια ζακέτα για τα κρύα, ένα τραπεζομάντιλο που απλωνόταν σε σπάνιες περιπτώσεις κι ένα ζευγάρι παντόφλες ολοκαίνουριες που τις είχε φέρει ένας ξάδερφος της από την Αθήνα και ποτέ δεν τις φόρεσε, γιατί ποτέ δεν έζησε μια μέρα τέτοια, που θα άξιζε κανείς να φορέσει καινούριες παντόφλες. Πάντα αναρωτιόμουν πως χωρούσαν τόσα πράγματα σ’ ένα μικρό ντουλάπι. Τα βράδια, στα καθημερινά παρακάδια, που ήταν το σήμα κατατεθέν του σπιτιού, άνοιγα εκείνο το ντουλάπι και χάζευα τους θησαυρούς της θείας. «Ντο εφτάς εκές αξάν ;»(Τι κάνεις εκεί;) με μάλωνε η μάνα. Μάνα τη φώναζα. Την πραγματική μου μάνα την φώναζα μαμά. Δίπλα από την εταζέρα υπήρχε ένα ξύλινο παγκάκι δίχως πλάτη, έργο κι εκείνο της μάνας. Επάνω του είχε απλωμένες δυο κουρελούδες, η μία πιο καινούρια, που την έβαζε από κάτω για να μην τρίβεται και χαλάσει. Στον τοίχο, πάνω από τον ξύλινο πάγκο, κρεμόταν ένας καθρέφτης μικρός, φθαρμένος από τα πλάγια του, από ένα καρφί πολύ μεγάλο για το μέγεθός του και γυρισμένο το κεφάλι του προς τα πάνω για να μην πέφτει ο καθρέφτης. Σε εκείνη τη γωνιά, πάνω στον ξύλινο πάγκο καθόταν εκείνη με τη Στέλλα και της μάθαινε πώς να πλέκει τις δαντέλες και τις μάλλινες μπλούζες. Κάτω από εκείνον τον πάγκο, σχεδόν στα πόδια του, είχε απλωμένη μια άλλη παλιά κουρελού, όπου εκεί καθόταν τα πειραχτήρια της νύχτας. Διακωμωδούσαν ότι άκουγαν δίχως να γελούν καθόλου. Άκουγαν κάποιον να λέει για κάποια γυναίκα που έμεινε έγκυος- ενώ ο άνδρας της ήταν εξορία- «Μοτιμπίστης η Μαρία εν έγκυος, θάμαν »(Μη χειρότερα, η Μαρία είναι έγκυος), έλεγε η μία και οι υπόλοιπες συμπλήρωναν εν χορώ. «Θάμαν, θάμαν»(Θαύμα, θαύμα) ή σε άλλες περιπτώσεις «Μπράβο, μπράβο».
Οι κρυμμένοι άνδρες από τα τάγματα ασφαλείας την εποχή του εμφυλίου, έρχονταν πολλές φορές κρυφά κάποιες νύχτες στα σπίτια τους και το επόμενο πρωινό ήταν εξαφανισμένοι. Εκείνα τα βράδια όλο και κάποια θα έμενε έγκυος. Και βέβαια για μέρες ήταν η συναρπαστική είδηση που απορροφούσε όλο το χωριό, ώσπου να φτάσει η συνταρακτικότερη και ν’ αφήσουνε την πρώτη να αναπαυθεί.
Οι εικόνες έρχονταν κι έφευγαν ακολουθώντας την κίνηση του ματιού μου, διαπιστώνοντας, πως το μόνο που άλλαξε εκεί μέσα ήταν ένα ριχτάρι πάνω στο κρεβάτι. Τίποτα άλλο. Τραβήχτηκα από την πόρτα και πιάνοντας το παλιό πόμολο την ξανάφερα στην προηγούμενη θέση της. Κοίταξα απέναντι το σπίτι της Βαρβάρας. Δίπλα στο παλιό σπίτι ήταν χτισμένο, στα τούβλα ακόμη, ένα καινούριο. Οι εικόνες καταιγιστικές είχαν εισβάλει στο κεφάλι μου και σπρώχνοντας η μια την άλλη διεκδικούσαν την πρωτιά.
Η Στέλλα μόλις βράδιαζε ετοίμαζε τη σόμπα. Την καθάριζε από τη βραδινή στάχτη, την οποία τη μάζευε μέσα σε μια λεκάνη και μετά την έριχνε σε ένα ορισμένο σημείο του κήπου που δεν βρέχονταν. Μ’ αυτή τη στάχτη έτριβε τα κατσαρολικά της που μαύριζαν από την καθημερινή τους επαφή με τις φλόγινες γλώσσες που τ’ αγκάλιαζε πάνω στην χειροποίητη εστία που μαγείρευαν. Έφερνε μέσα στην κάμαρη ένα κουβά χάλκινο γεμάτο με κούσκουρα και έναν άλλο μεγαλύτερο γεμάτο με άχυρα. Άνοιγε το πάνω καπάκι από τη σόμπα κι έριχνε πρώτα λίγα άχυρα, μετά κούσκουρα που προηγουμένως τα έκοβε σε δυο κομμάτια, μετά πάλι άχυρα και κούσκουρα και έκλεινε το πάνω καπάκι. Μετά γονάτιζε πάνω στη μικρή κουρελού που είχε κοντά στη σόμπα και άνοιγε το μικρό πορτάκι που βρισκόταν στο μπροστινό κάτω μέρος της σόμπας. Έπαιρνε ένα χαρτί, το τσαλάκωνε στο μάκρος του και άναβε την άκρη του με ένα τσακμάκι. Μετά η αναμμένη άκρη έμπαινε στο μικρό πορτάκι κι αυτομάτως έπαιρναν φωτιά τα άχυρα μαζί με τα κούσκουρα κι η Στέλλα έκλεινε βιαστικά το πορτάκι για να μην πέσουν οι σπίθες έξω. Για αρκετή ώρα πηγαινοερχόταν κοντά στη σόμπα, την άνοιγε και τροφοδοτούσε τη φωτιά με άχυρα και κουσκούρια. Η σόμπα ήταν έτοιμη και το δωμάτιο αρκετά ζεστό όταν πρώτη έμπαινε πάντα η Βαρβάρα,- «Τσόφα», η οποία έφευγε και τελευταία. Φορώντας πάντοτε την ίδια μακριά, γκρι ποδιά και έχοντας διπλωμένα τα χέρια της κάτω από αυτήν, έμπαινε μέσα λέγοντας πάντοτε, ανάλογα με το τι καιρό είχε:« Ουφ ντο κρύον εφτάει»(Τι κρύο κάνει!) ή «Ντο ζέστεν εφτάει»(Τι ζέστη κάνει;) ή «Εσσοντσεν»(Χιόνισε) ή «Ντο πολλά βρέσς»)Τι πολύ βρέχει!) . Και έπαιρνε πάντοτε την καλύτερη θέση πάνω στο κρεβάτι, ακουμπώντας την πλάτη της στον τοίχο και τα πόδια της τεντωμένα προς τα μπρος, πιάνοντας με αυτόν τον τρόπο μια δεύτερη θέση. Την οποία θα αποχωριζόταν μόνο αν «έκλειναν» όλες οι θέσεις και κάποιος από τους καθημερινούς επισκέπτες πήγαινε κοντά της και της φώναζε «έπαρ τα ποδάρες απαδά»(Πάρε τα πόδια σου από δω!) κι εκείνη αναγκαζόταν να τα μαζέψει μουρμουρίζοντας« Μότιμπίστης, κι χωρείς ;»(Μη χειρότερα, δεν χωράς;) Η Βαρβάρα αφού έμπαινε νωρίς νωρίς μέσα στο σπίτι- δωμάτιο και αφού έλεγε την ατάκα της μέρας και καθόταν στην προεδρική θέση, αυτομάτως κοιμόταν, γέρνοντας το κεφάλι της προς τα μπρος και έχοντας πάντα τα χέρια της διπλωμένα κάτω από τη ποδιά της. Ποιοι έμπαιναν, ποιοι έβγαιναν δεν τους έπαιρνε είδηση. Την νανούριζαν οι φωνές τους. Κάποια στιγμή που έπαυαν οι φωνές τους ν΄ακούγονται γιατί άδειαζε το σπίτι, εκείνη ξυπνούσε και με έκπληκτο βλέμμα ρωτούσε; «Ντό έντον; »(Τι έγινε;) Και η Στέλλα, ατάραχη με την προσοχή της στραμμένη στο πλεκτό, της απαντούσε πως έφυγαν όλοι. « Ντό είπατεν;»(Τι είπατε;) ρωτούσε και στην ατάραχη απάντηση της Στέλλας,«Τιδέν»(Τίποτα) αυτή μουρμούριζε «;Τιδέν κι έντον;»(Τίποτα δεν έγινε;) «Τιδέν» ξαναέλεγε η ξαδέλφη μου και εκείνη σηκωνόταν βιαστική μουρμουρίζοντας; «Ας πάω κι εγώ επέρασεν η ώραν.»(Ας πάω κι εγώ, πέρασε η ώρα). Κι έφευγε. Τότε σηκωνόταν η Στέλλα και έστρωνε τα κρεβάτια για να κοιμηθούν τα τρία κορίτσια της, που μέχρι εκείνη την ώρα καθισμένες στο χωμάτινο πάτωμα, πάνω σε μια κουρελού έκαναν τα μαθήματά τους για νάναι έτοιμα το πρωί για το σχολείο. Όταν γκρίνιαζα γιατί καθυστερούσε η Βαρβάρα τον ύπνο μας, εκείνη απαντούσε με εκείνο το ήρεμο ύφος της; «Άστην μωρέ, κρίμαν εν »(Άστην μωρέ, κρίμα είναι), σε τόνο κάτι ανάμεσα σε επίπληξη κι αγάπη.
-----------------------Συνεχίζεται
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: